Η μάχη του Κηφισού: Γάλλοι έφιπποι ιππότες εναντίον πεζών Καταλανών

Η μάχη του Κηφισού: Μια απίστευτη ιστορία από την μεσαιωνική Ελλάδα που διαδραματίζεται το 1311 στην ευρύτερη περιοχή της σημερινής Αθήνας

 

Γράφει ο Έκτωρ – Ευάγγελος Χαρατσής*

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η ελληνική επικράτεια μοιράστηκε μεταξύ ευγενών Φράγκων ιπποτών, που συμμετείχαν ενεργά στην υλοποίηση της 4ης Σταυροφορίας.

Για περίπου ένα αιώνα, οι Γάλλοι ιππότες της αποκαλούμενης Ρωμανίας, διατηρούσαν την φήμη των πιο εκλεκτών μαχητών της φραγκικής Δύσης, ενώ το δουκάτο Αθηνών-Θηβών αποτέλεσε την διοικητική έδρα της οικογένειας των ισχυρών ντε λα Ρος.

Το 1296, στέφθηκε δούκας Αθηνών-Θηβών στην καθεδρική εκκλησία της Θήβας ο Γκυ Β΄, έχοντας ως έδρα του το μεγαλοπρεπές κάστρο του Σαιντ Ομέρ (σήμερα τα ερείπια του είναι γνωστά ως πύργος του Σανταμέρη).

Το 1306, οι Βυζαντινοί του δεσποτάτου της Ηπείρου εισέβαλλαν στην Θεσσαλία, ερχόμενοι σε σύγκρουση με τον στρατό του Γκυ Β’ που δρούσε ως προστάτης του δουκάτου της Θεσσαλίας.

Οι επιχειρήσεις εκκαθάρισης του θεσσαλικού εδάφους έφεραν τους ιππότες του βοιωτικού δουκάτου μέχρι την Μακεδονία.

Στο μεταξύ από το 1305, είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο ένας νέος απρόβλεπτος παράγοντας, η Καταλανική Εταιρεία (Κομπανία), μία άναρχη ομάδα Ιβήρων μισθοφόρων, που μίσθωναν τις πολεμικές τους υπηρεσίες στους Βυζαντινούς για να απαλλάξουν την Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους.




Ο δούκας της Θήβας αποφάσισε να μισθώσει και αυτός τις υπηρεσίες τους για να απωθήσει τους Βυζαντινούς της Ηπείρου όμως τον Οκτώβριο του 1308, πέθανε άκληρος ύστερα από ανίατη ασθένεια και θάφτηκε στη μονή του Δαφνίου όπως και οι προγονοί του ντε Λα Ρος.

Με απόφαση του Συμβουλίου των Φράγκων ευγενών το δουκάτο πέρασε στα χέρια του πρώτου εξαδέλφου του Γουόλτερ Ε’ της Βριένης γιου της Ισαβέλλας ντε Λα Ρος και του κόμη Ούγου της Βριένης.

Μέσα σε 6 μήνες, οι σκληροτράχηλοι Καταλανοί κατάφεραν να επιβληθούν των αντιπάλων του δούκα προξενώντας παράλληλα σημαντικές καταστροφές στον εύφορο κάμπο της Θεσσαλίας.

Όταν έφτασε η ώρα της πληρωμής τους ο Γουόλτερ αρνήθηκε να καταβάλει τα δεδουλευμένα.

Αντίθετα πρότεινε σε 200 έφιππους και 300 επίλεκτους Καταλανούς πεζούς να παραμείνουν στην υπηρεσία του ενώ διέταξε τους υπόλοιπους να εγκαταλείψουν αμέσως την Θεσσαλία.

Η άρνηση πληρωμής σήμανε την προετοιμασία για μία ένοπλη σύγκρουση στο πεδίο της τιμής.




Οι Καταλανοί μισθοφόροι ήταν περίπου 3.500 έφιπποι και 4.000 πεζοί μαχητές και ανέπτυξαν τις δυνάμεις στους πρόποδες του Παρνασσού, στην δεξιά όχθη του βοιωτικού ποταμού Κηφισού, στην ιστορική πεδιάδα που απλωνόταν μεταξύ Ορχομενού και Χαιρώνειας.

Η περιοχή ήταν γεμάτη έλη γεγονός που θα μπορούσε να ανακόψει την φονική επέλαση των κατάφρακτων Φράγκων ιπποτών.

Για να σιγουρέψουν την απόρθητη θέση τους οι Καταλανοί άνοιξαν μία τάφρο μπροστά από τις γραμμές τους και την γέμισαν με νερό από το γειτονικό ποτάμι, ελπίζοντας πως μέχρι να έρθει η άνοιξη το έδαφος θα χορτάριαζε και θα φαινόταν σαν συμπαγές ώστε να ξεγελάσουν τους ιππότες του δουκάτου.

Παράλληλα, όπως είχαν πράξει το 86 π.Χ. οι Ρωμαίοι του στρατηγού Σύλλα εναντίον του ιππικού του Μιθριδάτη, έσκαψαν χαρακώματα και γέμισαν το έδαφος με παγίδες με μυτερά παλούκια για να κομματιάσουν το εχθρικό ιππικό.

Ο δούκας Γουόλτερ προσκάλεσε όλους τους ευγενείς της φραγκικής Ρωμανίας να συνδράμουν στην απώθηση του τσούρμου των ισπανικών «ληστρικών τσακαλιών».

Στο πλευρό του έσπευσαν σε μία μάχη δίχως αύριο, οι μεγαλύτεροι φεουδάρχες όπως: ο μαρκήσιος της Βοδονίτσας, ο άρχοντας Θωμάς Γ’ ντ΄ Οτρμανκούρ των Σαλώνων, ο βαρόνος Βονιφάτιος της Βερόνας, οι ηγεμόνες της Εύβοιας, ο δούκας της Νάξου και αρκετοί ιππότες από την Αχαΐα.





Συνολικά σχεδόν 700 ιππότες, 6.500 βοηθητικοί ιππείς και περίπου 10.000 πεζοί, στελέχωσαν την έξοχη φραγκική στρατιά που συγκεντρώθηκε σταδιακά στην Λαμία.

Οι κατάφρακτοι Φράγκοι φαίνονταν αγέρωχοι μέσα στις γυαλισμένες πανοπλίες τους ενώ τα χρυσά σπιρούνια ορισμένων, μαρτυρούσαν την κλάση και την οικονομική επιφάνεια τους.

Ενδεχομένως μαζί με ενισχύσεις από την Δύση αυτή η στρατιά να αποτελούσε μελλοντικά τον πυρήνα κρούσης κατά των τειχών της Κωνσταντινούπολης, η οποία είχε στο μεταξύ ανακαταληφθεί από τους Βυζαντινούς της Νίκαιας το 1261.

Πριν ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες ο δούκας διέταξε να συνταχθεί η διαθήκη του.

Αφού διευθέτησε όλα τα εκκρεμή νομικά και εκκλησιαστικά ζητήματα του κρατιδίου του έθεσε ως κηδεμόνα των απογόνων του, την γυναίκα του Ιωάννα ντε Σατιγιόν.

Στις 15 Μαρτίου 1311, αφού πρώτα επόπτευσε την πεδιάδα του Ορχομενού μάλλον από την κορυφή του λόφου Θούριου, δέχτηκε σε ένδειξη μεγαλοφροσύνης να αποδεσμεύσει τους 500 επίλεκτους Καταλανούς που τον ακολουθούσαν.

Παρά την αριθμητική υπεροπλία των Φράγκων αυτό θα αποδεικνυόταν μεγάλο σφάλμα αφού οι μεταμελημένοι Καταλανοί έσπευσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους υπόλοιπους συντρόφους τους.

Οι παραταγμένοι Γάλλοι ιππότες με τα πολύχρωμα εραλδικά λάβαρα να κυματίζουν περήφανα στο ανοιξιάτικο αεράκι αγνοούσαν τον όλεθρο που καραδοκούσε στην βαλτωμένη πεδιάδα.

Η μάχη ξεκίνησε με την μανιασμένη επέλαση της φραγκικής εμπροσθοφυλακής κατά των παραταγμένων Καταλανών, ωστόσο παρουσίαζε μία σημαντική καινοτομία ανάμεσα στις μεσαιωνικές συγκρούσεις της εποχής, αφού για πρώτη φορά ελαφρύ πεζικό εξοπλισμένο μόνο με εκηβόλα όπλα περίμενε αγέρωχο την επέλαση του βαρέως ιππικού καλυμμένο πίσω από οχυρωματικά έργα.

Ακολουθώντας το κυανό λάβαρο με το λιοντάρι του Οίκου της Βριένης, η σιδηρόφρακτη φραγκική εμπροσθοφυλακή κάλπασε κατά της αντίπαλης παράταξης.

Ξαφνικά, οι πρώτες γραμμές δέχτηκαν καταιγισμό ακοντίων και βελών ενώ τα ιδρωμένα άλογα παγιδεύονταν στο υγρό έδαφος.

Μερικοί ιππότες σωριάστηκαν στον βούρκο ενώ άλλοι μάταια σπιρούνιζαν τα άτυχα ζώα για να ξεκολλήσουν από την λάσπη.

Γύρω από τους σαστισμένους καβαλάρηδες ακούγονταν ρυθμικά οι κραυγές «Αραγωνία… Αραγωνία» καθώς οι ευκίνητοι πεζοί Αλμογάβαροι ξεθαρρεμένοι από το θέαμα των Φράγκων, προσέγγιζαν γοργά τους ακινητοποιημένους αναβάτες για να τους πετσοκόψουν χωρίς οίκτο με μηχανικές κινήσεις.

Τυφλωμένοι μέσα στα μεγάλα τους κράνη οι έκπληκτοι ιππότες δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη. Θύμιζαν γέρικα καταπονημένα λιοντάρια, που τα περικυκλώναν αγέλες υαίνων για να τα κατασπαράξουν.

Δρώντας σε μπουλούκια οι Καταλανοί γκρέμιζαν τους έκπληκτους Φράγκους από τα άλογα τους και έμπηγαν τα μυτερά τους ξιφίδια μέσα στις σχισμές των ματιών ή στις μασχάλες τους.

Όσοι Γάλλοι παρέμεναν έφιπποι, προσπαθούσαν με κυκλικούς σπαθισμούς να συγκρατήσουν τους Αλμογάβαρους χωρίς όμως επιτυχία, συνειδητοποιώντας έντρομοι ότι οι Καταλανοί δεν χρησιμοποιούσαν «ευγενείς» τρόπους για να πολεμήσουν!

Μέχρι εκείνη την στιγμή, οι Τούρκοι σύμμαχοι των Καταλανών παρέμεναν αδρανείς πιστεύοντας ότι οι Καταλανοί σχεδίαζαν να τους επιτεθούν μαζί με τους Φράγκους άρχοντες.

Όταν πείστηκαν ότι πράγματι οι Αλμογάβαροι πολεμούσαν τους Φράγκους, τότε ξεχύθηκαν και αυτοί με κραυγές κατά του ανυπεράσπιστου πεζικού.

Βλέποντας την καταστροφή αρκετοί Γάλλοι της οπισθοφυλακής αποπειράθηκαν να γλυτώσουν τους συντρόφους τους όμως και αυτοί με την σειρά τους εγκλωβίστηκαν μέσα στο λασπωμένο έδαφος.

Σε κάποια σημεία της ματωμένης πεδιάδας ορισμένοι Φράγκοι είχαν αφιππεύσει και πολεμούσαν πεζοί, όμως λόγω του εξοπλισμού τους οι κινήσεις τους στο τέλμα ήταν αργές και μοιραία υπέκυπταν στον καταιγισμό από δόρατα.

Βλέποντας την δυσάρεστη τύχη των έξοχων ιπποτών το υπόλοιπο στράτευμα πανικοβλήθηκε και διασκορπίστηκε άτακτα αποτελώντας εύκολο στόχο για τους Τούρκους και τους έφιππους Καταλανούς.

Η καταστροφή ήταν πλέον ολοκληρωτική. Όσοι δεν θανατώθηκαν επί τόπου, κυνηγήθηκαν σαν ζώα και σφαγιαστήκαν με κυνικό τρόπο.

Ο δούκας Γουόλτερ αποκεφαλίστηκε και πολύ αργότερα το κρανίο του μεταφέρθηκε με τιμές στο Λέτσε όπου θάφτηκε στην εκκλησία του Πανάγιου Σταυρού.

Μόνο μία χούφτα ευγενείς διασώθηκαν από την εκατόμβη του Κηφισού.

Ανάμεσα τους βρίσκονταν ο βαρόνος Βονιφάτιος ντε Βερόνα, ο Ρογήρος Ντελόρ, ο Ιωάννης ντε Μαϊού της Εύβοιας, και ο Νικόλας Σανούδο διάδοχος του δουκάτου της Νάξου.

Μέσα σε μία αποφράδα μέρα, σχεδόν όλοι οι απόγονοι των πρώτων Φράγκων κατακτητών της μεσαιωνικής Ελλάδας είχαν χάσει την ζωή τους στους βούρκους του Ορχομενού.

Οι μανιασμένοι Καταλανοί τυχοδιώκτες λεηλάτησαν το φραγκικό στρατόπεδο σκοτώνοντας τους άοπλους βοηθητικούς αλλά και τους ουδέτερους αγγελιοφόρους.

Αναφέρθηκε ότι ήταν τέτοια η στυγνότητα τους ώστε δεν δίσταζαν να «θανατώνουν ακόμα και τους πυρφόρους» δηλαδή τους ιερείς που μεταφέρουν το θείο Φως.

Η άφιξη τους στην Θήβα συνοδεύτηκε με νέο πλιάτσικο και εμπρησμούς ενώ συνέχισαν το καταστροφικό τους έργο και στην Αθήνα, όπου έλαβαν δια της βίας ως συζύγους τις χήρες των σκοτωμένων Φράγκων.

*Ο Έκτωρ – Ευάγγελος Χαρατσής είναι υποψήφιος διδάκτορας εγκληματολογίας στο τμήμα της Νομικής Αθήνας. Έχει M. Sc. στην Ανακριτική Ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ (2000), ενώ έχει διδάξει το μάθημα της ανακριτικής στην Σχολή Αξιωματικών της ΕΛ. ΑΣ. (2001-2004).

Έχει γράψει τα βιβλία “Εκατονταετής Πόλεμος 1337-1453”, “Οι Οθωμανοί κατακτούν τα Βαλκάνια 1340-1540”, “Η Εκστρατεία του Βατερλώ”, ενώ συμμετείχε στην συγγραφική ομάδα του βιβλίου “Η Ρωσική Εκστρατεία του 1812”.


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ