Γιατί χάθηκε το Αφγανιστάν με απλά λόγια….

ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ ΤΑΛΙΜΠΑΝ

Γράφει ο Γιάννης Παρασκευάς, Συνταγματάρχης ε.α.

 

Διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι δεν μπορούν να καταλάβουν πως είναι δυνατόν να χάθηκε το Αφγανιστάν τόσο γρήγορα. Πώς έπεσε στα χέρια των Ταλιμπάν τόσο εύκολα; Γιατί δεν πολέμησε ο Αφγανικός στρατός; Τι πήγε τόσο στραβά; Τόσο λάθος;

Για αυτό θα σας διηγηθώ μια φανταστική ιστορία, που πιστεύω θα βοηθήσει να γίνει απολύτως αντιληπτό, τι ακριβώς συνέβη εκεί και γιατί τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά:

Είσαι ένας Αφγανός στρατιώτης που προέρχεται από την εθνότητα των Τατζίκων του Αφγανιστάν. Υπηρετείς σε ένα τάγμα πεζικού του Αφγανικού στρατού, με έδρα μια πρωτεύουσα επαρχίας του Αφγανιστάν, όπου κυριαρχεί η εθνότητα των Παστούν.

Μέχρι χθες τα πράγματα ήταν σχετικώς απλά. Επικίνδυνα μεν, αλλά απλά. Έπαιρνες κάθε μήνα το μισθό σου, που για αυτόν κατατάχθηκες, στο νεοσύστατο αφγανικό στρατό κι είχες μια σιγουριά για τη ζωή σου.

ΟΚ, κάθε ημέρα σχεδόν έπρεπε να βγαίνεις για περιπολίες στα χωριά της περιοχής και να τους δίνεις την εντύπωση ότι είναι ασφαλείς από τους Ταλιμπάν και κάθε άλλο τοπικό παράνομο ή ημιπαράνομο πολέμαρχο, που αμφισβητούσε την κρατική εξουσία και καθημερινά παζάρευε τη σχέση του με αυτή, αναλόγως του τι θα είχε να κερδίσει.

Μία στο τόσο, εκεί που περιπολούσες, ξαφνικά από μια πλαγιά ενός κοντινού λόφου ή μια συστάδα δένδρων ακούγονταν πυροβολισμοί. Όλοι έπεφταν στο έδαφος για να καλυφθούν. Κάποιος συνάδερφός σου τραυματίζονταν. Μια φορά σκοτώθηκε και κάποιος. Παίρνατε θέσεις μάχης και ανοίγατε πυρ.

Ο διμοιρίτης σου, με τον οποίο δεν είχατε και πολύ καλές σχέσεις επειδή ήταν από το διπλανό χωριό από το δικό σου και ήταν σιίτης Χαζάρος και για αυτό δεν σε «πήγαινε», τότε καλούσε στον ασύρματο για αεροπορική υποστήριξη ή υποστήριξη με πυρά πυροβολικού.

Σε λίγα λεπτά ακουγόταν ο χαρακτηριστικός θόρυβος. Μερικά ελικόπτερα ή και αεροπλάνα καμιά φορά, εμφανίζονταν από το πουθενά και δημιουργούσαν ξαφνικά μια κόλαση φωτιάς στην περιοχή.

Εσείς μετά κάνατε «πυρ και κίνηση» προς την περιοχή από όπου σας είχαν πυροβολήσει σχεδόν χωρίς αντίσταση. Συνήθως δεν βρίσκατε κανέναν. Καμιά φορά βρίσκατε 2-3 πτώματα ή τραυματισμένους που υποθέτατε ότι ήταν Ταλιμπάν. Αυτοί βέβαια αν μπορούσαν να μιλήσουν δεν το παραδεχόταν ποτέ κι εσείς ποτέ δεν είσασταν σίγουροι 100%.

Συνήθως τους συλλαμβάνατε και τους μεταφέρατε στο στρατόπεδό σας. Δεν ξέρεις τι γινόταν μετά… Μερικές φορές είχες δει να τους εκτελούν επί τόπου.

Όπως και να έχει, οι Αμερικανοί είχαν «καθαρίσει» για μια ακόμα φορά.

Όμως, … πριν μερικές ημέρες οι Αμερικανοί έφυγαν. Δεν κατάλαβες γιατί ακριβώς.

Οι περιπολίες συνεχιζόταν, αλλά σιγά σιγά οι ενέδρες γινόταν όλο και πιο συχνές, όλο και πιο επίμονες. Τα ελικόπτερα τώρα πια δεν έρχονταν. Που και που ρίχνονταν μερικά βλήματα πυροβολικού, αλλά τώρα που έφυγαν οι Αμερικανοί σύμβουλοι, συνήθως δεν έβρισκαν το στόχο τους. Σιγά σιγά σταμάτησαν τελείως γιατί τα πυρομαχικά τέλειωσαν και οι Αμερικανοί δεν ήταν εκεί για να φέρουν καινούρια.

Οι απώλειες σιγά σιγά, ανεπαίσθητα σχεδόν, μεγάλωναν μέρα τη μέρα. Έτσι ο διοικητής σας αποφάσισε να αραιώσει τις περιπολίες και να εστιάσει περισσότερο στην ασφάλεια της πόλης.

Καθημερινά όμως, χωρικοί έφταναν στην πόλη κυνηγημένοι από τους Ταλιμπάν. Είχαν μπει, έλεγαν, στο χωριό τους και πήραν με το ζόρι τρόφιμα και νερό. Μερικοί λήστεψαν και κάποιους χωρικούς και τους πήραν τα λιγοστά χρήματα. Όταν αυτοί διαμαρτυρήθηκαν στον επικεφαλής των Ταλιμπάν, διέταξε να τους χτυπήσουν ανελέητα. Κάποιες φορές τους στρατολόγησαν βιαίως κι όταν αρνήθηκαν να αποκαλύψουν πού ήταν κρυμμένα τα αγόρια τους, τους … εκτέλεσαν εν ψυχρώ! Τους είπαν προδότες και άπιστους κι ότι ο προφήτης διατάζει να πεθάνουν.

Πού ήταν ο στρατός να τους προστατέψει; Πού ήταν το κράτος;

Οι χωρικοί κάθε ημέρα αυξάνονταν στην πόλη κι οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να δυσανασχετούν. Οι χωρικοί έρχονταν, ενώ οι ίδιοι οι κάτοικοί της, δεν μπορούσαν να βγουν με ασφάλεια από την πόλη. Αλλά κι αν έβγαιναν, ήταν  δύσκολο έως αδύνατον να ταξιδέψουν. Οι ελάχιστοι δρόμοι ήταν μισοκατεστραμμένοι, η συγκοινωνία σχεδόν ανύπαρκτη και οι υποσχέσεις για δρόμους δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.

Όπως δεν κτίστηκε ποτέ εκείνο το νοσοκομείο που τους είχε τάξει ο πρόεδρος όταν ήρθε στην πόλη τους πριν λίγα χρόνια. Τα παιδιά τους εξακολουθούσαν να πηγαίνουν σε αυτοσχέδια σχολεία-σκηνές και ακόμα και τώρα δίσταζαν να στείλουν τα κορίτσια στα σχολεία, γιατί ο κακός γείτονας έβλεπε και όταν υπήρχε κάποια διαφωνία έλεγε «θα δεις όταν έρθουν οι Ταλιμπάν…»

Στην αρχή κάποιοι πήγαν να καταδώσουν τους συμπαθούντες τους Ταλιμπάν, αλλά ο τοπικός κυβερνήτης που δεν ήταν άλλος από τον πρώην πολέμαρχο της εποχής του εμφυλίου, τον οποίο είχε τοποθετήσει εκεί η κυβέρνηση για να έχει την υποστήριξή του, δεχόταν δώρα και ψεύτικες διαβεβαιώσεις από φίλους και συγγενείς των καταγγελομένων και έκανε τα στραβά μάτια. Το ίδιο και η αστυνομία και ο τοπικός ειρηνοδίκης…Άμα είχες να πληρώσεις όλα γίνονταν. Αλλά ποιος είχε να πληρώσει; Μόνο όσοι ασχολούνταν με την παπαρούνα.

Αυτοί και εσύ! Εσύ ο στρατιώτης δημόσιος υπάλληλος που σε πήραν στον στρατό, γιατί ο πατέρας σου στην Καμπούλ δούλευε για τους Αμερικάνους.

Στο μεταξύ η πείνα μεγάλωνε στην πόλη. Τα χρήματα λιγόστευαν, όπως και αυτοί που τα είχαν. Η ασφάλεια υποβαθμίζονταν μέρα την ημέρα. Η δυσαρέσκεια μεγάλωνε κι εσύ γινόσουν όλο και πιο συχνά στόχος των πολιτών.

«Η κυβέρνηση βολεύει τους Τατζίκους κι εμάς μας έχει παρατήσει στο έλεος των Ταλιμπάν», «Εσύ πληρώνεσαι για να μας προστατεύεις και δεν κάνεις τίποτα», «εμείς πεινάμε κι εσείς σκορπάτε τα λεφτά στις πουτάνες» κοκ.

Όλο και συχνότερα ακούγονται φωνές στις πλατείες « τουλάχιστον με τους Ταλιμπάν, είχαμε ένα πιάτο φαγητό!», «είχαμε ασφάλεια!», «μπορεί τα κορίτσια να μην πήγαιναν σχολείο, αλλά τουλάχιστον δεν μας λήστευαν!»

Κάποια στιγμή μια μικρή αυτοσχέδια βόμβα έσκασε στην πλατεία. Έκανε περισσότερο θόρυβο, παρά ζημιά. Αλλά η προκήρυξη που φάνηκε να πετάει στον αέρα, έκανε περισσότερο θόρυβο! «Ερχόμαστε! Πίστη στα λόγια του προφήτη. Κανένα έλεος στους απίστους!Θάνατος στους συνεργάτες των σταυροφόρων!»

Σε λίγες ημέρες οι Ταλιμπάν πια, κυκλοφορούν έξω από την πόλη σχεδόν ελεύθερα. Ο διοικητής σου εκλιπαρεί για αεροπορική βοήθεια και ενισχύσεις από τον ασύρματο γιατί τα τηλέφωνα έχουν πια κοπεί. Ενισχύσεις δεν έρχονται. Λεφτά για καύσιμα δεν υπάρχουν. Τα έφαγαν οι μεσάζοντες των υπουργών, των δημοσίων υπαλλήλων και υψηλόβαθμα στελέχη του στρατού.

Όπως και στην πόλη σου, έτσι και στην πρωτεύουσα Καμπούλ οι αρχηγοί έχουν κλειστεί και κοιτάνε την πάρτη τους. Δεν στέλνουν δυνάμεις στην επαρχία, όπου μπορεί να μη φτάσουν ποτέ, τώρα που δεν υπάρχουν οι Αμερικανοί και σίγουρα θα λείψουν από την ασφάλεια της πρωτεύουσας.

Διστακτικά στην αρχή, όλο και πιο επίμονα στη συνέχεια οι Ταλιμπάν αρχίζουν και επιτίθενται στην πόλη. Στην αρχή αποκρούονται από το στρατό. Αρχίζουν και πετούν σποραδικά ρουκέτες μέσα στην πόλη από μακριά. Πολίτες και παιδιά σκοτώνονται.

Οι επιθέσεις πυκνώνουν. Τα μέσα, τρόφιμα, πυρομαχικά αλλά κυρίως όρεξη για μάχη στερεύουν. Οι Αμερικανοί έφυγαν. Η κυβέρνηση δεν σε υποστηρίζει. Οι πολίτες δεν υποστηρίζουν. Ξέρουν ότι παραδοσιακά στο Αφγανιστάν για να επιβιώσεις πρέπει να πας με τον ισχυρό. Και οι Αμερικανοί έφυγαν.

Οι Αμερικανοί ΕΦΥΓΑΝ!

Για την ακρίβεια, έφυγε ένα ανεξάντλητο πορτοφόλι. Χρημάτων, δυνάμεων και μέσων. Έφυγαν και άφησαν πίσω τους ένα ανοργάνωτο διεφθαρμένο κράτος. Κατακερματισμένο από τη διαφθορά, τις εθνοτικές διαφορές, την ανυπαρξία θεσμών, την έλλειψη θέλησης για λειτουργία θεσμών, γιατί αυτή θα έθιγε πολλά επιμέρους μικροσυμφέροντα όλων αυτών με τους οποίους έπρεπε οι Αμερικανοί να συμμαχήσουν για να καταλάβουν το Αφγανιστάν εξ αρχής.

Δεν έχεις μέλλον. Δεν έχεις ζωή. Δεν έχεις ασφάλεια για τίποτα. Δεν είσαι σίγουρος πια από ποιον κινδυνεύεις περισσότερο. Από τους Ταλιμπάν ή από μια ανίκανη ανύπαρκτη κυβέρνηση και ένα κράτος που τώρα πια καθυστερεί και να σε πληρώσει.

Μια μέρα πετάς τη στολή σου και ανακατεύεσαι με το πλήθος. Το ίδιο έκαναν και οι περισσότεροι συνάδελφοί σου. Οι Ταλιμπάν μπαίνουν στην πόλη σχεδόν ανεμπόδιστα. Μερικοί συνάδελφοί σου που προσπαθούν να αντισταθούν, εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες και μάλιστα δημόσια.

Η πόλη έπεσε. Και δεν έπεσε γιατί δεν είχε στρατό. Έπεσε γιατί κανένας δεν πίστευε στο κράτος. Κανένας δεν κατάφερε να τον κάνει να πιστέψει. Κανένας δεν προσπάθησε να τον κάνει να πιστέψει. Και τέλος, κανένας δεν προσπάθησε να τον ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΕΙ να πιστέψει εγκαταλείποντας με το ζόρι, εν ανάγκη, βλαβερές νοοτροπίες αιώνων.

Το Αφγανιστάν έπεσε, γιατί ακόμα μια φορά οι Αμερικανοί δεν κατάλαβαν, ότι όλος ο κόσμος δεν λειτουργεί όπως η Δύση.

Ίσως να μην τους νοιάζει κιόλας. Ίσως να μην έχει και σημασία…

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ