Ευρωτουρκικά και ελληνοτουρκικά αδιέξοδα

ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΟΡΥΦΗΣ

Καλό θα είναι η Κυβέρνηση και ο φιλοκυβερνητικός τύπος να πάψει να παρουσιάζει στους Έλληνες μια «εικονική πραγματικότητα» για μια Τουρκία απομονωμένη πάνω από την οποία επικρέμεται ο πέλεκυς των κυρώσεων. Η αλήθεια απλά είναι διαφορετική.

Γράφει η Μαριλένα Κοππά* / ieidiseis.gr

Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, ανήμερα της Εθνικής Επετείου ολοκληρώθηκε και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αξιολόγηση όσων έγιναν και όσων δεν έγιναν.

Μετά από μια σχετικά ικανοποιητική για την Ελλάδα έκθεσή του Ύπατου Εκπροσώπου Ζ. Μπορέλ, δόθηκε πραγματική μάχη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τα συμπεράσματα. Οι διαφορές δεν γεφυρώθηκαν με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν επίσημα Συμπεράσματα αλλά μια Δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αρκετά γενική που επιχειρεί να ισορροπήσει όλες τις πλευρές. Αντικειμενικά, αποτυπώθηκε για μια φορά ακόμη η αμφιθυμία της Ένωσης για την Τουρκία και η σύγκρουση των συμφερόντων των κρατών μελών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το αρχικό σχέδιο της Δήλωσης δεν είχε καν αναφορά στο κράτος Δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία. Οι Βρυξέλλες, παρά τις εσωτερικές έριδες, δείχνουν να έχουν λάβει τις αποφάσεις τους για την Τουρκία και το μόνο που κρίνεται είναι ο χρόνος που οι αποφάσεις αυτές θα δρομολογηθούν.

Ιδιαίτερης σημασίας πάντως ήταν η συμμετοχή Αμερικανού Προέδρου μετά από 11 χρόνια. Η παρουσία του ήταν καθοριστική και για το ζήτημα της Τουρκίας. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν ακολούθησε σκληρή γλώσσα απέναντι στη χώρα αυτή, αναφερόμενος στα γνωστά προβλήματα στην Ανατολική Μεσόγειο, στο επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά πρωτίστως στο ζήτημα της αγοράς του ρωσικού συστήματος τωνS400, το οποίο με τη νέα Προεδρία αναδεικνύεται στην κορυφή της ατζέντας των Αμερικανο-τουρκικών σχέσεων.

Η Ελλάδα και η Κύπρος προσπάθησαν να συνδέσουν την ευρω-τουρκική πρόοδο με τα κυπρο-τουρκικά και ελληνο-τουρκικά. Εν μέρει μόνο το πέτυχαν, με την γενικόλογη απειλή μελλοντικών κυρώσεων αν η Τουρκία επανέλθει στην ένταση. Δεδομένης της με κάθε τρόπο δηλωμένης γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας για την Ένωση, αυτή η απειλή ελάχιστα γίνεται πιστευτή. Λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος να κρατηθούν τα προσχήματα και να ικανοποιηθούν, έστω και εν μέρει, Ελλάδα και Κύπρος και τα αντίστοιχα εθνικά ακροατήρια. Η κατάσταση στις Βρυξέλλες κρίνεται γενικά ώριμη για να προχωρήσουν οι σχέσεις με την Τουρκία, αποδεικνύοντας παράλληλα τη σημασία της χώρας, ιδιαίτερα τώρα, σε μια δύσκολη και απρόβλεπτη περιοχή.

Αυτό πάντως που αποφασίστηκε στη Σύνοδο είναι μια «σταδιακή, αναλογική αλλά και αναστρέψιμη» επανεκκίνηση της συνεργασίας της ΕΕ με την Τουρκία σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων και, κυρίως, στα καυτά ζητήματα της μετανάστευσης και του εμπορίου.
Όλο το προηγούμενο διάστημα χαρακτηρίστηκε από μια εντατική επεξεργασία θέσεων και κειμένων για τη θετική ατζέντα αλλά και πολλαπλασιασμό συναντήσεων τόσο σε τεχνοκρατικό, όσο και σε πολιτικό (ακόμη και ανώτατο)επίπεδο. Για την ΕΕ, τόσο η ανανέωση της Δήλωσης του 2016 με την Τουρκία για το μεταναστευτικό όσο και η αναβαθμισμένη Τελωνειακή ένωση αποτελούν προτεραιότητες και για το λόγο αυτό η τεχνική επεξεργασία έχει ήδη προχωρήσει πολύ. Στο μεταναστευτικό, η Τουρκία έχει φτάσει να φιλοξενεί πάνω από 4 εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες και η πίεση στα σύνορα με την Ευρώπη διαρκώς μεγαλώνει. Από την άλλη , είναι πλέον εδραιωμένη πεποίθηση στην ΕΕ ότι η αναβάθμιση της Τελωνειακής ένωσης είναι προς το συμφέρον όλων των πλευρών.

Την ίδια ώρα, η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία χειροτερεύει τόσο στο οικονομικό επίπεδο, με την τέταρτη στη σειρά αλλαγή Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας εντός λίγων μηνών, όσο και στο πεδίο του κράτους Δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την απαγόρευση του κουρδικού κόμματος HDP, τρίτου σε μέγεθος πολιτικού κόμματος στη χώρα αλλά και τη συνεχιζόμενη φυλάκιση του πρώην ηγέτη του, Σελαχατίν Ντεμιρτάς και πολλών άλλων στελεχών. Σε αυτά ήρθε να προστεθεί η αποχώρηση της Τουρκίας από την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κατά της βίας εναντίον των γυναικών, δείγμα της υποχώρησης του Ερντογάν στις απαιτήσεις των πιο συντηρητικών οπαδών του. Όμως, ως ακόμη ένα δείγμα μιας χαλαρής αντίδρασης προς την Τουρκία, η Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν, παρόλο που καυτηρίασε την απόφαση αυτή του Τούρκου Προέδρου, δεν παρέλειψε να σημειώσει, για να ‘νερώσει’ τρόπον τινά την καταδίκη, ότι και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες (Βουλγαρία, Τσεχία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Λετονία και Σλοβακία) δεν έχουν ακόμη επικυρώσει τη Σύμβαση.

Απευθυνόμενος πλέον στην «βαθιά Τουρκία», ο Ερντογάν συνεχίζει στο τρίπτυχο
συντηρητισμός- εθνικισμός- αυταρχισμός που θεωρεί ότι θα τον κρατήσει στην εξουσία. Σε αυτό η ΕΕ λίγα έχει να σχολιάσει. Και θα έλεγε κανείς ότι η αυστηροποίηση ορισμένων διατυπώσεων στην Κοινή Δήλωση δεν οφείλεται σε κάποια ευρωπαϊκή ‘αποφασιστικότητα’ αλλά -εξ αντανακλάσεως- στην αυστηρή γλώσσα του Τζο Μπάιντεν.

Ποια προβλέπεται λοιπόν να είναι η επόμενη μέρα; Η Τουρκία θα κρατήσει κατά τα φαινόμενα χαμηλά τους τόνους και θα προσέρχεται σε συνομιλίες, είτε διερευνητικές είτε για το Κυπριακό, απλά και μόνο για να μένει η μηχανή ανοιχτή και η ΕΕ να μπορέσει να προχωρήσει στην θετική ατζέντα. Ο Ερντογάν ούτε θέλει, ούτε μπορεί να κάνει κάποιο βήμα ή κάποια υποχώρηση στην Ανατολική Μεσόγειο. Έχει όμως ανάγκη να προχωρήσει η συμφωνία με την ΕΕ για να μπορέσει να κερδίσει έδαφος εσωτερικά. Τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό θα παραμείνουν κατ’ ουσία «στον πάγο», παρά τις διαδοχικές συναντήσεις. Καλό θα είναι λοιπόν, η Κυβέρνηση και ο φιλοκυβερνητικός τύπος να πάψει να παρουσιάζει στους Έλληνες μια ‘εικονική πραγματικότητα’ για μια Τουρκία απομονωμένη πάνω από την οποία επικρέμεται ο πέλεκυς των κυρώσεων. Η αλήθεια απλά είναι διαφορετική.

*Η Μαριλένα Κοππά, Αναπλ. Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

Διαβάστε όλες τις ειδήσεις στο topics.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ