“Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έθαψαν ζωντανούς Ελληνοκύπριους” – Μαρτυρία αιχμαλώτου 1974

ΚΥΠΡΟΣ 1974 ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ

Γράφει ο Κωνσταντίνος Βλάχος, Αντιστράτηγος ε.α.

 

 

ΜΑΡΤΗΡΙΑ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ 1974: “Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έθαψαν ζωντανούς Ελληνοκύπριους”

“Ήμουν 22 χρονών όταν μ’ έπιασαν αιχμάλωτο. Ήμουν έφεδρος. Μας μετέφεραν στο Γκαράζ του Παυλίδη κοντά στη Λευκωσία και απ’ εκεί στην Κερύνεια όπου στη συνέχεια επιβιβαστήκαμε όπως όπως στο πλοίο με προορισμό το λιμάνι της Μερσίνας.

Όταν φτάσαμε εκεί, μας έβαλαν μέσα σε κάτι μεγάλα στρατιωτικά αυτοκίνητα Βedford, και από εκεί ξεκινήσαμε για τις φυλακές των Αδάνων . Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν τρομακτική. Ήθελαν να μας λιντσάρουν οι Τούρκοι. Μας έβριζαν.

Στην ανάκριση, θυμάμαι, ένας Τούρκος στρατιώτης πήρε από την τσέπη μου το χαρτάκι που μου είχε δώσει ο Ερυθρός Σταυρός πριν φύγουμε. Έγραφε “Παναγιώτης Κούννου” και κάποια στοιχεία μου. Το είδε και μετά το έσκισε.

Στις φυλακές στα Άδανα είδα και Ελληνοκύπριους που είχαν μεταφερθεί πολύ πριν από εμάς στα Άδανα. Κάποιοι ήταν πληγωμένοι, τραυματισμένοι στο κεφάλι. Εκεί είδα και γνωστούς μου που δεν ήξερα ότι βρίσκονταν στα Άδανα. Άκουγα που έλεγαν ότι κάποιοι αιχμάλωτοι ξυλοκοπήθηκαν άγρια με ζωστήρες.

Στα Άδανα μείναμε δύο μέρες. Μετά μας χώρισαν σε ομάδες, μας έδεσαν τα χέρια και μας έβαλαν σε μεγάλα λεωφορεία. Κάποιοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές στην Αμάσεια του Πόντου και άλλοι στην Αντίγιαμα, νοτιοανατολικά της Τουρκίας.

Εγώ ήμουν ανάμεσα σε αυτούς που πήγαν στην Αμάσεια. Το ταξίδι με τα λεωφορεία ήταν ατέλειωτο. Η διαδρομή ήταν πολύ μεγάλη και μεις με τα χέρια δεμένα. Τα μάτια όχι. Σε μερικούς μόνο τα είχαν κλείσει.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κάναμε στάση για να πάνε κάποιοι τουαλέτα. Οι εικόνες ήταν τριτοκοσμικές. Θυμάμαι μια πινακίδα που έγραφε «Ankara» 480 χιλιόμετρα». Πολλοί ήταν εκείνοι που δέχθηκαν άγριες επιθέσεις από φανατισμένους Τούρκους.

Θυμάμαι Ελληνοκύπριους να εκλιπαρούν για τη ζωή τους μη ξέροντας ποια θα ήταν η τύχη μας. Πολλοί από τον φόβο τους ουρούσαν επάνω τους και άλλοι δεν μπορούσαν ούτε αυτό να κάνουν έχοντας το πιστόλι από πάνω τους.

Κάποιοι φορούσαν μπλούζες με τον Ετζεβίτ να μοιράζει την Κύπρο. Θυμάμαι έντονα την εικόνα ενός Τούρκου στρατιώτη να τραβά τα γένια ενός ιερέα μέσα στο λεωφορείο.

Για δυόμιση μήνες, βιώσαμε τεράστιο ψυχολογικό πόλεμο στις φυλακές. Μας απειλούσαν ότι θα μας σκοτώσουν όλους. Η έκταση των φυλακών ήταν τεράστια. Το φαγητό ελάχιστο. Ένα ζουμί με γεύση βοδινού, φακές, λίγες ελιές. Πολλές μέρες χωρίς καν ψωμί. Η κατάσταση ήταν απελπιστική.

Αναρωτιόμασταν τι κάνουν οι δικοί μας για μας; Ακούγαμε διάφορα και δεν ξέραμε τι να πιστέψουμε. Επικρατούσε εκνευρισμός και μεταξύ μας.

Το γεγονός ότι δεν ξέραμε ποια θα ήταν η τύχη μας σε συνδυασμό με την εξάντληση, ψυχολογική και σωματική, έκανε κάποιους να χάσουν την υπομονή τους.

Το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου απολύθηκαν τμηματικά πάνω από 1000 Έλληνες και Τούρκοι αιχμάλωτοι. Ήταν οι τελευταίες μεγάλες ομάδες αιχμαλώτων. Ανάμεσά τους ήμουν και εγώ. Μέχρι τότε η οικογένειά μου δεν είχε ιδέα αν ζω ή αν πέθανα. Άκουσαν το όνομά μου στο ράδιο. Το είπαν τελευταίο, μου είπε η γιαγιά σου που κόντεψε να πεθάνει από το μαράζι και την αγωνία.

Ξυπόλυτοι, εξαντλημένοι από τη ψυχολογική αλλά και τη σωματική βία, πεινασμένοι, ακολουθήσαμε ξανά εκείνη την μεγάλη διαδρομή μέχρι που μπήκαμε στο πλοίο για την επιστροφή.

Εκεί συνάντησα ξανά αρκετούς Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους που ήμασταν μαζί πριν μας χωρίσουν στα Άδανα. Όλοι εξαντλημένοι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού συνέβη κάτι που ποτέ δε θα ξεχάσω. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα. Με προειδοποίησε ένας Ελληνοκύπριος ότι δεν αφήνουν και καλύτερα να τα έκανα πάνω μου αλλά δεν μπορούσα.

Με το που επιχείρησα να πάω, ένας Τούρκος πήρε ένα λάστιχο με νερό και άρχισε να με βρέχει βάζοντας πίεση. Τον ρώτησα γιατί και τότε με το κοντάκιο του όπλου με χτύπησε στο πρόσωπο και το κεφάλι. Έχασα τις αισθήσεις μου.

Μόλις φτάσαμε στην Κύπρο, δεν επιβιβάστηκα στα λεωφορεία για το Λήδρα Πάλας με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών με μετέφερε στο παλιό Γενικό Νοσοκομείο της Λευκωσίας για νοσηλεία όπου νοσηλεύτηκα για 5 μέρες.

Μετά επέστρεψα στην οικογένειά μου. Γίναμε πρόσφυγες. Για χρόνια δεν είχαμε άλλο θέμα συζήτησης εκτός απ’ αυτό. Τον πόλεμο και την προσφυγιά. Πληγές που δεν θα γιάνουν ποτέ.”

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί…

Πόνος, θλίψη, δυστυχία, είναι φτωχά επίθετα για να περιγράψουν τις εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες.

 


Περισσότερα άρθρα από τον Κωνσταντίνο Βλάχο::

ΑΠΟΨΕΙΣ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΣ


 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ