Ελλάδα – Ρωσία, μια σχέση χωρίς στρατηγικό βάθος

ΕΛΛΑΔΑ ΡΩΣΙΑ ΣΧΕΣΕΙΣ

Του Κωνσταντίνου Φίλη , διευθυντή IGA, αναπληρωτή καθηγητή του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας & αναλυτή διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1

Οι ελληνορωσικές σχέσεις βρίσκονταν σε περιδίνηση ήδη από την εποχή της συμφωνίας των Πρεσπών. Η Ρωσία έχει αποδεχθεί ότι η Ελλάδα ανήκει στο στρατόπεδο της Δύσης από την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου και έπειτα και έχει ανάλογα προσαρμοστεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι κατά καιρούς δεν επιχείρησε να αποκτήσει ερείσματα εντός της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και τμήματος της πολιτικής ελίτ, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι επιδίωξε στα σοβαρά την ανατροπή του δυτικού μας προσανατολισμού, κάτι που επιστεγάστηκε στη Γιάλτα το 1945.

Παρ’ όλα αυτά και παρά την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ το 1952 και 28 χρόνια αργότερα στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η Μόσχα έβλεπε ως χρήσιμες τις σχέσεις της με την Αθήνα, διότι θεωρούσε τη δεύτερη φιλική δύναμη, που ναι μεν δεν έκρινε καθοριστικά τις αποφάσεις ΝΑΤΟ και Ε.Ε., ωστόσο αθροιζόταν στα κράτη-μέλη που επιθυμούσαν μια λειτουργική σχέση με τη Ρωσία. Και είναι αλήθεια ότι λόγω της υποστήριξης της Ουάσιγκτον προς τη στρατιωτική χούντα και την τουρκική εισβολή και παράνομη κατοχή της Κύπρου που ακολούθησε, η εύλογη απογοήτευση και οργή για τις κινήσεις των Αμερικανών καλλιέργησε τις συνθήκες, όχι για μια θεαματική στροφή προς την τότε Σοβιετική Ενωση, αλλά για ένα προσεκτικό αρχικά (περίοδος Κωνσταντίνου Καραμανλή) και πιο γενναίο αργότερα (εποχή Ανδρέα Παπανδρέου) άνοιγμα προς αυτή.

Η έξοδος της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ διευκόλυνε αυτή την επιλογή, αλλά ακόμη και όταν επιστρέψαμε σε αυτό, σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, και έχοντας πλέον ξεκάθαρο ότι η Τουρκία συνιστούσε ευθεία απειλή για την ελληνική ασφάλεια και κυριαρχία, θεωρώντας ότι η τελευταία αποτελούσε το χαϊδεμένο παιδί των ΗΠΑ, απευθυνθήκαμε στη Μόσχα αλλά και σε μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, όπως η Βουλγαρία, προκειμένου να αναπτύξουμε αντίβαρα και να δείξουμε στους Αμερικανούς ότι δεν έπρεπε να μας θεωρούν δεδομένους.

Η πτώση της Σοβιετικής Ενωσης δημιούργησε ένα νέο σκηνικό, στο οποίο η Ρωσία, η διάδοχος κατάσταση αυτής, βρέθηκε σχεδόν για ολόκληρη τη δεκαετία του 1990 σε ένα συνεχές βέρτιγκο, δηλαδή σε απώλεια προσανατολισμού, προσπαθώντας να διαχειριστεί, όχι μόνο τον ψυχολογικό αντίκτυπο μιας στρατηγικού μεγέθους ήττας, αλλά και ένα ως επί το πλείστον μη φιλικό περίγυρο από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, οι περισσότερες εκ των οποίων αναζητούσαν στη Δύση προστασία απέναντι σε ενδεχόμενες αναθεωρητικές βλέψεις που θα μπορούσε να εμφανίσει η Μόσχα όταν ξαναστεκόταν στα πόδια της.

Η Ελλάδα, ασκώντας την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2003, προώθησε την ευρωρωσική συνεργασία, ενώ η θέση της εναντίον της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ εκτιμήθηκε από τη Ρωσία, στην κατεύθυνση ότι δεν ταυτιζόμασταν άκριτα με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού – κάτι αντίστοιχο σε άλλη διάσταση και εποχή πιστώνει ο Πούτιν στον Ερντογάν. Η αξία της Ελλάδας είχε αρχίσει να αυξάνεται για δύο λόγους: αφενός η ένταξη κρατών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας αλλά και τριών πρώην σοβιετικών δημοκρατιών σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε. ενίσχυε αισθητά την αντιρωσική στάση εντός των δύο οργανισμών, άρα η Μόσχα έψαχνε για χώρες που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τη νέα αρνητική για την ίδια κατάσταση. Αφετέρου, μετά την πρώτη ενεργειακή κρίση ανάμεσα σε Μόσχα και Κίεβο, όταν διακόπηκε για λίγες μέρες η παροχή ρωσικού φυσικού αερίου προς την ευρωπαϊκή αγορά, η πρώτη είδε στο πρόσωπο της Αθήνας έναν έμπιστο εταίρο, με τον οποίο θα μπορούσε να συνεργαστεί για την παράκαμψη της προβληματικής Ουκρανίας και τη διοχέτευση μέσω ενός εναλλακτικού, νοτίου αγωγού, ρωσικού φυσικού αερίου στη Γηραιά Ηπειρο. Τελικά η Ρωσία προτίμησε την κατασκευή δύο αγωγών προς τη Γερμανία.

Σήμερα και αφού στα χρόνια των μνημονίων διαπιστώσαμε τη λογική απροθυμία της Ρωσίας να εμπλακεί στη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, αλλά και οι Ρώσοι συνειδητοποίησαν τις δεσμεύσεις της ελληνικής πλευράς που συρρίκνωναν δραστικά τα περιθώρια για συνεργασία, είχαμε έναν σοβαρό κλονισμό λόγω της διαφωνίας της Μόσχας –και του τρόπου που την εξέφρασε– έναντι της συμφωνίας των Πρεσπών και κυρίως λόγω του ότι άνοιγε την πόρτα του ΝΑΤΟ στη Βόρεια Μακεδονία.

Για τη Μόσχα η Αθήνα αποτελεί ενεργούμενο των Αμερικανών, για την Ελλάδα οι αναλογίες σε συμπεριφορά και πρακτικές ανάμεσα σε Ρωσία και Τουρκία είναι ανησυχητικές.

Ομως, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκάλυψε δύο πράγματα: πρώτον, ότι οι διμερείς μας σχέσεις στερούνται στρατηγικού βάθους και κατανόησης, όπως αυτή που έχει επιτευχθεί ανάμεσα σε Μόσχα και Αγκυρα, παρά τις διαφωνίες τους σε διάφορα μέτωπα, άρα είναι ευάλωτες σε αντιπαραθέσεις. Και δεύτερον, πως οι διαφορές μας είναι πλέον τόσο εμφανείς που δεν μπορούν εύκολα να γεφυρωθούν.

Για τη μεν Ρωσία η Ελλάδα αποτελεί ενεργούμενο των Αμερικανών – και μάλιστα ακόμη και οι απελάσεις διπλωματών ήταν στοχευμένες, με παρέμβαση των ΗΠΑ, για να αποκλείσουν έμπειρα στελέχη που υποτίθεται ότι προωθούσαν την ελληνορωσική συνεργασία. Από την άλλη, για την Ελλάδα, οι αναλογίες σε συμπεριφορά και πρακτικές ανάμεσα σε Ρωσία και Τουρκία είναι ανησυχητικές, ενώ υπάρχει και προβληματισμός για τυχόν απόπειρα παρέμβασης στα εσωτερικά δρώμενα, εξ ου και το «ξεδόντιασμα» της πρεσβείας. Ως έχει η κατάσταση, στο κοντινό μέλλον οι σχέσεις θα παραμείνουν παγωμένες, χωρίς (ουσιαστικές) επαφές.

Και κάτι τελευταίο: η Ρωσία είναι εκνευρισμένη με την Κύπρο, κάτι που ενδέχεται να χρησιμοποιήσει ως πρόφαση για μερική αλλαγή της θέσης αρχής που έχει τηρήσει μέχρι σήμερα στο Κυπριακό. Τονίζω, συμπληρωματικά, πως για τους Ρώσους η γενικότερη στάση της Τουρκίας και η επιλογή να μην τους επιβάλλει κυρώσεις τόσο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας όσο και τώρα, τη διαφοροποιεί αισθητά σε σχέση με το υπόλοιπο ΝΑΤΟ. Και βέβαια η αμφισημία της Αγκυρας είναι πολλαπλά χρήσιμη για το Κρεμλίνο.

 


Περισσότερα άρθρα από τον Κωνσταντίνο Φίλη:

ΑΠΟΨΕΙΣ – ΚΩΝΣΤΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ


 

 

Πηγή: kathimerini.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ