Τα όρια των ΜΜΕ, η ψευδαίσθηση της πληροφόρησης και ο θεσμός των Ε.Δ.

ΜΜΕ ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου , Ιστορικού- Διεθνολόγου *

Φυσικά και η τέταρτη εξουσία, δηλαδή ο τύπος, έντυπος και ηλεκτρονικός πρέπει να είναι αδέσμευτος, κάτι που κατοχυρώνεται άλλωστε συνταγματικά. Ωστόσο το ζήτημα, και το αναφέρω διαρκώς τελευταία, είναι τα όρια. Και φυσικά υφίστανται όρια που η λέξη δυσφήμιση στη νομοθεσία και νομολογία (εθνική και ευρωπαϊκή) τα οριοθετεί, όσο και αν κάποιοι το αμφισβητούν. Υπάρχουν νομικά όρια.

Αναμφισβήτητα, όταν παρατηρείται κρίση στην πολιτική ζωή ενός τόπου, έχοντας συνέπειες άμεσες στην κοινωνική ζωή, ο τύπος έχει υποχρέωση να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα. Το θέμα είναι, όταν οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να υποκαταστήσουν με τη γραφίδα τους και το δημόσιο λόγο τους -πολλές φορές εκμεταλλευόμενοι τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα τού λειτουργήματός τους- τους πολιτικούς και όχι λίγες φορές να φανούν βασιλικότεροι του βασιλέως είτε του κυβερνώντος κόμματος είτε των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Ωστόσο είναι μία γνωστή μειοψηφία, που γίνεται αντιληπτή τόσο από την αρθρογραφία όσο και από την παρουσία της στα ΜΜΕ, ενώ η πλειοψηφία σέβεται το λειτούργημα και είναι ένας χώρος που ευτυχώς ακόμα μαζί με τις ΕΔ, ο λαός αυτού του τόπου εμπιστεύεται και οφείλει να εμπιστεύεται ως έναν από τους πυλώνες που διασφαλίζουν τα δικαιώματά του. Άλλωστε και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι στηλιτεύουν με τη γραφίδα τους τα κακώς κείμενα του κλάδου τους.

Ως γνωστόν, οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα, τα τηλεοπτικά κανάλια, τα περιοδικά, οι ιστότοποι είναι επιχειρήσεις, καθώς εκτός των άλλων απασχολούν προσωπικό. Αυτό είναι γνωστό και φυσικά θεμιτό, ότι για να επιβιώσουν πρέπει να διαφημιστούν και να διαφημίσουν (πολυερμηνευόμενος ο όρος διαφήμιση νομικά και κοινωνιολογικά). Όμως όπως μόλις είπαμε η διαφήμιση και κυρίως των προϊόντων υπόκειται σε ένα νομικό πλαίσιο συγκεκριμένο που εμπίπτει όχι μόνο στο εμπορικό κομμάτι, αλλά και στο ανταγωνιστικό κομμάτι που μπορεί να αναγνωστεί, ως εκ τούτου, και στη βάση ενός μη θεμιτού ανταγωνισμού. Φυσικά τα όρια αυτά είναι πιο ευκρινή και εννοείται ότι με μεγάλη “ενάργεια” ακολουθούνται από τα ραδιόφωνα και τα τηλεοπτικά κανάλια, πιο “ασαφή” όπως αποδεικνύεται από ιστολόγια και πόσω δε μάλλον όταν αναφέρονται σε συγκεκριμένο κοινό και διαφημίζουν ένα προϊόν που ενδιαφέρει πρωταρχικά το συγκεκριμένο κοινό, είτε να το προμηθευτεί είτε να μάθει τη λειτουργικότητά του, ως στοιχείο ακόμα και δημόσιου συμφέροντος.

Το ζήτημα είναι ωστόσο, όχι πώς διαφημίζεται (εντός ή εκτός εισαγωγικών η λέξη διαφημίζεται) ένα προϊόν, αλλά οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται από το μέσο διαφήμισης που πολλές φορές, προκειμένου τη διαφήμιση, όπως την αντιλαμβάνεται το ίδιο, να καταστρατηγεί (και τις περισσότερες φορές όχι εσκεμμένα, αλλά από υπερβάλλοντα ζήλο) δεοντολογικούς κανόνες, ακόμα και δημοσιογραφικούς, φτάνοντας ακόμα και στη δυσφήμιση για δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Αυτό είναι ένα ζήτημα άκρως νομικό και φυσικά είναι αναγκαίο να ιδωθεί από τα αρμόδια όργανα ενός Κράτους γιατί εδώ δεν ενέχει σε περίπτωση παρέμβασης της Πολιτείας η πτυχή υποβιβασμού της ελευθερίας της πληροφορίας και της πληροφόρησης ή της διαφήμισης που παγιώνονται όλα αυτά, ως γνωστόν, σε θεσμικό επίπεδο, αλλά καταστρατήγησης μίας σειράς κανόνων που συνθέτουν την Κοινωνία και το Κράτος Δικαίου.

Συγχρόνως δε, το ερώτημα που τίθεται είναι η πληροφόρηση (δηλαδή η ενημέρωση) πώς μπορεί να καταστεί παραπληροφόρηση… Υπάρχουν άραγε σαφή όρια και πόσο υποψιασμένος θα πρέπει να είναι ένας αναγνώστης ή ένας ακροατής και τηλεθεατής; Αν και στις δύο τελευταίες περιπτώσεις επειδή υφίσταται το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο είναι πιο ευδιάκριτα τα πράγματα.

Η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο κάθε πολίτης μπορεί να ανατρέξει, ειδικά σε πληροφορίες που αφορούν κοινωνικά και νομικά θέματα, στους ίδιους του Νόμους. Με το διαδίκτυο υφίσταται ελεύθερη πρόσβαση στη νομοθεσία του Κράτους και τη νομολογία των εθνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Όμως κακά τα ψέματα, αυτό που μόλις ανέφερα, μπορεί να αποτελεί την τακτική που οφείλει να κάνει ένας πολίτης, ωστόσο δεν μπορεί για καθετί που βλέπει να καταφεύγει στη Νομοθεσία.

Ωστόσο αυτό που είναι γνωστό και το γνωρίζει ακόμα και ο μαθητής Γυμνασίου είναι ότι η Νομοθετική Εξουσία είναι αυτή που ψηφίζει τους νόμους του Κράτους και όλοι οι φορείς και κυρίως οι Θεσμοί της Πολιτείας είναι υποχρεωμένοι να συμβαδίζουν με τους νόμους αυτούς. Από τις ΕΔ του Κράτους μέχρι τον οποιοδήποτε πολίτη. Ένας νόμος ψηφίζεται από το Εθνικό Κοινοβούλιο του Κράτους και εφαρμόζεται από τους Θεσμούς μέχρι τον τελευταίο πολίτη. Οτιδήποτε άλλο αποτελεί παραπληροφόρηση. Και εννοείται ότι όχι λίγες φορές είδαμε την καταστρατήγηση ενός Νόμου για μια εργασιακή, αλλά και κοινωνική ομάδα, ωστόσο -και όπως λέμε με την αρθρογραφία μας το τελευταίο διάστημα- αυτοί που “δικαιούνται δια να ομιλούν”, είναι μόνο τα συνδικαλιστικά όργανα, τα αρμόδια κοινωνικά σωματεία και η Δικαιοσύνη.

Από εκεί και ύστερα, ο οποιοσδήποτε νοήμων πολίτης έχει το αναφαίρετο δικαίωμα όχι μόνο να αξιολογεί αυτό που διαβάζει, αλλά να ασκεί κριτική στο περιεχόμενο, καθώς επίσης και να υποθέτει το οτιδήποτε. Και ειδικά να υποθέτει το οτιδήποτε το τελευταίο διάστημα με τη διαρκή αναφορά (ακόμα και με διάθεση που υπερβαίνει μια απλή κριτική) στις ΕΔ και τους θεσμικούς επικεφαλής τους από κάποια έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, μια και οδεύουμε, εκτός των άλλων, στο τελικό εξάμηνο (πάνω κάτω) για τις Κρίσεις των επικεφαλής του Θεσμού. Και ως εκ τούτου, καθώς κάποια μέσα συντηρούνται από τις διαφημίσεις, όπως αναφέραμε ανωτέρω, είτε διαφημίζουν συγκεκριμένα πρόσωπα που εκπροσωπούν το Θεσμό και αυτό είναι άκρως θεμιτό, όταν όμως εμπλέκουν τεχνηέντως το Νόμο (και τις πολιτειακές αποφάσεις για συγκεκριμένα θέματα που αφορούν όλες τις κοινωνικές και εργασιακές ομάδες) με τις προσωπικές επιθυμίες πχ των αρχισυντακτών, των διαχειριστών της ιστοσελίδας, μονίμων και ενδεχομένως ειδικών συνεργατών ή οτιδήποτε άλλο, τότε είναι όχι μόνο καταστρατήγηση του λειτουργήματος, αλλά ουσιαστικά και προσπάθεια παραπληροφόρησης του λαού.

 


Περισσότερα άρθρα από την Άννα Κωνσταντινίδου:

ΑΠΟΨΕΙΣ – ΑΝΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ


 

 *Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός – Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Επιστημονική Συνεργάτιδα ΑΠΘ (Νομικής Σχολής και Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ), Εξωτερική Συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και της Σχολής Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ)

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ