Η μάχη του Καπορέτο αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες νίκες όλων των εποχών, η οποία επετεύχθη εναντίον ισχυρότερου αντιπάλου σε εξαιρετικά δύσβατο έδαφος.
Η ιταλική 2α Στρατιά κρατούσε έναν εκτεταμένο τομέα μετώπου νότια της Γκορίτσια.
Η συγκεκριμένη στρατιά είχε κερδίσει τις δάφνες της επιτυχούς για τους Ιταλούς 11ης επίθεσης του Ιζόντσο.
Ήταν η ισχυρότερη ιταλική στρατιά με εννέα σώματα στρατού υπό τις διαταγές της και 24 μεραρχίες, επί μετώπου 60χλμ.
Τόσο ο διοικητής στρατηγός Καπέλο, όσο και ο Ιταλός αρχιστράτηγος Καντόρνα είχαν λοιπόν κάθε λόγο να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία.
Απέναντι της βρισκόταν αρχικά η αυστριακή 2η Στρατιά του Ιζόντσο και η επίσης αυστριακή 10η Στρατιά.
Η τελευταία αποσύρθηκε δυτικότερα, αφήνοντας χώρο για την νέα μικτή αυστρογερμανική 14η Στρατιά.
Το πρόβλημα για τους Ιταλούς ήταν ότι είχαν στραμμένο το κέντρο βάρους τους προς ανατολάς, προς τον τομέα της Γκορίτσια και του κάτω Ιζόντσο.
Εκεί παρατάσσονταν τα έξι από τα εννέα σώματα στρατού της ιταλικής 2ας Στρατιάς, αφήνοντας τρία να φρουρούν τον αλπικό τομέα του μετώπου, μήκους 30 χλμ. περίπου.
Δεν ήταν παράλογο πάντως να αναμένει η ιταλική διοίκηση από τις οκτώ μεραρχίες του τομέα να αμυνθούν με σχετική ευκολία 30 χλμ. ορεινού εδάφους, το οποίο, κατά την άποψη της, δεν θα μπορούσε να αξιοποιήσει προς όφελος του ο εχθρός.
Και σε αυτήν την παρατήρηση η ιταλική διοίκηση δεν φαινόταν να κάνει λάθος.
Έτσι γεννήθηκε στο ιταλικό επιτελείο ένα αίσθημα ασφαλείας για τον συγκεκριμένο τομέα. Ωστόσο στον πόλεμο δεν υπάρχουν αξιώματα.
Ακριβώς έτσι σκεπτόμενοι οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί αποφάσισαν να επιτεθούν ακριβώς εκεί που δεν τους περίμεναν, στον αλπικό τομέα, επί μετώπου μικρότερου των 30 χλμ.
Το σχέδιο επίθεσης ήταν προϊόν της συνεργασίας δύο έμπειρων στον ορεινό αγώνα στρατηγών, του Γερμανού στρατηγού Κραφτ και του Αυστριακού αντιστράτηγου Κράους.
Η σχεδιαζόμενη επίθεση έπρεπε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο, ο οποίος την εποχή εκείνη του έτους – μέσα φθινοπώρου – είχε έναν ακόμα λόγο να μην θεωρεί πιθανό το ενδεχόμενο εκτόξευσης επίθεσης στον αλπικό τομέα.
Άλλες τέσσερις μεραρχίες των ιταλικών 4ου, 27ου και 7ου Σωμάτων Στρατού τηρούντο εν εφεδρεία, μερικά χιλιόμετρα πίσω από την πρώτη γραμμή.
Το αυστρογερμανικό σχέδιο ήταν απλό. Απολαμβάνοντας αριθμητική υπεροχή της τάξης του 5: 1 στους τομείς επίθεσης και ποιοτικής υπεροχής γενικότερα, οι Κραφτ και Κράους σχεδίασαν να επιτεθούν κατά μήκος της κοιλάδας του άνω Ιζόντσο με σκοπό την κατάληψη του Καπορέτο και την εξάρθρωση σε πρώτο χρόνο της αριστερής πτέρυγας της ιταλικής 2ας Στρατιάς.
Αν κατόρθωναν να καταλάβουν και τα υψώματα Στολ και Κόλοβρατ, τα οποία σχημάτιζαν τον δυτικό βραχίονα της οροσειράς του Μαύρου όρους, τίποτε δεν θα μπορούσε να τους σταματήσει από το να αποδιαρθρώσουν ή και να περικυκλώσουν το σύνολο της ιταλικής στρατιάς, αναγκάζοντας τον Ιταλικό Στρατό στο σύνολο του να υποχωρήσει πίσω από τον ποταμό Πάδο.
Ο αρχιστράτηγος Καντόρνα αντιδρώντας στις πληροφορίες αρκέστηκε να αποστείλει στον απειλούμενο τομέα δύο συντάγματα πεζικού.
Μοιραία όταν τα ξημερώματα της 24ης Οκτωβρίου άρχισε ο αυστρογερμανικός βομβαρδισμός, οι Ιταλοί, επιτελεία και στρατιώτες, υπέστησαν τον πρώτο δυσάρεστο αιφνιδιασμό.
Το πρωί της 24ης Οκτωβρίου, οι Αυστριακοί του Κράους επιτέθηκαν πρώτοι, διέσπασαν τις ιταλικές θέσεις και κατέλαβαν σχεδόν το ύψωμα Στολ.
Στον κεντρικό τομέα το Σώμα Αλπινιστών, με προπομπό τον αεικίνητο και άφοβο, υπολοχαγό τότε, Έρβιν Ρόμελ, κατόρθωσε να κινηθεί ως το Κόλοβρατ, ανοίγοντας τον δρόμο στην 12η Σιλεσιακή Μεραρχία προς το Καπορέτο, το οποίο και κατελήφθη την ίδια μέρα.
Ο Καντόρνα διέταξε την άμεση αποστολή στο απειλούμενο μέτωπο πέντε μεραρχιών και άλλων τεσσάρων σε δεύτερο χρόνο.
Τα στρατεύματα αυτά όμως έπεσαν πάνω σε φυγάδες Ιταλούς, αναμίχθηκαν μαζί τους και σύντομα επεκράτησε πανικός.
Σε αυτό βοήθησαν και οι Γερμανοί και Αυστριακοί οι οποίοι με βαθιές διεισδύσεις εμφανίζονταν παντού, δίδοντας την εντύπωση στους Ιταλούς ότι το μέτωπο τους είχε εντελώς καταρρεύσει. Δεν ήταν όμως ακριβώς έτσι.
Απλώς τα αυστρογερμανικά εφόδου, εκμεταλλευόμενα το ανάγλυφο τους εδάφους, κινούνταν μέσω των ορέων, υπερκεράζοντας τις ιταλικές θέσεις στις κοιλάδες, κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που έπραξε ο στρατάρχης Παπάγος το 1940 –41 στην Βόρειο Ήπειρο.
Πανικόβλητοι οι Ιταλοί τράπηκαν τότε σε άτακτη φυγή, 28 μόλις ώρες από την έναρξη της επίθεσης, γεγονός πρωτοφανές για τα δεδομένα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σταμάτησαν μόνο αφού πέρασαν τον Πάδο, στις 7 Νοεμβρίου 1917 και αφού ενισχύθηκαν με γαλλικά και βρετανικά στρατεύματα.
Μέσα σε τρείς μέρες είχαν χάσει τα εδαφικά κέρδη δύο ετών μαχών, μαζί με περισσότερους από 300.000 άνδρες και 3.000 πυροβόλα.