O Β’ Βαλκανικός Πόλεμος δεν μας βρήκε απροετοίμαστους

Β' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΥΖΩΝΕΣ

Γράφει ο Φώτης Σαραντόπουλος

 

Την νύχτα της 16ης προς 17η Ιουνίου 1913 ξέσπασε ο 2ος Βαλκανικός Πόλεμος. Ένας πόλεμος που δεν μας βρήκε απροετοίμαστους, το αντίθετο θα έλεγα.

Δεν νικήσαμε τυχαία τον πιο ισχυρό στρατό της περιόδου εκείνης, ούτε φτάσαμε τυχαία ως το Μπλαγκόεβγκραντ (Τζουμαγιά) σε λιγότερο από ένα μήνα.

Ας πούμε λίγα λόγια για την οργάνωση του Ελληνικού Στρατού και την δομή των μονάδων.

Οργάνωση του Στρατού, δομή μονάδων

Με βάση τις προτάσεις της Γαλλικής αποστολής, που είχε προσκληθεί για την αναδιοργάνωση του Στρατού, καταρτίστηκε ο νέος «Οργανισμός Στρατού» του 1912.
Με βάση αυτόν, οι Μεραρχίες Πεζικού αυξήθηκαν σε 4 και απέκτησαν «τριαδική μορφή» (3 Συντάγματα Πεζικού των 3 Ταγμάτων ανά Μεραρχία, με κάθε Τάγμα να έχει 3 Λόχους τυφεκιοφόρων και Ουλαμό [1] πολυβόλων. Έγιναν επίσης 8 Ανεξάρτητα Τάγματα Ευζώνων με 4 Λόχους τυφεκιοφόρων και 2 Ουλαμούς πολυβόλων το καθένα [2].
Θεωρητικά, κάθε Λόχος είχε 4 Διμοιρίες των 40 ανδρών (τυφεκιοφόρων), ήτοι 160 άνδρες, και αντίστοιχα κάθε Τάγμα 480 άνδρες (τα Ευζωνικά 640 διότι είχαν 4 Λόχους) και κάθε Σύνταγμα Πεζικού 1.460 άνδρες.
Αυτή η σύνθεση υπέστη αρκετές τροποποιήσεις στην διάρκεια του πολέμου, με κυριώτερη την ενίσχυση των Ταγμάτων Πεζικού πριν τον Β’ Βαλκανικό με έναν 4ο Λόχο, με βάση τη θετική εμπειρία των Ευζωνικών Ταγμάτων (που είχαν ήδη 4 Λόχους). Έτσι, το Σύνταγμα είχε πλέον (θεωρητικά) 2.560 τυφεκιοφόρους.

Το Πυροβολικό συγκροτήθηκε αντίστοιχα σε Συντάγματα Πυροβολικού (ένα ανά Μεραρχία), τα οποία χωρίζονταν σε Μοίρες Πεδινού ή Ορειβατικού Πυροβολικού, ενώ υπήρχαν και οι ανεξάρτητες Μοίρες Βαρέως Πυροβολικού.

Το Ιππικό, με κύριο ρόλο την ανίχνευση και την δίωξη, διέθετε μία Ταξιαρχία των 2 Συνταγμάτων (το καθένα με 5 Ίλες Ιππέων και Ουλαμό πολυβόλων).

Επίσης, κάθε Μεραρχία Πεζικού διέθετε και μία Ημιλαρχία Ιππέων, χρησιμοποιούμενη κυρίως για ανίχνευση, Λόχο Μηχανικού, Διμοιρία Τηλεγραφητών, Μοίρα Πυρομαχικών, Υγειονομική Μοίρα και Εφοδιοπομπή.

Η διάσημη χακί στολή του Ελληνικού Στρατού καθιερώθηκε το 1908.

Ο Οργανισμός στρατού 1912 προέβλεπε την ύπαρξη 4 Μεραρχιών «Ενεργού Στρατού» (1η, 2η, 3η και 4η) και την συγκρότηση 3 «Εφεδρικών» Μεραρχιών (από επιστρατευόμενους εφέδρους και εθελοντές).
Αυτές οι 7 Μεραρχίες αποτέλεσαν τον «Στρατό Θεσσαλίας».
Τον Δεκέμβριο του 1912 τα τμήματα του «Στρατού Ηπείρου» συγκρότησαν την 8η Μεραρχία Πεζικού.
Την άνοιξη του 1913 συγκροτήθηκαν άλλες 2 Μεραρχίες (9η και 10η).

Οι Βουλγαρικές Μεραρχίες είχαν κατά κανόνα διπλάσια δύναμη σε άνδρες και υπερδιπλάσια πυροβόλα σε σχέση με τις Ελληνικές. Σε επόμενη ανάρτηση, με τίτλο «Διάρθρωση του Βουλγαρικού Στρατού» και «Αριθμητική δύναμη Βουλγαρικού Στρατού», θα δώσουμε ακριβείς πληροφορίες για τη διοίκηση, τη δομή και τη δύναμη κάθε μονάδας του Βουλγαρικού Στρατού, η συνολική δύναμη του οποίου ανερχόταν στις 16 Ιουνίου 1913 σε 7.963 Αξιωματικούς, 492.528 Υπαξιωματικούς και Οπλίτες, 1.228 πυροβόλα και 97.456 ίππους.

Ο Ελληνικός Στρατός υπερτερούσε σε ομοιογένεια όπλων και πυρομαχικών, καθώς όλοι οι Στρατιώτες έφεραν το Αυστριακό τυφέκιο (ή την αντίστοιχη αραβίδα [3]) Mannlicher Schönauer M1903 σε διαμέτρημα 6.5X54 mm, που έβαλαν τα ίδια φυσίγγια με τα πολυβόλα (Αυστριακά υδρόψυκτα Schwarzlose Μ.07).
Το Ελληνικό Πυροβολικό χρησιμοποιούσε πεδινά πυροβόλα Schneider σε διαμέτρημα 75 mm και ορειβατικά Schneider-Daglis, επίσης των 75 mm.
Ο ΕΣ δεν χρησιμοποίησε βαριά πυροβόλα κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο.

Οι Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν μία ευρεία ποικιλία Αυστριακών τυφεκίων Mannlicher (M1888, M1895, αραβίδες Μ1891) διαμετρήματος 8X50 mm και Γερμανικά πολυβόλα Maxim MG08 [4], καθώς και παλαιά μυδραλιοβόλα. Στο Πυροβολικό η ανομοιογένεια ήταν ακόμη μεγαλύτερη, καθώς διέθεταν πεδινά πυροβόλα M1904 Schneider-Canet των 75 mm, Krupp των 75 mm και των 87 mm και ορειβατικά Krupp M85 των 75 mm, Krupp 1904 των 75 mm και M1907 Schneider-Canet των 75 mm. Επίσης διέθεταν και βαριά πυροβόλα των 105, 120 και 150 mm.

Η ομοιογένεια στα όπλα και διαμετρήματα του Ελληνικού Στρατού μείωσε τα προβλήματα εφοδιασμού που θα συναντούσε ως επιτιθέμενος.
Αντίθετα, οι Βούλγαροι, ως αμυνόμενοι κατά το πλείστον, δεν είχαν ιδιαίτερα προβλήματα λόγω της ανομοιογένειας του δικού τους υλικού.

Συγκρίνοντας τα τυφέκια, τα Ελληνικά Mannlicher των 6.5X54 mm υπερτερούσαν σε ταχύτητα βολίδας, μικρότερη ανάκρουση, ευθυβολία, ακόμη και με πλάγιο άνεμο, συγκέντρωση βολών και διατρητικότητα [5], ενώ τα Βουλγαρικά Mannlicher 8X50 mm υπερτερούσαν σε βάρος βολίδας (16 έναντι 9-10 γραμμαρίων), προκαλώντας μεγαλύτερα τραύματα, ιδίως από κοντά. Τέλος, τα Ελληνικά φυσίγγια είχαν άκαπνη πυρίτιδα ενώ τα Βουλγαρικά «σχεδόν άκαπνη».

Σύμφωνα με τους πίνακες που συνοδεύουν ως εικόνες την παρούσα ανάρτηση, την 1η ημέρα του πολέμου, η Στρατιά Μακεδονίας παρέτασσε 7 Μεραρχίες Πεζικού, 1 Μεραρχία Ευζώνων, 1 Ταξιαρχία Ιππικού, τις δυνάμεις κατοχής Μακεδονίας και του «Φρουρίου Θεσσαλονίκης», καθώς και πλήθος βοηθητικών Υπηρεσιών, συνολικά μία εντυπωσιακή δύναμη από 2.946 Αξιωματικούς, 131.733 Υπαξιωματικούς και Στρατιώτες, 36 ορεινά, 132 πεδινά και 54 βαριά πυροβόλα, 122 πολυβόλα και 26.814 κτήνη (σύμφωνα με τα αρχεία της Δ.Ι.Σ.).

Αν προστεθούν οι 256 Αξιωματικοί και 12.892 οπλίτες της 8ης ΜΠ, οι 323 Αξιωματικοί και 16.378 οπλίτες της 9ης ΜΠ που έμειναν στην Ήπειρο, τα σώματα Προσκόπων (που για λόγους πολιτικής και διπλωματικής σκοπιμότητας είχαν στο μεταξύ αποστρατευθεί, αλλά ανασυγκροτήθηκαν στις 24 Μαΐου) και οι 30.000 άνδρες του «Στρατού Εσωτερικού», σχεδόν 195.000 Έλληνες [6] με υψηλό ηθικό και εξαίρετο φρόνημα ήταν «υπό τα όπλα» πριν ξεκινήσει ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος.

 

Σχόλια – Παραπομπές

[1] Ο Ουλαμός Πυροβολικού, Πολυβόλων ή Ιππικού είναι το αντίστοιχο ιεραρχικά της Διμοιρίας Πεζικού.

[2] Με το ξεκίνημα του Πολέμου, 4 από αυτά συγκρότησαν 2 Ανεξάρτητα Αποσπάσματα και τα υπόλοιπα 4 υπήχθησαν στον «Στρατό Ηπείρου».

[3] Ο όρος αραβίδα υποδηλώνει το ίδιο τυφέκιο με πιο κοντή κάννη. Οι αραβίδες, σαν πιο εύχρηστες, χρησιμοποιούνταν συνήθως από το Ιππικό, τους Στρατιώτες του Πυροβολικού και τους άνδρες των βοηθητικών Υπηρεσιών.

[4] (ιδίου διαμετρήματος, αλλά με διαφορετικά πυρομαχικά)

[5] (Με αποτέλεσμα το Ελληνικό Μάνλιχερ να θεωρείται περιζήτητο ως κυνηγετικό όπλο για βολές ακριβείας από απόσταση κατά μεγάλων θηραμάτων. Ο διάσημος κυνηγός ελεφάντων Walter Dalrymple Maitland “Karamojo” Bell, που στην περίοδο 1895 – 1930 σκότωσε πάνω από 1.500 ελέφαντες, χρησιμοποίησε το όπλο αυτό σε περισσότερες από 300 περιπτώσεις.)

[6] Για να φανεί η με εντατικούς ρυθμούς αύξηση της δύναμης, στις 29 Μαΐου 1913 η δύναμη του Στρατού στην Μακεδονία ανερχόταν σε 109.000 άνδρες και 24.000 κτήνη. Και κάθε μέρα νέες μονάδες στέλνονταν στη Μακεδονία και πλήθος νεοσυλλέκτων και εθελοντών συμπλήρωνε την εκπαίδευσή του.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ