Γιατί είναι απίθανος ο πόλεμος στην Ουκρανία

ΡΩΣΙΑ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ANT1,  Κωνσταντίνος Φίλης , σε συνέντευξή του στην iefimerida.gr επιμένει ότι ο ορθολογισμός υπαγορεύει να μην υπάρξει σύγκρουση καθώς το ισοζύγιο ανάμεσα στα οφέλη και τις ζημίες σε μια τέτοια περίπτωση, γέρνει υπέρ τη μη σύρραξης. Τα κύρια σημεία των θέσεών του είναι τα ακόλουθα:

Σε κάθε σημαντική απόφαση, τόσο στη ζωή όσο και στην πολιτική, συνυπολογίζεται η σχέση κόστους-οφέλους. Στην περίπτωση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ειδικότερα αν μιλάμε για επέμβαση μεγάλης κλίμακας, το συνεπαγόμενο κόστος σε σχέση με το όποιο όφελος είναι συντριπτικά μεγαλύτερο.

Ενώ και μία μικρότερης κλίμακας επέμβαση δεν θα είχε σημαντικό όφελος για την ρωσική πλευρά. Η τελευταία αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να πιέσει το Κίεβο να σεβαστεί τις συμφωνίες του Μινσκ, κάτι το οποίο στην πράξη δε συμβαίνει. Ο στόχος του Κρεμλίνου για την ώρα είναι η αναγνώριση του status αυτονομίας των ανατολικών επαρχιών της Ουκρανίας, στοιχείο που αργότερα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ανάλογα.

Επομένως, με βάση τον ορθολογισμό, επιμένω ότι οι πιθανότητες ρωσικής επέμβασης που θα επέφερε γενικότερη σύρραξη είναι στατιστικές και μόνο. Από την άλλη, αν, κατά την ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου, ανοίξει η πόρτα του φρενοκομείου, τότε θα πρέπει να απευθυνθείτε σε άλλες ειδικότητες και όχι στη δική μου για να σας εξηγήσουν τις αποφάσεις των ηγετών.

Ίσως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ανάσχεσης ενδεχόμενης ρωσικής εισβολής να είναι αυτός της δημιουργίας βεβαιότητας ότι η Μόσχα πρόκειται να το αποτολμήσει από μέρα σε μέρα, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ρεύμα εντός Ουκρανίας αλλά και Δύσης εναντίον αυτού του σεναρίου. Όσο πιθανότερο παρουσιάζεται, τόσο μεγαλύτερες αντιδράσεις και συσπείρωση προκαλεί (δείτε πχ τις διαδηλώσεις στην Ουκρανία ή τις δηλώσεις ενότητας και ανάτασης του ηθικού που γίνονται από τον Ουκρανό πρόεδρο και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων, απαντώντας στις πληροφορίες που κάνουν λόγο για άμεση ρωσική επέμβαση και ενώ η Μόσχα τις διαψεύδει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο).

Έχοντας βέβαια χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία τόσο λόγω Κριμαίας όσο και όσων ακολούθησαν στις ανατολικές επαρχίες, δεν γίνεται πιστευτή. Και σε αυτό ποντάρουν οι Αμερικανοί, εκμεταλλευόμενοι και την υπερσυγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία και τις στρατιωτικές ασκήσεις με τη Λευκορωσία. Προσπαθούν έτσι να αντιστρέψουν την τακτική εκφοβισμού που ακολουθεί η Μόσχα για να επιβάλλει τις θέσεις της, εκθέτοντάς την προκαταβολικά και χρεώνοντας της την πρόθεση επέμβασης εναντίον ενός ανεξάρτητου κράτους, για να ορίσει το Κρεμλίνο τις επιθυμίες του.

Μπορεί ο Πούτιν να είναι ο ρυθμιστής της κατάστασης, αλλά στο πεδίο της δημόσιας διπλωματίας και της προπαγάνδας, οι ΗΠΑ τον πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα, αναγκάζοντας τον να βρίσκεται σε θέση άμυνας και να δίνει διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται να εισβάλλει η χώρα του στην Ουκρανία, ενώ στην πραγματικότητα η Μόσχα ήθελε με την απειλή της επέμβασης να κερδίσει ανταλλάγματα από το Κιέβο.

Από την άλλη, όμως, αυτό το παιχνίδι των Αμερικανών αρχίζει να γίνεται επικίνδυνο για δύο λόγους:

  • πρώτον, γιατί ενισχύονται οι αντιρωσικές φωνές σε Ουκρανία και Δύση, κάτι που πρόσκαιρα ικανοποιεί την Ουάσιγκτον αλλά δυσχεραίνει τη διαπραγμάτευση με τη Μόσχα, γιατί ανεβάζει τον πήχη και δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια ελιγμών έναντι της (που πάντα πρέπει να υπάρχουν όταν διαπραγματεύεσαι) και
  • δεύτερον, παρουσιάζοντας τη Ρωσία ως πρόθυμη μεν, ανίκανη δε να επέμβει (αφού οι ημερομηνίες της δήθεν επικείμενης εισβολής θα διαψεύδονται στην πράξη) προκαλείται -αν δεν εξωθείται- να κάνει κάποια εντυπωσιακή ενέργεια για να “δείξει τα δόντια της.

Τι θα γίνει αν η Ρωσία το αποτολμήσει

Στην απευκταία αυτή περίπτωση, οι συνέπειες για τα εμπλεκόμενα μέρη θα είναι από διαχειρίσιμες έως και οδυνηρές. Η ρωσική οικονομία φαίνεται ότι είναι σε θέση να μετριάσει τον αντίκτυπο κυρώσεων, έχοντας αυξήσει σημαντικά τα συναλλαγματικά της αποθέματα. Όμως μεσομακροπρόθεσμα, στοχευμένες κυρώσεις μπορούν να προκαλέσουν μεγάλο πλήγμα στη Ρωσία, αν και η τελευταία εκτιμά ότι η αλληλεξάρτηση της με χώρες της Ευρωπαΐκής Ένωσης, ειδικότερα δε τη Γερμανία, δεν θα επιτρέψει την επιβολή σκληρών μέτρων.

Εντούτοις, παρότι αναθεωρητική δύναμη, η εικόνα της Μόσχας ότι λειτουργεί αποσταθεροποιητικά, περιφρονώντας κανόνες και διεθνές δίκαιο, επίσης θα συνυπολογιστεί. Γιατί μπορεί προσωρινά να προκαλέσει φόβο και ανησυχία σε χώρες που συναλλάσσονται μαζί της, αλλά σταδιακά αυτό θα μπορούσε να δώσει την θέση του στην επιθυμία και επιδίωξη απεξάρτησης από αυτή και υιοθέτησης ενός εναλλακτικού μοντέλου, προκειμένου να μην γίνονται βορά στις ορέξεις της Ρωσίας. Και εδώ ο κίνδυνος για την τελευταία είναι να διαχυθεί και να εμπεδωθεί ένα έντονο αντιρωσικό αίσθημα σε κράτη της Ευρώπης αλλά και του μετασοβιετικού χώρου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να εμπλακούν στρατιωτικά, γι’ αυτό άλλωστε προσπαθούν με άλλους τρόπους να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη. Και οπωσδήποτε για το ήδη τρωθέν προφίλ του Μπάιντεν μετά και το Αφγανιστάν και ενώ εμφανίζει πολύ χαμηλά ποσοστά δημοφιλίας, κάτω του 40%, μόλις ένα έτος μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, με τις ενδιάμεσες εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου να πλησιάζουν, θα ήταν πολύ κακή εξέλιξη αν αποδεικνυόταν ανίκανος να φρενάρει τον Πούτιν.

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η κατάσταση είναι πιο συνθέτη, τόσο λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας και των περιορισμένων αποθεμάτων στις αποθήκες φυσικού αερίου, με μόνο θετικό σημάδι τον ήπιο μέχρι τώρα χειμώνα και τις πλεονάζουσες ποσότητες LNG εφόσον χρειασθούν, όσο και των μεθόδων της Gazprom ώστε να μην μπορεί να κατηγορηθεί για χειραγώγηση των τιμών και συρρίκνωση των ποσοτήτων αλλά στην πράξη να κρατάει όμηρο την ΕΕ, αν τη απουσία εναλλακτικών. Και μόνο το γεγονός ότι εξαρχής συνδέθηκε η υλοποίηση του Nord Stream 2 με την κρίση στην Ουκρανία, μας δείχνει ότι η Μόσχα χρησιμοποεί όλα της τα όπλα.

Εν τέλει, το πρόβλημα των κυρώσεων συνίσταται και στη σχέση μέσου με σκοπό. Η Ρωσία δεν θα αλλάξει την πολιτική της, ειδικά έναντι της Ουκρανίας, αν δεχθεί κυρώσεις και η Ευρωπαΐκή Ένωση δεν θα καταφέρει τον σκοπό της, χρησιμοποιώντας τις κυρώσεις ως μέσο επιβολής του.

Υπάρχει, εντούτοις, και μία επιπλέον παράμετρος που σχετίζεται με τις τροφές και τον πληθωρισμό. Η Ουκρανία είναι σημαντικός εξαγωγέας σιτηρών και καλαμποκιού της ευρωπαϊκής αγοράς, στο δε ηλιέλαιο το 88% αυτού που εισάγουμε προέρχεται από την Ουκρανία. Παρόλο που μία κρίση θα αντιμετωπιζόταν από την Ευρώπη, θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών, ειδικά στο χονδρεμπόριο και τις εταιρίες παραγωγής τροφών, κάτι που θα συνέβαλε αρνητικά στον ήδη υψηλό πληθωρισμό που εμφανίζεται σε παγκόσμια κλίμακα

Με τις τιμές των τροφών να σημειώνουν ιστορικό υψηλό δεκαετίας το 2021, γίνεται αντιληπτό το πρόβλημα σε περίπτωση διατάραξης των εισαγωγών, όχι μόνο από την Ουκρανία αλλά και τη Ρωσία. Και μάλιστα διατάραξης και άλλων αγορών πέραν της ευρωπαϊκής, περισσότερο εξαρτημένων από τις δύο αυτές χώρες, όπως είναι αυτή της Μέσης Ανατολής. Ακόμη και στις ζωοτροφές θα είχαμε σημαντική αύξηση των τιμών.

Οι πρωτοβουλίες ΕΕ- – Μακρόν

Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι οι πρωτοβουλίες από ευρωπαϊκής πλευράς δεν έχουν αποδώσει καρπούς. Ωστόσο, είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι επιτέλους κάποιοι εκ των Ευρωπαίων αντιλήφθηκαν το προφανές, δηλαδή ότι δεν μπορεί να μαίνεται η συζήτηση ανάμεσα σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία για τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας, χωρίς τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επίσης, επειδή η διαπραγμάτευση ανάμεσα σε Ρωσία και Δύση τώρα ανοίγει, πρώτον, δεν είναι κακό η ΕΕ να έχει ένα δικό της, ξεχωριστό όπου απαιτείται, αποτύπωμα σε αυτή, και δεύτερον, μόνο έτσι -δηλαδή με ένα παρεμβατικό ρόλο στις εξελίξεις- μπορεί να τη λάβουν σοβαρά υπόψη Ρωσία και ΗΠΑ και να εξελιχθεί σε ένα υπολογίσιμο δρώντα στο διεθνές σύστημα. Μάλιστα, Γαλλία και Γερμανία, θέλουν, όχι μόνο να προλάβουν τις εξελίξεις πρώτου προκληθούν αποσταθεροποιητικές τάσεις στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και να θέσουν τη δική τους ατζέντα ενόψει της δύσκολης και μακράς συνέχειας των διαβουλεύσεων. Αλλά είναι προτιμότερο να υπάρχουν διαβουλεύσεις σε ένα περιβάλλον έστω και ψυχρής, αν όχι οριακής, ειρήνης, παρά σε συνθήκες πολέμου.

Στο σκέλος της τακτικής, ακούστηκαν πράγματι πολλά για το κατά πόσο θα έπρεπε οι δύο ευρωπαίοι ηγέτες να κινηθούν από κοινού σε Μπάιντεν και Πούτιν, εντούτοις, κατ’εμέ είναι προτιμότερο που το κάνουν σε διαφορετικές φάσεις ώστε να έχουν τη δυνατότητα, αφενός, της συν-αξιολόγησης της κατάστασης σε καθημερινή βάση και αφετέρου της διόρθωσης των κακώς κειμένων προηγούμενων συναντήσεων η όσων ακολούθησαν.

Για να γίνω σαφής: Αν οι δύο ευρωπαίοι ηγέτες είχαν συναντήσει τον Πούτιν από κοινού την περασμένη εβδομάδα, τώρα ο Σόλτς, που επισκέπτεται αύριο και μεθαύριο Κίεβο και Μόσχα αντίστοιχα, δεν θα μπορούσε να το επαναλάβει και θα είχε έτσι χαθεί πολύτιμος χρόνος, επενδύοντας τα πάντα σε μία και μόνο συνάντηση. Είναι πάντως καλό νέο μέσα στην ζοφερή πραγματικότητα ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας παραμένουν ανοιχτοί και πως η ΕΕ κατάφερε να μπει σφήνα, εμφανιζόμενη ως δύναμη ειρήνης και σταθερότητας, αρκεί αυτό να έχει συνέχεια

 


Περισσότερα άρθρα από τον Κωνσταντίνο Φίλη:

ΑΠΟΨΕΙΣ – ΚΩΝΣΤΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ


 

 

 

 

Πηγή: iefimerida.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ