Καβαλλάριος: Η αιχμή του Βυζαντινού δόρατος

Ο Καβαλλάριος, ο ιππέας, δηλαδή, αποτέλεσε τον πυρήνα, του Βυζαντινού στρατού για περισσότερα από 1.000 έτη στα πεδία των μαχών.

 

 

Ο Βυζαντινός Στρατός αντιμετώπιζε σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του το πρόβλημα της ανάγκης αντιμετώπισης εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους αντιπάλων στρατών, οι οποίοι πολεμούσαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Κάθε αντίπαλο έθνος ακολουθούσε το δικό του πολεμικό έθος στο οποίο έπρεπε να προσαρμόζονται κάθε φορά οι Βυζαντινοί.

Οι Βυζαντινοί εξόπλισαν με τόξα το σύνολο των ιππέων τους μετατρέποντας το ιππικό σε ταχυκίνητη εξέδρα εκτόξευσης «πυρός».

Αυτά ήταν τα περίφημα τάγματα των Καβαλαριών. Οι άνδρες που υπηρετούσαν στα τάγματα αυτά ήταν υπήκοοι της αυτοκρατορίας κυρίως ελληνικής, γερμανικής, λατινικής ή αρμενικής καταγωγής.

Ήταν οπλισμένοι με σύνθετο, ισχυρό τόξο, μακριά σπάθη και μικρή στρογγυλή ασπίδα. Έφεραν σιδηρά κράνη και αλυσιδωτούς θώρακες, περικνημίδες και περιχειρίδες από μέταλλο ή ξύλο ή από κέρας ζώου.

Ήταν άριστα εκπαιδευμένοι στη χρήση του κύριου επιθετικού τους όπλου, του τόξου, το οποίο χρησιμοποιούσαν με άνεση καλπάζοντας με τη μέγιστη ταχύτητα.

Χάρη στην μεγάλη διατρητική ικανότητα του συνθέτου τόξου, οι Βυζαντινοί ιππείς ήταν ικανοί να εξουδετερώνουν βαρύτερα θωρακισμένους και εξοπλισμένους αντιπάλους, οι οποίοι όμως υστερούσαν από πλευράς ταχύτητας και ευελιξίας.




Ο Αγαθίας ο Σχολαστικός πάντως αναφέρει ότι οι απλοί Καβαλάριοι έφεραν επίσης λόγχη, όπως και οι Βουκελάριοι. Μετά το 550 μ.Χ. συγκροτήθηκαν και ανεξάρτητα τμήματα ελαφρού ιππικού από υπηκόους της αυτοκρατορίας.

Τα τμήματα αυτά , των ανιχνευτών, περιελάμβαναν στις τάξεις τους επίλεκτους Καβαλάριους, οι οποίοι αποσπούντο από τα τάγματα τους.

Βασική μονάδα μάχης του Βυζαντινού Στρατού- ως τον 13ο αιώνα- ήταν το νούμερο, ή αριθμός, ή βάνδον, ή τάγμα.

Η ονομασία νούμερο προερχόταν από τη ομόηχη λατινική λέξη, η μετάφραση της οποίας στα ελληνικά ήταν φυσικά αριθμός. Βάνδον ήταν το λάβαρο, η σημαία του τάγματος και κατ’ επέκταση το ίδιο το τάγμα. Ο όρος τάγμα, πάντως, καθιερώθηκε οριστικά στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. και αντικατέστησε όλους τους παραπάνω λατινογενείς όρους.

Οι Καβαλάριοι ήταν οργανωμένο σε τάγματα. Το κάθε τάγμα υποδιαιρείτο σε τρείς εκατονταρχίες (κενταρχίες), η καθεμιά των οποίων διοικείτο από έναν κένταρχο ή κεντάρχη. Ο αρχαιότερος κένταρχος ονομαζόταν ιλάρχης ή ίλαρχος και εκτελούσε χρέη υποδιοικητή και υπασπιστή του τάγματος.




Ο διοικητής του τάγματος ιππικού έφερε επίσης τον τίτλο του κόμητος. Θεωρητικά η κάθε κενταρχία ιππικού περιελάμβανε στις τάξεις της 100 άνδρες, ανεβάζοντας έτσι την αριθμητική δύναμη του τάγματος σε 300 μάχιμους άνδρες. Συνήθως όμως οι κενταρχίες δεν διέθεταν περισσότερους από 80 άνδρες.

Υπήρχαν όμως και υπεράριθμα τάγματα με περισσότερους από 400 στρατιώτες. Τα τάγματα με δύναμη κάτω των 200 μαχίμων ανδρών ονομαζόταν «απόμοιρα» τάγματα.

Ο συνολικός αριθμός των ανδρών ενός τάγματος όμως μπορούσε να ξεπεράσει και τον αριθμό των 400 ανδρών, περιλαμβανομένων και των βοηθητικών. Κάθε τάγμα διέθετε έναν ιερέα, έναν γιατρό με τους βοηθούς νοσοκόμους και τραυματιοφορείς του, αριθμό οπλοτεχνιτών, ιπποκόμους των ανδρών, βουκινάτορες (σαλπιγκτές), κήρυκες, αξιωματικούς στρατοπεδίας, ανιχνευτές και υποζύγια.

Οι ιπποκόμοι πολλές φορές συμμετείχαν μάλιστα στις επιχειρήσεις και πολεμούσαν ως ελαφρύ πεζικό, υποστηρίζοντας τους Καβαλάριους.

Αρχικά οι Καβαλάριοι ήταν εξοπλισμένοι αποκλειστικά με τόξο και σπάθη. Από το 550 μ.Χ. όμως και μετά, φαίνεται πως μέρος τους εξοπλίστηκε και με μακριά λόγχη.

Πριν τον επανεξοπλισμό τους αυτό ,οι Καβαλάριοι πολεμούσαν σε βάθος ως και 8 ζυγών. Πολλές φορές όμως μέρος του τάγματος-συνήθως η μία κεντραχία- «έσπαγε» τους ζυγούς και πολεμούσε σε διάταξη ακροβολισμού, μπροστά από το μέτωπο του τάγματος.




Οι λοιποί άνδρες του τάγματος παρέμεναν συντεταγμένοι, έτοιμοι να σπεύσουν σε βοήθεια, ή να εκμεταλλευτούν την επιτυχία των προπομπών.

Ακόμα και συντεταγμένοι πάντως οι ιππείς έπρεπε να διατηρούν τέτοια απόσταση μεταξύ τους ώστε να είναι δυνατή η πλήρης περιστροφή των ίππων τους και η άμεση εκτέλεση μεταβολής μετώπου. Ο σχηματισμός πάντως που ελάμβανε το τάγμα είχε να κάνει και με τους αντιπάλους που αντιμετώπιζε.

Κατά των Βανδάλων, για παράδειγμα, οι οποίοι ήταν βαριά οπλισμένοι και ορμητικοί, αλλά δεν διέθεταν εκηβόλα όπλα, η ασφαλέστερη λύση για τους Βυζαντινούς Καβαλάριους ήταν να διασπούν τους ζυγούς τους και να πολεμούν ακροβολισμένοι, αποφεύγοντας τις εφόδους του εχθρού και θερίζοντας τον με βέλη.

Εναντίον των Περσών όμως, οι οποίοι διέθεταν επίσης τόξα, η καλύτερη τακτική ήταν η εξαπόλυση μαζικών βολών, τις οποίες μόνο ένα συντεταγμένο τμήμα ήταν σε θέση να εξαπολύσει.

Αργότερα με την εισαγωγή της λόγχης στο οπλοστάσιο των καβαλαριών, το βάθος των σχηματισμών μεταβλήθηκε.

Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος αναφέρει ότι οι πέραν των 4 πρώτων ζυγοί στην παράταξη ενός τάγματος ιππικού δεν συνεισφέρουν το παραμικρό στην πολεμική ισχύ του τάγματος.




Προτείνει όμως σχηματισμούς βάθους ως και 10 ζυγών για τα μη εμπειροπόλεμα τάγματα, ώστε το μεγάλο βάθος να εξασφαλίζει σταθερότητα στον σχηματισμό.

Για επίλεκτα τμήματα αναφέρει ως ιδανικό βάθος τάξης αυτό των 5 ζυγών.

Στην πραγματικότητα τα επίλεκτα τάγματα τάσσονταν συνήθως σε βάθος 4 ζυγών και τα κοινά τάγματα σε βάθος 7 ή 8 ζυγών. Από αυτούς οι δύο πρώτοι και ο τελευταίος ζυγός επανδρώνονταν από στρατιώτες οπλισμένους με λόγχη και τόξο και οι υπόλοιποι από τοξοφόρους ιππείς.

Αναλόγως του οπλισμού τους οι ιππείς διακρίνονταν σε «Κούρσορες» (προκλάστες) και «Δηφένσορες» (έκδικοι).

Οι πρώτοι ήταν όλοι εξοπλισμένοι με τόξο και ήταν επιφορτισμένοι με την πρόκληση απωλειών στον εχθρό, στη φάση της προσπέλασης και στη φάση της καταδίωξης του.

Λειτουργούσαν επίσης ως πλαγιοφύλακες και ως σύνδεσμοι ανάμεσα στα κενά μεταξύ των τμημάτων. Άλλα τμήματα «Κουρσόρων» τάσσονταν αριστερά και δεξιά, σε κάποια απόσταση από την κύρια παράταξη, για να εμποδίσουν εχθρική υπερκέραση ή να υπερκεράσουν οι ίδιοι τον αντίπαλο, αντίστοιχα.

Ανάλογα με την αποστολή τους οι άνδρες αυτοί ονομάζονταν «υπερκεραστές»-όταν τάσσονταν στο άκρο δεξιό του στρατού και «πλαγιοφύλακες»- όταν τάσσονταν στο άκρο αριστερό. Υπήρχαν επίσης ειδικά τμήματα «ενεδρευτών» και «προσκόπων» ανιχνευτών.

Οι «Δηφένσορες» έφεραν ως πρωταρχικό όπλο την λόγχη. Αποστολή τους ήταν να πολεμούν συντεταγμένοι και να υποστηρίζουν όταν χρειαζόταν τους «Κούρσορες».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ