Ένα νέο Μοντέλο Λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων

Από τον Συνταγματάρχη (ε.α.) Κωνσταντίνο Τσιάκαλο, Πρόεδρο και Γενικό Διευθυντή της MSETT Hellas  

Οι καινοτόμες ιδέες χρειάζονται πολύ χρόνο τόσο για να αξιολογηθούν όσο και για να εφαρμοστούν. Πόσο μάλλον σε Στρατούς όπως ο Ελληνικός που συντηρεί ένα συντηρητικό και απολύτως περιορισμένο τρόπο λειτουργίας, ο οποίος όμως δεν έχει αρνητικά αποτελέσματα. Το μεγάλο στοίχημα λοιπόν για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι η εισαγωγή καινοτόμων μεθόδων και συστημάτων σε ένα αρνητικό στις αλλαγές περιβάλλον και ειδικά στις αλλαγές οι οποίες καταργούν ένα βασικό πλεονέκτημα του τρόπου λειτουργίας του στρατεύματος: Την ασφάλεια των στελεχών στο στενό εργασιακό τους περιβάλλον.

Οι τομές απαιτούν ξεβόλεμα και πολλές φορές η απαίτηση για αναβάθμιση του προσωπικού προκειμένου να υποστηρίξει τις τομές προκαλούν αντιδράσεις που έχουν σημαντικό κόστος σε χρόνο και χρήμα. Η αλήθεια είναι πως σπάνια έχουν γίνει τομές σε βάθος και ακόμα σπανιότερα αυτές οι τομές υποστηρίχθηκαν από ανώτατους Αξιωματικούς. Πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι που θεώρησαν την όποια μείζονα αλλαγή ως εφαλτήριο για την εξέλιξή τους. Η πάγια θέση πως “ότι δουλεύει δεν αλλάζει”, έχει θρέψει γενιές Αξιωματικών και έχει προωθήσει σε ανώτατα αξιώματα τους ανθρώπους εκείνους που επένδυσαν στην απλή διαχείριση παρά στη βελτιστοποίηση διαδικασιών, προσωπικού και μέσων.

Στην εξαιρετικά περίπλοκη περίοδο που διανύει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, κατά την οποία η σκληρή επιτροπεία από εξωτερικούς φορείς και θεσμούς διαμορφώνει αποφάσεις και επιβάλλει συνθήκες, οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν αφεθεί στη δίνη της καταστροφικής μείωσης των δαπανών. Στελέχη σε καίριες θέσεις είδαν την καριέρα τους να εκτινάσσεται διότι γενόμενοι “βασιλικότεροι του βασιλέως” συνέδραμαν αποτελεσματικά ακόμα και σε αχρείαστες μειώσεις δαπανών προκειμένου να λάβουν τα εύσημα από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.

Το αποτέλεσμα αυτών των μειώσεων ήταν να επηρεαστεί σημαντικά το επίπεδο της επιχειρησιακής ετοιμότητας των Μονάδων πρώτης γραμμής όλων των Κλάδων. Η υπερπροσπάθεια του κατώτερου προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων να ανταπεξέλθει στην αποστολή του, δεν επέτρεψε να εκτεθεί η χώρα και κυρίως απέφυγε να προβάλλει την συστηματική υποβάθμιση και των ιδίων ως επαγγελματιών αλλά και του έργου το οποίο ανέλαβαν πλέον να επιτελέσουν με σαφώς ελάχιστους πόρους και υπό μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας.

Αν και όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας οκταετίας υμνούσαν την καινοτομία, καμία δεν προχώρησε με ουσιαστικά βήματα και σώφρονα σχεδιασμό για την εισαγωγή μεθόδων και στοιχείων που θα διευκόλυναν το δημόσιο τομέα, τον πολίτη αλλά και τον εργαζόμενο για τον κρατικό μηχανισμό.

Στις Ένοπλες Δυνάμεις η απαίτηση για καινοτόμες παραγωγικές τομές είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Το κόστος λειτουργίας υπό τις παρούσες συνθήκες και με βάση τις λειτουργικές διαδικασίες που ακολουθούνται, είναι πιθανό να θίξει πλέον άμεσα το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία τα πλεονεκτήματα από μια ισχυρή αμυντική δομή θα ήταν καίριας σημασίας για τη διεθνή θέση και για το ρόλο της Ελλάδας.

Οι λύσεις που προτείνονται δυστυχώς ακόμα προσκρούουν στο περίφημο πολιτικό κόστος, το οποίο δεν είναι ελληνική εφεύρεση αλλά η δική μας “έκδοση” είναι υπερβολική. Οι δομικές αλλαγές οφείλουν να έχουν το άρωμα της σύγχρονης τεχνολογίας, της μείωσης του κόστους λειτουργίας αλλά και της ποιοτικής αναβάθμισης υπηρεσιών, του προσεκτικού και ρεαλιστικού σχεδιασμού και της συστηματικής επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας.

Για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος απαιτείται λεπτομερής ανάλυση των σύγχρονων επιχειρησιακών απαιτήσεων χωρίς τη συνδρομή του θυμικού, αλλά με πλήρη εκλογίκευση και ρεαλισμό. Η συνολική κοινωνική απαίτηση για περιορισμό των στρατιωτικών χώρων έχει λογική βάση και η ύπαρξη και συντήρηση ενός απίστευτα μεγάλου αριθμού στρατοπέδων είναι πλέον πληγή τόσο για το κράτος όσο και για τις τοπικές κοινωνίες καθότι όχι μόνο δεν προάγουν την ανάπτυξη αλλά ταυτόχρονα την υποσκελίζουν. Οι στρατιωτικοί χώροι οφείλουν άμεσα να περιοριστούν σημαντικά και είτε να αξιοποιηθούν από τις ίδιες τις Ένοπλες Δυνάμεις είτε από τις τοπικές κοινωνίες προς όφελος των πολιτών και της ανάπτυξής τους.

Ένας άλλος τομέας που αποτελεί ανοιχτή πληγή για τις Ένοπλες Δυνάμεις είναι η εκπαίδευση. Εκεί οι συνθήκες, οι δομές και τα δεδομένα είναι πραγματικά περίεργα. Υπάρχουν εκπαιδευτικές διαδικασίες που ανάγουν την ύπαρξη τους στη δεκαετία του 1950 και στο πόλεμο της Κορέας, υφίστανται κανονισμοί επιχειρήσεων και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, πιστές μεταφράσεις αμερικανικών εγχειριδίων, υλοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα για σύγχρονες δομές με πίνακα και σημειώσεις και το χειρότερο όλων είναι πως χρησιμοποιούνται σύγχρονα εργαλεία χωρίς μεθοδολογία και εκπαιδευτικούς στόχους. Το τελευταίο είναι το χείριστο λάθος που γίνεται καθότι το ελληνικό κράτος έχει πληρώσει και πληρώνει αδρά τη χρήση τους.

Από την άλλη πλευρά υπάρχει μια μαγιά πολύ καλά εκπαιδευμένων αξιωματικών και υπαξιωματικών, με πολύπλευρες και υψηλού επιπέδου γνώσεις, οι οποίοι φαίνονται σα να είναι σταγόνες στον ωκεανό. Είτε η γνώμη τους δεν ακούγεται είτε οι προϊστάμενοί τους επιθυμούν να λαμβάνουν τα εύσημα από τη δουλειά τους αλλά αδιαφορούν τόσο για τις συνθήκες όσο και για τις απόψεις και προτάσεις τους.

Αρκετοί εξ’ αυτών, και στους τρείς Κλάδους, έχουν αναπτύξει σημαντική δραστηριότητα και έχουν κατορθώσει πολλά. Με την ελάχιστη συνδρομή, και το Πολεμικό Ναυτικό και ο Στρατός Ξηράς έχουν αναπτύξει σύγχρονες εκπαιδευτικές δομές που βασίζονται στην προσομοίωση αλλά αδυνατούν, κυρίως λόγω γραφειοκρατικών θεμάτων, να εισάγουν νέες μεθοδολογίες στις ήδη υπάρχουσες δομές καθότι πρέπει να πείσουν για τα αυτονόητα.

Στο ΓΕΕΘΑ το πάλαι ποτέ Κέντρο Εκπαίδευσης Προσομοίωσης Εθνικής Άμυνας υποβαθμίστηκε σε τμήμα, τη στιγμή που αντίστοιχες δομές σε χώρες όπως η Λιθουανία και η Εσθονία, με μικρότερους προϋπολογισμούς και δυνατότητες, αναβαθμίζουν τις αντίστοιχες δομές του σε ΝΑΤΟϊκά κέντρα.

Ενώ πλέον σε ολόκληρη τη συμμαχία οι “ασκήσεις επί χάρτου”, Command Post Exercises (CPX) αντικαθίστανται συστηματικά από ασκήσεις που υποστηρίζονται από μοντέλα προσομοίωσης, συστήματα διοίκησης και ελέγχου και λογισμικό επιχειρησιακής σχεδίασης, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συνεχίζουν να τις χρησιμοποιούν όπως και πριν από 15 χρόνια.

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ανωτέρων και ανωτάτων στελεχών να υποστηρίξουν βαθιές τομές με μικρό κόστος, υπάρχει έντονη αντίδραση τόσο από κύκλους ξένους προς τις Ένοπλες Δυνάμεις όσο και ανθρώπους των Ενόπλων Δυνάμεων που εξυπηρετούν ιδιοτελείς σκοπούς και μικροπρεπείς στόχους. Η συντονισμένη κίνηση για την ανάπτυξη προϊόντων από τους φορείς των Ενόπλων Δυνάμεων σε συνεργασία με εξωτερικούς φορείς – εταιρείες για συμπαραγωγή λογισμικού και εφαρμογών τόσο για τη χρησιμοποίηση τους από τις Ένοπλες Δυνάμεις όσο και για την παραγωγή εσόδων γι’ αυτές είναι μια επιλογή που θα αποφέρει σημαντικά οφέλη.

Όμως ποιός είναι εκείνος που θα πάρει έναν τέτοιο ρίσκο σήμερα; Μόνο όσοι εκ των πραγμάτων επιθυμούν να δουν τις Ένοπλες Δυνάμεις να προοδεύουν και να εξελίσσονται. Κι αυτοί είναι τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων που έχουν για διαφόρους λόγους αποστρατευτεί.

Σε όλα και τα μήκη και πλάτη του κόσμου, η αποστρατεία ενός στελέχους δε συνεπάγεται και την απομάκρυνσή τους από το στράτευμα. Στον τόπο μας, εκτός από το γεγονός πως οι απόστρατοι έχουν τιμωρηθεί από το κράτος για να μην εργάζονται, δε μπορούν να προσεγγίσουν τους χώρους που εργάζονταν και δεν έχουν κανένα θεσμικό ρόλο για να υποβοηθούν τους εν ενεργεία συναδέλφους τους. Κι ενώ το κράτος και οι κυβερνήσεις θέλουν τους αποστράτους στους καφενέδες για τάβλι, οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν διαθέτουν προσωπικό για ανάπτυξη και για δημιουργία εσόδων, που τόσο είναι αναγκαία σήμερα.

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ