Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας – Η πλέον αμφιλεγόμενη διάσκεψη του Β’ Π.Π.

ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑΣ

Σαν σήμερα, στις 24 Ιανουαρίου 1943, ολοκληρώνεται η Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας.

 

Η διάσκεψη της Καζαμπλάνκας ήταν σύσκεψη των ηγετών των Συμμάχων που έγινε στην Καζαμπλάνκα, πόλη του (τότε) Γαλλικού Μαρόκου από τις 14 έως τις 24 Ιανουαρίου 1943 υπό την κωδική ονομασία “SYMBOL”. Χαρακτηρίστηκε ως η πλέον αμφιλεγόμενη διάσκεψη του Πολέμου.

Στη διάσκεψη, σε επίπεδο ηγετών, συμμετείχαν ο Αμερικανός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ. Απουσίαζε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος, αν και είχε προσκληθεί, αρνήθηκε να παραστεί προφασιζόμενος την επικείμενη μάχη του Στάλινγκραντ.

Η βασική απόφαση της διάσκεψης ήταν ότι ο αγώνας των Συμμάχων έπρεπε να συνεχιστεί μέχρι του σημείου που αποκαλείται «bitter end» (πικρό τέλος), δηλαδή μέχρις ότου η Ναζιστική Γερμανία οδηγηθεί στην άνευ όρων παράδοση (Unconditional surrender) Το ίδιο θα ίσχυε τόσο για την Ιταλία όσο και για την Ιαπωνία. Συμφωνήθηκε επίσης ότι κανείς από τους Συμμάχους δεν θα αποδεχόταν χωριστή παράδοση κάποιας από τις δυνάμεις του Άξονα (π.χ. η Ιταλία όφειλε να παραδοθεί στους Συμμάχους και όχι στη Βρετανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες).

Η αλήθεια είναι ότι ο Τσώρτσιλ αντιτάχθηκε στην πρόταση περί Unconditional surrender. Δεν θεωρούσε ότι επάνω στη Γερμανία έπρεπε να επιπέσει η μανία αντεκδίκησης των Συμμάχων. Γι’ αυτό και αργότερα διευκρίνισε ότι «άνευ όρων συνθηκολόγηση δε σημαίνει διάθεση εκδικήσεως εις βάρος του γερμανικού λαού». Ο Τσώρτσιλ φοβόταν, και όπως αποδείχτηκε απολύτως δικαιολογημένα, ότι αυτές οι δύο λέξεις κατέστρεφαν την όποια αντιπολίτευση υπήρχε στο εσωτερικό της Γερμανίας: Έδινε στους Ναζί το εφαλτήριο που αναζητούσαν για να στηρίξουν την απόφασή τους να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Τις δύο αυτές μικρές λέξεις εκμεταλλεύθηκε άριστα ο Γιόζεφ Γκέμπελς στην προπαγάνδα του. Όπως είναι λογικό, οι αντίπαλοι του χιτλερικού καθεστώτος δεν είχαν άλλη επιλογή από το να σταματήσουν κάθε τους ενέργεια.

Οι Βρετανοί επιχειρηματολόγησαν ισχυρά και ο Τσώρτσιλ αντέκρουσε προσωπικά την άποψη του Μάρσαλ σχετικά με μια «μικρή» απόβαση στις βόρειες γαλλικές ακτές προς το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Κατέδειξε ότι ένα τέτοιο εγχείρημα στην παρούσα φάση του πολέμου θα κατέληγε απλά σε μια εύκολη νίκη του Χίτλερ, δεδομένης της αεροπορικής κυριαρχίας της Luftwaffe στη συγκεκριμένη περιοχή. Επιπλέον τα διαθέσιμα αποβατικά σκάφη ήταν εκείνη την εποχή αριθμητικά πολύ λίγα για να μεταφέρουν τα απαιτούμενα στρατεύματα, ενώ ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική η παρουσία των γερμανικών υποβρυχίων. Αντίθετα, ο Τσώρτσιλ έδωσε την έγκρισή του για την παροχή ισχυρής υποστήριξης στους Αμερικανούς από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, χώρες μέλη της Κοινοπολιτείας, στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού. Ο Τσώρτσιλ διαβεβαίωσε επίσης ότι θα επεκτείνονταν οι βρετανικές επιχειρήσεις στη Βιρμανία με στόχο την ισχυροποίηση του Τσανγκ Κάι Σεκ στην Κίνα. Ως ανταπόδοση αυτής της χειρονομίας, ο Ρούζβελτ συμφώνησε στην Εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία. Συμφωνήθηκε, επίσης να αρχίσουν και να ενταθούν αεροπορικές επιδρομές κατά του γερμανικού εδάφους από τα βρετανικά αεροδρόμια με τη συμμετοχή και των δύο αεροποριών (RAF και U.S.A.F.).

Η διάσκεψη αυτή ήταν η τελευταία στην οποία ο Τσώρτσιλ θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους στόχους της συμμαχικής προσπάθειας. Ύστερα από τη διάσκεψη αυτή οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν ότι λόγω της ισχύος τους ήταν ο κύριος παράγοντας της Συμμαχίας και θα άρχιζαν να ενεργούν ανάλογα.

Αρχικά οι δύο Γάλλοι ηγέτες, αν και ισχυρά αντιτιθέμενοι στην Κυβέρνηση του Βισύ είχαν αναπτύξει ένα κλίμα έντονης ψυχρότητας, αν όχι αντιπάθειας, στις σχέσεις τους. Τα «πείσματα» αυτά είχαν κουράσει τόσο τον Τσώρτσιλ όσο και τον Ρούζβελτ. Ο Αμερικανός πρόεδρος από την άλλη θεωρούσε τον Ντε Γκωλ εκπρόσωπο της «παλαιάς» Γαλλίας, με τάσεις αποικιοκρατισμού και απολυταρχισμού, ενώ παράλληλα τον θεωρούσε επηρμένο. Από την άλλη ο Ζιρώ θεωρούσε ότι στη δολοφονία του ναυάρχου Νταρλάν είχε συμμετάσχει και ο Ντε Γκωλ (για την ακρίβεια θεωρούσε πως τον δολοφόνο του Νταρλάν τον είχε αποστείλει ο Ντε Γκωλ).

Την Κυριακή 24 Ιανουαρίου, τελευταία ημέρα της διάσκεψης, Τσώρτσιλ και Ντε Γκωλ έχουν ακόμη μια θυελλώδη συζήτηση, στην οποία ο Ντε Γκωλ επιμένει να μην αναλάβει καμία δέσμευση. Στη συνέχεια οι δυο άνδρες πηγαίνουν να συναντήσουν τον Ρούζβελτ, ο οποίος, ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες σύνταξης κοινού ανακοινωθέντος, αποφασίζει να εφαρμόσει με τον Ντε Γκωλ άλλη μέθοδο: Αρχίζει μαζί του μια ήρεμη συζήτηση, κατά την οποία τον ερωτά αν θα δεχτεί να ανταλλάξει χειραψία με τον Ζιρώ. Ο Ντε Γκωλ απαντά «ναι». «Και θα το κάνετε αυτό μπροστά στους φωτογράφους;» «I shall do it for you», απαντά ο Γάλλος. Οι δημοσιογράφοι καλούνται στην αίθουσα και παίρνουν φωτογραφία τους δύο άνδρες να ανταλλάσσουν τη χειραψία, η οποία εμφανίζει την εικόνα της συμφιλίωσης. Ο Ζιρώ μάλιστα αποδέχεται να του στείλει ο Ντε Γκωλ έναν εκπρόσωπό του για να οργανώσει άμεση επαφή μεταξύ Γαλλικής Αφρικής και Λονδίνου (έδρα του Ντε Γκωλ). Από την άποψη αυτή, για τη Γαλλία η διάσκεψη έλαβε μεγάλη σημασία. Το BBC ανέφερε: “The two Frenchmen became the joint chairmen of the French Committee for National Liberation” («Οι δύο Γάλλοι έγιναν οι από κοινού ηγέτες της Γαλλικής Επιτροπής για την Εθνική Απελευθέρωση»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ