Η κοινοτοπία του κακού

αιχμαν

Γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς*

Στις 12 Δεκεμβρίου 1961 το Τριμελές Δικαστήριο της Ιερουσαλήμ εκδίδει την απόφαση του για τον Άντολφ Άιχμαν. Το δικαστήριο βρίσκει τον Άιχμαν ένοχο για όλες τις κατηγορίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά του Εβραϊκού λαού και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Στις 15 Δεκεμβρίου ανακοινώνεται η ποινή του θανάτου και στις 31 Μαΐου 192, εκτελείται με απαγχονισμό.

Η δίκη προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις, καθώς η υπεράσπιση του κατηγορουμένου έθετε το θέμα της εκτέλεσης εντολών από τους ανωτέρους. Αξιοσημείωτη υπήρξε η στάση της συγγραφέως και φιλοσόφου Χάνα Άρεντ, η οποία υποστήριζε την θέση για την «κοινοτοπία του κακού». Αποσυνδέοντας τη ναζιστική γενοκτονία από οποιαδήποτε αιτιολογία ψυχοπάθειας, η Άρεντ απέρριπτε τη ριζοσπαστική φύση του κακού χάριν της «κοινοτοπίας» του: οι δράστες ήταν άτομα σαν τον Άιχμαν, γκρίζοι γραφειοκράτες, διανοητικές μετριότητες, «κανονικοί» Γερμανοί, οι οποίοι υιοθέτησαν το ναζιστικό συνονθύλευμα ιδεών εγκαταλείποντας κάθε προσωπική αξιολογική κρίση ή ηθική επιλογή και απεκδυόμενοι οποιασδήποτε ευθύνης για τις πράξεις τους.

Η θέση αυτή δέχτηκε κατά καιρούς, σκληρές κριτικές για την φιλοσοφική της τεκμηρίωση.

Το 2011 η Γερμανίδα φιλόσοφος Μπετίνα Στάνγκνετ δημοσίευσε μια μελέτη του Άιχμαν της Αργεντινής, όχι του Άιχμαν της Ιερουσαλήμ τον οποίο εξέταζε η Άρεντ. Έχοντας στην διάθεση της νέες πηγές και στοιχεία που βρέθηκαν στην Αργεντινή κατά την διάρκεια της εκεί διαμονής του Άιχμαν, η Στάνγκνετ καταλήγει σε άλλα συμπεράσματα.

Δεν αποδομεί την έννοια της «κοινοτοπίας του κακού», καταρρίπτει όμως την ισχύ της όσον αφορά το πρόσωπο που την ενσάρκωσε, τον Άιχμαν. Αποφαίνεται ότι ο ασήμαντος γραφειοκράτης υπήρξε μόνο το προσωπείο που ένας πολύπλοκος χαρακτήρας φόρεσε στη δίκη του, ελπίζοντας να αποφύγει τις συνέπειες της ενοχής του.

Η αντεστραμμένη ηθική του Άιχμαν είναι αυτή ενός πεπεισμένου εθνικοσοσιαλιστή – οι φυλετικές και βιολογικές κατηγορίες υπερβαίνουν τις πολιτισμικές, το αίμα ακυρώνει τις αξίες, η εξόντωση των Εβραίων αποβαίνει καθήκον.

Όπως σημειώνει ο Αμερικανός ιστορικός του ναζισμού Κρίστοφερ Μπράουνινγκ στους «New York Times», ο Άντολφ Άιχμαν ταίριαζε στο πορτρέτο της Χάνα Άρεντ μόνο κατά το ήμισυ: αποτελούσε συνώνυμο του κακού, όχι όμως της κοινοτοπίας.

Ενδεικτικό του τρόπου που σκέπτονταν ο Άιχμαν όταν βρίσκονταν στην Αργεντινή και δεν αντιμετώπιζε το δικαστήριο, είναι και το εξής: «Και πρέπει να καταλάβετε ότι αυτό ήταν το κίνητρό μου όταν λέω, αν 10,3 εκατομμύρια αυτών των εχθρών [Εβραίων] είχαν εξολοθρευθεί, τότε θα είχαμε εκπληρώσει το χρέος μας. Και επειδή αυτό δεν συνέβη, θα σας πω ότι όσοι δεν έχουν ακόμη γεννηθεί θα πρέπει να υποστούν αυτή την ταλαιπωρία και δυσκολία. Πιθανόν θα μας καταραστούν… Κάναμε ό,τι μπορούσαμε.»

ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΕΙΣ

Το 2006, η CIA αποχαρακτήρισε 27.000 σελίδες οι οποίες αφορούν τις συναλλαγές των ΗΠΑ με πρώην Ναζί στην μεταπολεμική Ευρώπη.

Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι η CIA και η μυστική υπηρεσία της Δυτικής Γερμανίας BND, γνώριζαν ότι ο Άιχμαν κρύβονταν στην Αργεντινή από το 1958, δύο χρόνια πριν τον απαγάγουν από εκεί οι πράκτορες της MOSSAD.

Η Ουάσιγκτον και η Βόννη δεν ειδοποίησαν τους Ισραηλινούς γιατί θεωρούσαν ότι αυτό δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους σε εκείνη την φάση του Ψυχρού Πολέμου. Οι Γερμανοί είχαν και άλλους, ιδιαίτερους λόγους.

Τα έγγραφα δείχνουν ότι η BND θα μπορούσε να συλλάβει τον Άιχμαν στην δεκαετία του ΄50, αλλά φοβήθηκε ότι θα μπορούσε να μιλήσει και να εκθέσει τον Χανς Γκλόμπκε, έναν υψηλόβαθμο Ναζί που αποτελούσε μέλος της κυβέρνησης Aντενάουερ. Είχε διατελέσει μέλος του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων του Υπουργείου Εσωτερικών στην δεκαετία του ΄30 και βοήθησε στην σύνταξη των Νόμων της Νυρεμβέργης για τους Εβραίους. Στην μεταπολεμική Δυτική Γερμανία ο Γκλόμπκε ήταν Σύμβουλος Ασφαλείας του καγκελαρίου Aντενάουερ και σύνδεσμος της καγκελαρίας με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.

Το 1960 μετά από  αίτημα της κυβέρνησης της Δυτικής Γερμανίας, η CIA έπεισε το γνωστό περιοδικό Life να αφαιρέσει από τα απομνημονεύματα του Άιχμαν, που το περιοδικό είχε αποκτήσει και ετοιμάζονταν να εκδώσει, όλα τα αποσπάσματα που αφορούσαν τον Χανς Γκλόμπκε.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1960, ο διευθυντής της CIA Άλεν Ντάλες ανέφερε στον Ράινχαρντ Γκέλεν  (επίσης γνωστό Ναζί αξιωματικό), τον επικεφαλής της BND: Το Life πιστεύει ότι έχει στην κατοχή του όλο το υλικό που είναι περίπου 600 σελίδες, εκ των οποίων 40 χειρόγραφες από τον Άιχμαν…Όλο το υλικό έχει διαβαστεί. Μια ασαφής αναφορά στον Γκλόμπκε την οποία το Life παρέλειψε, σύμφωνα με το αίτημα μας».

Ο Γκέλεν, φοβούμενος ότι ο Άιχμαν μπορούσε να πει κάτι για τον Γκλόμπκε κατά την διάρκεια της δίκης ταξίδεψε στις ΗΠΑ τον Απρίλιο 1961 για να συναντήσει τον Ντάλες. Στην συνάντηση του μετέφερε ευαίσθητα στοιχεία από την ομάδα υπεράσπισης του Άιχμαν, ότι ο Ναζί εγκληματίας πολέμου είχε μεταστραφεί στον κομμουνισμό, ενώ βρίσκονταν στα χέρια των Ισραηλινών. Οι Δυτικογερμανοί είχαν την ελπίδα ότι οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιούσαν αυτή την πληροφορία για να ξεκινήσουν μια παγκόσμια καμπάνια, η οποία θα αποδομούσε τον Άιχμαν ως όργανο της Σοβιετικής προπαγάνδας. Μετά από έρευνα, η CIA απέρριψε τα στοιχεία ως μη αξιόπιστα.

Σήμερα,60 χρόνια μετά την δίκη του Άιχμαν το θέμα της κοινοτοπίας του κακού εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό σε ερμηνείες και στάσεις.

 


Περισσότερα άρθρα από το Βαγγέλη Χωραφά:

ΑΠΟΨΕΙΣ – ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΩΡΑΦΑΣ


 

 

*Ανάρτηση στο facebook

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ