Ευγένιος της Σαβοΐας: Η επανόρθωση για τον τορπιλισμό της Έλλης

Η ιστορία του πολεμικού πλοίου “Ευγένιος της Σαβοΐας” που δόθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, ως επανόρθωση εκ μέρους των Ιταλών, για τον τορπιλισμό της Έλλης

 

Συγγραφείς*:

Υποπλοίαρχος Π. Γέροντας ΠΝ,
Επιτελής Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού – Κλασικός Φιλόλογος, Ιστορικός.

Αθανάσιος Π. Δαβάκης,
Βουλευτής Λακωνίας, π. Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας

Το παρόν άρθρο ασχολείται με την απόκτηση από το Πολεμικό Ναυτικό, ως πολεμική επανόρθωση εκ μέρους των Ιταλών, του πολεμικού πλοίου Ευγένιου της Σαβοΐας. Θα ήταν το Έλλη ΙΙ και θα αντικαθιστούσε την απώλεια του προπολεμικού ευδρόμου Έλλη, το οποίο τορπιλίστηκε από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου.

Αυτή η πρόσκτηση δεν ήταν εύκολη. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο πολλά. Πρώτο η Ιταλία. Μια χώρα καταστραμμένη από τον πόλεμο και ηθικά καταρρακωμένη. Δεύτερο εμείς οι Έλληνες που συνηθίζουμε πολλές αποφάσεις να τις παίρνουμε στο πόδι χωρίς προετοιμασία και τρίτο η κοινή γνώμη, η οποία πολλές φορές δυναμιτίζεται από δημοσιεύματα εφημερίδων.

Για το θέμα η έρευνα κινήθηκε πολύπλευρα. Κατ’ αρχάς αναζητήθηκαν αρχεία από την Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού και στην συνέχεια από το Υπουργείο Εξωτερικών. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι, σημαντικό ρόλο στην έρευνα έχουν οι αναμνήσεις του Επίτιμου Προξένου της Ιταλίας στην Κέρκυρα Σταύρου Κοσμάτου. Ο Σταύρος Κοσμάτος μας φιλοξένησε στην οικία του και μας διηγήθηκε με αγάπη και θέρμη τα συμβάντα, τα οποία είχε ζήσει από πρώτο χέρι. Λόγω της εγγύτητας του προσώπου προς τα συμβάντα, οι συγγραφείς θεωρούν την μαρτυρία του άκρως αξιόπιστη.




Τελικά, πέρα από την εξιστόρηση αυτής της δύσκολης παραλαβής από το Πολεμικό Ναυτικό, παράπλευρος σκοπός είναι να ζωντανέψει μια εποχή, η λεγόμενη αμέσως μεταπολεμική, κατά την οποία τα κράτη και οι κοινωνίες της Ευρώπης και του κόσμου προσπαθούν να συνέλθουν και να ανορθωθούν εκ νέου.

Θεωρείται όμως σκόπιμο να γίνει μια σύντομη αναφορά στον τορπιλισμό του πρώτου Έλλη στην Τήνο, στις 15 Αυγούστου του 1940, γιατί, παρ’ όλο που έχει εξιστορηθεί πολλές φορές και από πολλούς στο παρελθόν, παραμένει παράδειγμα ιταμού και απρόκλητου κτυπήματος μιας Μεγάλης Δύναμης προς ένα μικρότερο κράτος και η αρχή της πολεμικής περιπέτειας της Ελλάδας. Η παραλαβή του Ευγένιος της Σαβοΐας ήταν η ελάχιστη ανταπόδοση όχι μόνο στα θύματα του τορπιλισμού αλλά και σε ολόκληρη στην ελληνική κοινωνία, η οποία τόσο υπέφερε από τον πόλεμο και την Κατοχή.




Ο τορπιλισμός της Έλλης

 

Το εύδρομο ή ελαφρύ καταδρομικό Έλλη είχε ναυπηγηθεί στις ΗΠΑ το 1912 – 1913 και αρχικά προοριζόταν για την κινέζικη κυβέρνηση. Η παραγγελία αυτή όμως ματαιώθηκε λόγω της Εθνικιστικής Επανάστασης. Το Έλλη αγοράστηκε τελικά από την Ελλάδα, αποτελώντας τμήμα ενός γενικά ατυχούς εξοπλιστικού προγράμματος. Εκείνη την περίοδο όπως και στην επόμενη μέχρι και το 1935, οι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού δεν θα λαμβάνονται υπ’ όψη από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες και οι εξοπλιστικές κινήσεις θα ακολουθούν τις επιταγές της διπλωματίας, της οικονομίας και της πολιτικής.

Αποτέλεσμα ήταν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρά την ναυτική της ήττα το 1912 – 1913, να βρεθεί εκ νέου να διαθέτει την υπεροπλία στο Αιγαίο με την απόκτηση των γερμανικών θωρηκτών Goeben (τύπου Magdeburg) και Breslau (τύπου Moltke), τα οποία με την ένταξή τους το 1914 στην οθωμανική υπηρεσία μετονομάστηκαν το  πρώτο, Yavuz Sultan Selim και το δεύτερο Midili. Η Ελλάδα θα απαντήσει με βεβιασμένες αγορές όπως αυτές των θωρηκτών Κιλκίς και Λήμνος καθώς και αυτή της Έλλης. Το περίφημο Σαλαμίς η ελληνική κυβέρνηση θα το απορρίπτει με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε αντιδικία με τα γερμανικά ναυπηγεία Vulkan, η οποία έληξε το 1932 με σημαντική οικονομική ζημία του ελληνικού Δημοσίου.

Εν τούτοις το Έλλη αποτέλεσε ένα δραστήριο πλοίο του Ελληνικού Στόλου με συμμετοχή στην Μικρασιατική Εκστρατεία και στα στρατιωτικά κινήματα του Μεσοπολέμου. Στις 15 Αυγούστου του 1940 θα λάβει χώρα ο τορπιλισμός της Έλλης από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino. Το παρόν άρθρο δεν θα εξιστορήσει τα του τορπιλισμού, αυτό έχει γίνει επαρκώς σε πολλές πηγές, παρά θα εξετάσει το θέμα από πολιτική και διπλωματική σκοπιά.Έλλη

Ο τότε πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα Emanuele Grazzi (Εμμανουέλε Γκράτσι) στα απομνημονεύματα του και σε ενυπόγραφο άρθρο του στην εφημερίδα Giornale del Mattino (19/8/1945) αποκαλύπτει σαφώς ότι, υπεύθυνος της απόφασης του τορπιλισμού του πλοίου ήταν ο ίδιος ο Μουσολίνι και όχι ο De Vecchi (Ντε Βέκι), όπως ισχυρίζεται ο υπουργός εξωτερικών και γαμπρός του δικτάτορα κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο. Ο Γκράτσι υποστηρίζει σαφώς, ότι ο Ντε Βέκι δεν θα μπορούσε να δράσει εν λευκώ και ότι ο ίδιος ο Μουσολίνι έδωσε την διαταγή. Με τα παραπάνω συμφωνεί και ο Σταύρος Κοσμάτος:

 

«Δια τον άναδρον τορπιλισμόν της Έλλης εν καιρώ ειρήνης, από προσφάτως δημοσιευθέντα αρχεία του ιταλικού Γ.Ε.Ν., θα πληροφορηθώμεν, ότι ωφείλετο σε προσωπικήν εντολήν του B. Mussolini προς τον Αρχηγόν του Ιταλικού Ναυτικού Ναύαρχον Domenico Cavagnari, συνιστών δια τορπιλισμόν ενός ελληνικού πολεμικού πλοίου […]. Τούτος μετεβίβασεν την εντολήν εις τον Ναυτικόν Διοικητήν Δωδεκανήσου Ναύαρχον Luigi Biancheri, όστις και ανέθεσεν την εκτέλεσιν της εντολής στον κυβερνήτη του υποβρυχίου Delfino υποπλοίαρχο Giuseppe Aicardi.»

 

Από τα παραπάνω συνάγεται λοιπόν, ότι το έγκλημα του τορπιλισμού της Έλλης ήταν αποτέλεσμα της κλιμακούμενης επιθετικής διάθεσης της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος, ενώ ήταν παράλληλα η κορύφωση μιας σειράς προκλητικών ενεργειών εκ μέρους της Ιταλίας εις βάρος της Ελλάδας.

 

Η Απόκτηση του Ευγένιος της Σαβοΐας

 

Λίγες εβδομάδες πριν την συμπλήρωση των 11 χρόνων από τον τορπιλισμό του ΄Ελλη, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό απέκτησε, ως επανόρθωση, το ιταλικό καταδρομικό Ευγένιος της Σαβοΐας. Τα χαρακτηριστικά του πλοίου ήταν τα ακόλουθα:

Εκτόπισμα: 8856/10660 τόνοι

Μήκος: 186 μέτρα

Πλάτος: 17,5 μέτρα

Βύθισμα: 5 μέτρα

Πρόωση: Διπλέλικο, 6 λέβητες, ιπποδύναμη 110.000 BHP

Ταχύτητα: 36 κόμβους

Οπλισμός: 8 πυροβόλα 6’’/53 σε 4 δίδυμους πύργους, 6 πυροβόλα 100 χιλιοστών / 47 σε 3 δίδυμους πύργους, 16 πυροβόλα 40 χιλιοστών 6 Τ/Σ 21’’ (2 τριπλοί) και 2 αφετήρες Β.Β.

Θωράκιση: 4,2 – 10 εκ.

 

Από την ύψωση της ελληνικής Σημαίας τον Ιούνιο του 1951 έγινε η έδρα του Αρχηγού του Στόλου. Χρησιμοποιήθηκε για τις επίσημες επισκέψεις του Βασιλιά στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1952, στη Γιουγκοσλαβία (Ντουμπρόβνικ) το Σεπτέμβριο του 1955, στη Γαλλία (Τουλόν) τον Ιούνιο του 1956 και στο Λίβανο το Μάιο του 1958. Το 1959 αγκυροβόλησε στον όρμο της Σούδας και χρησιμοποιήθηκε σαν έδρα του Ναυάρχου Αρχηγού Κρητικού και Ιόνιου Πελάγους (ΑΚΙΠ). Παροπλίστηκε και πουλήθηκε στο εμπόριο στον όρμο Κερατσινίου.

Ο Σταύρος Κοσμάτος μας πληροφορεί ότι το πλοίο είχε υποστεί αεροπορική επίθεση από τους Αμερικανούς το 1942, προκαλώντας του σοβαρές ζημιές που επιδιορθώθηκαν σε διάστημα 40 ημερών. Τον Φεβρουάριο του 1944, μετά την παράδοση του Ιταλικού Στόλου, το Ευγένιος της Σαβοΐας προσέκρουσε σε νάρκη της προστασίας της Ναυτικής Βάσης του Τάραντα. Ο κυβερνήτης του σκάφους πλοίαρχος Romeo Oliva, αφού το προσάραξε στην αμμουδιά, διέταξε εγκατάλειψη του πλοίου τοποθετώντας παράλληλα μια ομάδα καραμπινιέρι για την φύλαξή του.

Στην Συνθήκη Ειρήνης στο Παρίσι η Διασυμμαχική Επιτροπή για την διανομή επανορθώσεων στους Συμμάχους από τον Ιταλικό Στόλο απεδέχθη την πρόταση της ελληνικής Αποστολής, της οποίας αρχηγός ήταν ο πλοίαρχος Π. Κώνστας, περί αποκτήσεως του Ευγένιος της Σαβοΐας. Τελικά θα επέλθει συμφωνία μεταξύ ελληνικής και ιταλικής πλευράς σύμφωνα με την οποία η δεύτερη ανέλαβε την ολοκληρωτική επισκευή του πλοίου. Είναι άκρως ενδιαφέρον να δούμε το πώς επήλθε αυτή η συμφωνία: σε αυτό το στάδιο άκρως διαφωτιστικό είναι το ιστορικό αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών.

Δέον να αναφερθεί, ότι οι Σύμμαχοι επιδεικνύουν έναν σαφή σκεπτικισμό για την προοπτική απόκτησης ενός μεγάλου καταδρομικού του Ιταλικού Στόλου από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Σε κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα προς το Υπουργείο Εξωτερικών (ελήφθη την 21/2/1946) από την πρεσβεία στο Παρίσι με υπογραφή του πρέσβη Περικλή Αργυρόπουλου, αναφέρεται ότι ο Γάλλος υπουργός των Εξωτερικών εξέφρασε τον σκεπτικισμό του σχετικά με την απόκτηση πολεμικών πλοίων του Ιταλικού Στόλου από την Ελλάδα, ενώ ο ίδιος ο διπλωμάτης εκτιμά ότι καλύτερα να απευθυνθούμε προς την Αγγλία και τις ΗΠΑ που έχουν Ιταλικό Στόλο γιατί «ο Ελληνικός Στόλος αποτελεί ουσιαστικώς τμήμα Αγγλικού Στόλου και έχει αναμφισβητήτως συμφέρον το Αγγλικόν Ναυαρχείον, όπως υποστηρίξη εν προκειμένω ελληνικάς απόψεις.»

Στην συνέχεια ακολουθεί έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικών Ζητημάτων του Υπουργείου Εξωτερικών(Αρ. Πρ: 16292, 26/4/1946) με το οποίο ζητούνται από το Υπουργείο Ναυτικών περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις απώλειες του Ελληνικού Στόλου από ενέργειες του Ιταλικού Ναυτικού. Αυτό ήταν αναγκαίο, διότι η Ιταλική Κυβέρνηση απηύθυνε υπόμνημα προς το Συμβούλιο Αναπληρωτών Υπουργών Εξωτερικών, σύμφωνα με το οποίο οι απώλειες του Ελληνικού «υπαιτιοτητι της Ιταλίας» περιορίζονται στην Έλλη «τορπιλλισθείσαν μυστηριωδώς» σε ένα τορπιλικό  και σε μια άλλη μικρή μονάδα.

Το παραπάνω θα προκαλέσει την κατατοπιστική και αναλυτική απάντηση του Πολεμικού Ναυτικού. Σε έγγραφο του Ναυαρχείου (ΓΕΝ/ Γ, Αρ. Πρ 1354, 27/4/ 1946), το οποίο υπογράφει ο Αρχηγός Γ. Μεζεβίρης αναφέρονται τα ακόλουθα: Πρώτο, τα ελληνικά πολεμικά πλοία που χάθηκαν από ιταλικές ενέργειες είναι το καταδρομικό Έλλη, το τορπιλοβόλο Προύσσα καθώς και το υποβρύχιο Πρωτεύς. Δεύτερο και σημαντικότερο τονίζεται ότι λόγω της ιταλικής επίθεσης η Ελλάδα ενεπλάκη στον πόλεμο με την συνακόλουθη καταστροφική γερμανική επίθεση και κατοχή. Το έγγραφο καταλήγει: «…έχομεν παν δικαίωμα να ζητώμεν ταύτα εκ του Ιταλικού Στόλου.»

Έγγραφο του τμήματος Βαλκανικής της Διεύθυνσης Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών (Αρ Πρ 18853, 1/6/1946), το οποίο υπογράφεται από τον Ι.Δ. Στεφάνου αναφέρει ότι ο Αρχηγός των Γάλλων εμπειρογνωμόνων θεωρεί τις ελληνικές απαιτήσεις υπερβολικές, καθ’ όσον δεν υπάρχουν πολλές διαθέσιμες μονάδες του Ιταλικού Στόλου προσθέτοντας τελικά ότι «οπωσδήποτε Ελλάς λάβη μερίδιον εκ διανομής.» Ποιες όμως ήταν αυτές οι υπερβολικές ελληνικές απαιτήσεις;

Το παραπάνω ερώτημα απαντάται από έγγραφο του ελληνικού Ναυαρχείου (ΓΕΝ/Γ Αρ Πρ 164, 11/2/1946) προς την Διεύθυνση Οικονομικών Ζητημάτων του Υπουργείου Εξωτερικών. Σε αυτό αναφέρονται τα ακόλουθα: πρώτον, σύμφωνα με πληροφορίες από τον Έλληνα Ναυτικό Ακόλουθο του Λονδίνου δεν πρόκειται οι Βρετανοί να παραχωρήσουν κάποιο εύδρομο (καταδρομικό) στο ελληνικό Ναυτικό. Δεύτερον, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό χρειάζεται την απόκτηση ενός μεγάλου ευδρόμου για πολεμική εκπαίδευση αλλά και απόκτηση «μεταπολεμικού γοήτρου». Τρίτον, το Ιταλικό και Γερμανικό Ναυτικό κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος του Ελληνικού Στόλου, όπως το θωρηκτό Κιλκίς και το καταδρομικό Έλλη.

Το έγγραφο καταλήγει ότι πρέπει να ενταθούν οι ενέργειες για απόκτηση ιταλικού ευδρόμου 8.000 τόνων και μόνο αν δεν υπάρχει δυνατότητα ικανοποίησης του παραπάνω, οι αξιώσεις του ελληνικού Ναυτικού «έδει να μετατραπούν εις την απόκτησιν μικρότερου τύπου ιταλικών ευδρόμων.» Αν δεν ευοδωθεί μάλιστα «κινδυνεύομεν να ιδώμεν τον Ελληνικόν Στόλον άνευ ευδρόμου, δεδομένου ότι ουδεμία άλλη πηγή παρουσιάζεται, εξ ης θα ηδυνάμεθα να το αποκτήσωμεν.»

Και οι Σοβιετικοί όμως εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους μέσω ενός δημοσιεύματος στην εφημερίδα «Ερυθρός Στόλος». Αυτό το δημοσίευμα που τιτλοφορείται «Ο Στόλος της Ελλάδος» αναφέρει ότι από τους Ιταλούς η Ελλάδα δεν έχασε κανένα άλλο πλοίο πέρα από την Έλλη. Το δημοσίευμα στην συνέχεια αναφέρεται στην μεταστάθμευση του Ελληνικού Στόλου στην Αλεξάνδρεια και μετά από απαρίθμηση των ελληνικών ναυτικών μονάδων, καταλήγει στο ότι «Ο Ελληνικός Στόλος παρά τις απώλειες βγήκε πολλαπλά ενισχυμένος» λόγω των ναυτικών μονάδων που απέκτησε από τους Βρετανούς.

Οι διπλωματικές προσπάθειες είχαν ευτυχές τέλος. Έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών (Πολιτική Διεύθυνσις, Τμήμα Ι, Αρ Πρ 50752, 25/ 9/ 1948) προς το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού κοινοποιεί τηλεγράφημα από την Ρώμη του Μονίμου Υφυπουργού επί των Εξωτερικών Πιπινέλη με το οποίο γνωστοποιούνται τα εξής:

  1. Οι Ιταλοί αναλαμβάνουν να παραδώσουν το πλοίο ολοκληρώνοντας τις επισκευές εντός 10 μηνών.
  2. Οι επισκευές θα αρχίσουν αμέσως όπως και η κατασκευή του μειωτήρα. Κατασκευή μειωτήρα, τοποθέτησή του και ευθυγράμμιση αυτού «βαρύνουν επανορθώσεις».
  3. Η επισκευή των πρωραίων στροβίλων, η οποία θα επιβαρύνει την Ιταλική Κυβέρνηση θα αρχίσει ευθύς αμέσως μόλις το πλοίο επανέλθει για τοποθέτηση μειωτήρα.
  4. Περιλαμβάνεται ρήτρα σύμφωνα με την οποία η Ελληνική Κυβέρνηση μπορεί να παραλάβει το πλοίο όποτε το θελήσει «παραιτουμένη περαιτέρω επισκευών.»

Ο Σταύρος Κοσμάτος μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν την διαπραγμάτευση:

«Ανεπισήμως τότε είχε προταθεί όπως αντί του Ευγενίου της Σαβοΐας μας παραχωρηθεί εν εκ των δύο Υπερωκεανίων (το Vulcania και το Saturnia) που εκτελούσαν την γραμμήν Πατρών – Ν. Υόρκης, ή, εν μεγάλον Αντιτορπιλλικόν με δύο βοηθητικά του Στόλου καθώς και εν πλωτόν Συνεργείον. Ο αρχηγός του ΓΕΝ Ναύαρχος Π. Αντωνόπουλος και ο Μίλτων Ιατρίδης όμως ήσαν τελείως αντίθετοι. Υπεστήριζον ότι σ’ ένα Πολεμικόν Ναυτικόν πρέπει πάντοτε να υπάρχει και το μεγάλο πλοίον, που χρειάζεται, δια την περαιτέρω εκπαίδευσιν των αξιωματικών. Υπεστήριζον ότι, εάν εις τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον είχομεν εξαίρετους αξιωματικούς, αυτό ωφείλετο στον Αβέρωφ.»

 

Εντύπωση μάλιστα προκαλεί η αναφορά του Σταύρου Κοσμάτου στις μύχιες σκέψεις του Ιατρίδη, τις οποίες του τις κοινοποίησε σε προσωπική συζήτηση. Θεωρούσε ότι ένα μεγάλο πλοίο θα μας χρειαστεί σύντομα λόγω του επερχόμενου εθνικού ζητήματος σχετικά με την Κύπρο εξαιτίας (σ.σ ακολουθούν τα λόγια του Ιατρίδη) «αφελών πατριωτών που επιδιώκουν την Ένωσιν. Αλλά η Κύπρος χρειάζεται προς το παρόν στους Άγγλους και Αμερικανούς, οι οποίοι δεν αστειεύονται. Εδώ στον πόλεμον να μάθης, δεν επέτρεψαν στην οπισθοχώρησιν ούτε στον Βασιλέαν μας τον Γεώργιο τον Β΄ να εγκατασταθεί εκεί.»

 

Από τα παραπάνω ίσως να μπορεί να εξαχθεί ο λόγος για τον οποίο οι Σύμμαχοι αντέδρασαν στην απόκτηση του Ευγενίου της Σαβοΐας εκ μέρους του ελληνικού Ναυτικού. Η αντίδραση της σοβιετικής πλευράς είναι η πιο εύκολα κατανοητή. Η Ελλάδα εντεταγμένη στον δυτικό συνασπισμό (το 1951 μαζί με την Τουρκία εισήλθε στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ) έθετε τις ένοπλες της δυνάμεις στην υπηρεσία των Αμερικανών και των Βρετανών. Λογικά λοιπόν οι Σοβιετικοί δεν επιθυμούσαν την ενίσχυση του Ελληνικού Στόλου.

Η αντίδραση των Γάλλων όμως είναι πιο περίπλοκη στο να εξηγηθεί. Ενίσχυση της ναυτικής δύναμης της Ελλάδας πιθανόν να οδηγούσε σε ανταγωνισμό με τα δυτικά συμφέροντα. Η Γαλλία, ίσως στην πραγματικότητα να αντανακλά τις βρετανικές θέσεις. Πιθανώς η ενίσχυση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού να επηρεάζεται στην προκειμένη περίπτωση και από την εκκίνηση του Κυπριακού. Όπως και να έχει η παραπάνω εξήγηση αποτελεί απλά μία υπόθεση και όχι μία αποδεδειγμένη αλήθεια.

Το πλοίο τελικά ρυμουλκήθηκε στα ναυπηγεία Tosi του Τάραντα για την επισκευή του σκάφους και στα ναυπηγεία Ansaldo της Γένοβας (όπου ναυπηγήθηκε το πλοίο) ανετέθη η σύμβαση για την κατασκευή πρυμναίου μειωτήρα. Στην Αθήνα παράλληλα σχηματίστηκε η Ναυτική Τεχνική Αποστολή Παρατηρητών (Ν.Τ.Α.Π.) στην οποία δόθηκε διπλωματική ιδιότητα. Αρχηγός της ήταν ο πλοίαρχος Μίλτων (Μιλτιάδης) Ιατρίδης (ο κυβερνήτης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο του υποβρυχίου Παπανικολής), ο αντιπλοίαρχος ναυπηγός μηχανικός Κώστας Αράπης (ο κύριος αυτουργός της διάσωσης του αντιτορπιλικού Αδρίας), ο πλωτάρχης μηχανικός Νώτης Τζιμέας και ο υποπλοίαρχος μηχανικός Κώστας Ζωτιάδης.

Οι εργασίες στα ναυπηγεία Ansaldo της Γένοβας δεν προχωρούσαν με ικανοποιητικούς ρυθμούς σε αντίθεση με τα αυτά στον Τάραντα. Η Ν.Τ.Α.Π. ενοχλούσε προφορικώς και εγγράφως για την επίσπευση των εργασιών. Σε έγγραφό του Υπουργείου Ναυτικών με θέμα «Καταδρομικόν Ευγένιος της Σαβοΐας» τονίζεται ότι πρέπει να «να ρυθμισθώσιν οι λοιποί παράγοντες ώστε το πλοίον να ευρίσκεται υπό Ελληνικήν Σημαίαν το ταχύτερον μετά την 20η Απριλίου 1950» για να αναφέρει παρακάτω την ανάγκη διάθεσης ιταλικού τεχνικού προσωπικού για να πλεύσει το πλοίο από ελληνικό λιμάνι στην Γένοβα. Αυτό δηλαδή το οποίο θα συνέβαινε είναι ότι μόλις το πλοίο θα επισκευαζόταν από τα ναυπηγεία του Τάραντα, θα «περνούσε» σε ελληνικά χέρια και κατόπιν θα επανέπλεε στην Γένοβα για να τοποθετηθεί ο πρυμναίος μειωτήρας.

Η απάντηση του Υπουργείου Εξωτερικών προς το Υπουργείο των Ναυτικών έρχεται με συνημμένη την αναφορά του πρέσβη στην Ρώμη Δημητρίου Καψάλη. Αυτός αναφέρει ότι έγινε συνάντηση μεταξύ του Μίλτωνα Ιατρίδη, του Κώστα Αράπη και του ναυάρχου Luigi Rubartelli. Σύμφωνα με τον Καψάλη ο Ιταλός ναύαρχος πρότεινε στους Έλληνες ιθύνοντες να συγχωνευτούν οι δύο φάσεις επισκευής και να μην υπάρξει κενό ανάμεσα στις δύο με επανάπλου του πλοίου στην Ιταλία. Με αυτήν την πρόταση ο Έλληνας πρέσβης συμφωνεί διότι:

 

  • Δεν θα ήταν θεμιτό να διακοπούν οι εργασίες. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην καθυστέρηση παραδόσεως του πλοίου.
  • Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην υπάρχει διαθέσιμος χώρος στα ελληνικά ναυπηγεία.
  • Ο επανάπλους μιας αγαπημένης στους Ιταλούς μονάδας του Ιταλικού Στόλου στην Ιταλία με την ελληνική Σημαία θα προκαλούσε δυσαρέσκεια με πιθανή ύπαρξη προσκομμάτων στην ολοκλήρωση των επισκευών.
  • Μπορεί να γίνει εκμετάλλευση του θέματος από την αντιπολίτευση («άκραν δεξιάν και άκρα αριστεράν») με σκοπό τον ερεθισμό της κοινής γνώμης.
  • Αν συγχωνευτούν οι δύο φάσεις θα διακοπεί η δαπάνη παραμονής του ελληνικού πληρώματος, το οποίο αναμένει να παραλάβει το πλοίο μετά το πέρας της πρώτης φάσης και
  • θα αποφευχθούν πιθανά επεισόδια και ταραχές λόγω της κυκλοφορίας του ελληνικού πληρώματος σε μια πολυσύχναστη πόλη όπως η Γένοβα.

 

 

Θα σταθούμε ιδιαίτερα στο (4) της παραπάνω αρίθμησης με σκοπό να «φωτιστεί» περισσότερο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Πράγματι λοιπόν ένα ιταλικό περιοδικό της Ρώμης, ονόματι  Orizzonti, προχώρησε τον Φεβρουάριο του 1951 σε υβριστικά δημοσιεύματα εναντίον του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Ο αντιπλοίαρχος Γ. Καρβέλης, ο οποίος είχε αντικαταστήσει στο μεταξύ τον Ιατρίδη στην αρχηγία της Ν.Τ.Α.Π ζητεί με έγγραφο από τον πρέσβη στην Ρώμη Γ. Εξηντάρη «όπως ευαρεστούμενοι ενεργήσητε κατά την κρίσιν σας ίνα επιστηθή η προσοχή του περιοδικού ΟRΙΖΖΟΝΤΙ (τεύχος 1ης Φεβρουαρίου 1951) επί της δημοσιεύσεως κακοβούλων δημοσιευμάτων με υβριστικάς φράσεις διά το Ελληνικόν Β.Ναυτικόν.». Ο Εξηντάρης σε κρυπτοτηλεγράφημα της 5ης Μαρτίου του 1951 προς το Υπουργείο Εξωτερικών αναφέρει:

 

«Παρατηρώ ότι ημέτερος Τύπος δυστυχώς ασχολείται με ζήτημα “Ευγενίου Σαβοΐας” αποδίδων υστεροβουλίαν εις Ιταλίαν και προσθέτων άνευ λόγου σχόλια θίγοντα ιταλικήν φιλοτιμίαν. Θεωρώ καθήκον μου πληροφορήσω υμάς ότι κατά όσα αναφέρει ημετέρα Ναυτική Αποστολή εργασίαι επισκευής καταδρομικού συνεχίζονται πυρετωδώς χρησιμοποιουμένων και συνεργείων νυκτός, προβλέπεται δε ότι περί τα τέλη Απριλίου ή αρχάς Μαΐου θα είναι έτοιμον προς παράδοσιν. Επιπλέον, επιτραπήτω μοι εισηγηθώ όπως γίνουν δέουσαι συστάσεις εις Τύπον παύση οιανδήποτε επί του θέματος συζήτησιν καθ΄ όσον φοβούμαι μη πως προκληθησόμενος τυχόν παρά τω ιταλικώ Τύπω αντίλαλος δυσχεράνη υπόθεσιν. Ως και άλλοτε ανέφερον ενταύθα κίνησις νεοφασιστών κατέστη εσχάτως κάπως σοβαρωτέρα, η δε Κυβέρνησις εδέησε εισηγηθή Βουλήν λήψιν έναντι αυτών νομοθετικών μέτρων. Δεν αποκλείεται ούτοι επιζητήσουν αφορμήν, προκαλέσουν έξαψιν ενταύθα πνευμάτων τα οποία ως και τα ημέτερα είναι λίαν ευεπίφορα προς αισθηματισμόν (sic). Διά τον λόγον τούτον ορθόν νομίζω όπως κατά τας γενησομένας συστάσεις προς τον ημέτερον Τύπον τονισθή ιδιαιτέρως επιδεικνυομένη προθυμία ιταλικής Κυβερνήσεως και αφεθή ζήτημα εκτός δημοσίας συζητήσεως η οποία βλάπτει.» 

Ο Κοσμάτος δείχνει να υποβιβάζει την σημασία του γεγονότος:

«Τότε μας ανεφέρθη ότι κάποιο άγνωστον περιοδικόν της Ρώμης ονόματι Orizzonti εδημοσίευσε δυσμενή σχόλια δια το Ελληνικόν Ναυτικόν και την άδικον παραχώρησιν του «ηρωϊκού καταδρομικού» […]. Από το γραφείον τύπου επληροφορήθημεν ότι το περιοδικόν τούτο εξεδίδετο από το νεοφασιστικό κόμμα της Ιταλίας, που ενεφανίσθη δειλά δειλά εκείνη την εποχήν, ήτο το Movimento Sociale Italiano με πρόεδρο τον G. Almirante […] ήτο δε πολύ περιορισμένης κυκλοφορίας. Περιέργως όμως δικοί μας δημοσιογράφοι το πήραν είδηση και εδημιούργησαν θέμα στην Αθήνα.»

 

Τελικά το καταδρομικό Ευγένιος της Σαβοΐας παρεδόθη στην Ελλάδα την νύχτα της 29ης προς 30η Ιουνίου 1951. Τα όποια τελευταία ζητήματα ανέκυψαν ήταν μέσα στα λογικά πλαίσια του θιγμένου πατριωτισμού των Ιταλών. Στα αρχεία της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού διασώζεται η ομάδα παραλαβής του πλοίου.

 

Αντί επιλόγου

Αντί επιλόγου οι συγγραφείς επέλεξαν να δώσουν τον τελευταίο λόγο στον Σταύρο Κοσμάτο που έζησε από κοντά τα γεγονότα:

«Η αναχώρησις του Ευγενίου της Σαβοΐας για την Ελλάδα καθωρίσθη δια την νύκτα της 29ης Ιουνίου 1951. Ημέρα εορτής των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, όπου στην Ιταλίαν εορτάζονται με ιδιαιτέραν τελετουργίαν. […] Την 29ην Ιουνίου μόλις νύκτωσε και η πόλις ηρέμησε (τούτο εγένετο εν καιρώ νυκτί για να μη θιγούν τα πατριωτικά συναισθήματα στον κόσμο του Τάραντα), συνεργείον του Ναυπηγείου μηχανοτεχνιτών οξυγονοκολλητών και μπογιατζίδων ήρχισεν την αποξύλωσιν των γλυπτών μπρούτζινων επιγραφών του ονόματος του πλοίου και τον αστέρα της Ιταλίας (που έχουν στην πλώρη άπαντα τα πολεμικά πλοία του Ιταλικού Ναυτικού).

Ευρισκόμην πλησίον της αποβάθρας με ενοικιασμένον αυτοκίνητον παρακολουθών την τελευταίαν εργασίαν περί μετά την δωδεκάτην. Με εντυπωσίασαν δύο γεροντάκια τεχνίτες την ώραν που τελείωσαν την αποξύλωσιν που συγκινηθέντες χαιρετόντες το πλοίον λέγοντες “Ciao Eugenio buona fortuna”.

Παρακολουθών από την αποβάθρα αυτούς τους αγαθούς ανθρώπους δια τον πόνον τους, μού ήρθε σκέψις…εάν εμείς χάναμε τον πόλεμον και μας έπαιρναν τον Αβέρωφ; Αλλά μετά συνήλθα σκεπτόμενος την 15η Αυγούστου 1940 και την Έλλη μας […]. Ευθύς ότε τα ρυμουλκά λάσκαραν το πλοίον, ανεχώρησα δια την κινητήν Γέφυραν στο κέντρο της πόλεως του Τάραντα αναμένοντας την έξοδον του καταδρομικού. Ήταν η ώρα 02.15 περίπου, της 30ης Ιουνίου 1951. Η νέα μας Έλλη εξήρχετο ήρεμα, διασχίζουσα τον γαλήνιον πορθμόν χωρίς φωτισμό προς το ανοικτό πέλαγος. Παρακολουθούσα την απομάκρυνση μέχρι που το Σκάφος  εχάθη στον νυκτερινό ορίζοντα […]. Θυμάμαι ακόμη μέχρις σήμερον, στην ησυχία της νυκτός, το θρόισμα του κυματισμού του ωραίου αυτού Σκάφους στην έξοδόν του, στην ησυχίαν της νυκτός, στο στενό της γέφυρας του Τάραντα.

Έτσι έληξε μια εποχή, μια ιστορία που τόσο συγκίνησε τον λαόν μας, ιδιαιτέρως τους αξιωματικούς και τα πληρώματα του Πολεμικού μας Ναυτικού που άρχισε τις 15 Αυγούστου του 1940…    

*Το κείμενο αρχικά δημοσιεύθηκε στο τεύχος 599 της Ναυτικής Επιθεώρησης. Οι φωτογραφίες είναι από το ιστορικό αρχείο της Υπηρεσίας  Ιστορίας Ναυτικού. 

 

  




;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ