Ο πόλεμος του Πούτιν φτάνει στην πιο επικίνδυνη φάση του

ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΑΣΗ

Του Κώστα Α. Λάβδα, Καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Η επικινδυνότητα της εξελισσόμενης συγκυρίας φαίνεται να γίνεται σταδιακά περισσότερο κατανοητή από δρώντες, αναλυτές και παρατηρητές παγκοσμίως.

Στην πραγματικότητα, η τραγωδία που βιώνει η Ουκρανία από τις 24 Φεβρουαρίου είναι ένας καταστροφικός πόλεμος που αναφέρεται ταυτόχρονα σε δυο συνδεόμενα αλλά διακριτά επίπεδα. Είναι, πρώτιστα, η συνέπεια της εισβολής μιας δύναμης – της Ρωσίας – σε ένα γειτονικό ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Αυτό είναι το επίπεδο του διακρατικού πολέμου. Ενός πολέμου ως προς τον οποίο (εξ’ απόψεως τόσο αρχής όσο και συγκυρίας) συντάσσεται ο καθένας μας ανεπιφύλακτα με τον αμυνόμενο. Δεν μπορεί να υπάρχει ουδετερότητα απέναντι στην περιφρόνηση της εδαφικής και κυριαρχικής ακεραιότητας ενός κράτους από τον ισχυρό γείτονα.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρόκειται για σύγκρουση που ανήκει στα κύματα που ακολούθησαν τη διάλυση του ομοσπονδιακού αυταρχικού συστήματος της Σοβιετικής Ένωσης και, με αυτή την έννοια, αποτελεί επικίνδυνη και δυνητικά καταστροφική σύγκρουση της Δύσης με τη σημερινή Ρωσική Ομοσπονδία. Ενώ η κατάρρευση της Σοβιετικής ηγεμονίας το 1989-1990 αποτέλεσε για τους λαούς της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μια επανάσταση ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αυτογνωσίας, ο τρόπος διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης ως παραπαίοντως αυταρχικού μορφώματος το 1991 δημιούργησε βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κύματα συγκρούσεων που ακόμη μας επηρεάζουν.

Από το καλοκαίρι του 1991, οι αλλεπάλληλες ανακηρύξεις ανεξαρτησίας των δεκαπέντε (15) επιμέρους ομόσπονδων πολιτειών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, είχαν καταστήσει τη Σοβιετική Ένωση άδειο κέλυφος. Στις 26 Δεκεμβρίου 1991 η ΕΣΣΔ έπαψε και τυπικά να υφίσταται ως ομοσπονδιακό κρατικό σύστημα όταν ο τελευταίος ηγέτης της Μιχαήλ Γκορμπατσώφ παραιτήθηκε και παρέδωσε τις εξουσίες του στον Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν.

Έκτοτε οι σχέσεις συνεργασίας και αντιπαλότητας μεταξύ της Ρωσίας και πολλών από τις πρώην σοβιετικές πολιτείες έχουν περάσει από διακυμάνσεις. Και η Δύση; Όταν η περίοδος Γιέλτσιν τελείωσε, η φάση του αυταρχικού όσο και αδίστακτου εκσυγχρονισμού του Πούτιν αρχικά υποτιμήθηκε.

Το 2004 είχε πια φανεί ότι το Κρεμλίνο, μετά από μια παροδική αμφιταλάντευση κατά την οποία η Δύση δεν ενθάρρυνε τις πιο συνεργατικές δυνατότητες, υιοθέτησε μια προσέγγιση των σχέσεων με όρους ιστορίας και σφαιρών επιρροής. Οι πολιτικές αλλαγές στη Γεωργία και την Ουκρανία το 2003-2004 με την αποχώρηση του Σεβαρτνάτζε και του Κούτσμα αντίστοιχα, πυροδότησαν στο Κρεμλίνο μια ανησυχία που μετατράπηκε από τον Πούτιν σε ενεργητική αναζήτηση ισχυρής γεωπολιτικής ρελάνς. Για τον Πούτιν, ενώ ο Σαακασβίλι στη Γεωργία αποτελούσε εξαρχής αρνητική εξέλιξη, στην Ουκρανία ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς ως διάδοχος του Κούτσμα ήταν αποδεκτός.

Τον Ιούλιο του 2004, σε συνάντησή τους στη Γιάλτα, στο ίδιο κτίριο στο οποίο τον Φεβρουάριο του 1945 είχε επιβεβαιωθεί το μοίρασμα του μεταπολεμικού κόσμου σε σφαίρες επιρροής, ο Πούτιν και ο Κούτσμα επιχείρησαν να προσδιορίσουν ένα νέο οικονομικό χώρο που θα συγκροτούσαν κυρίως η Ρωσική Ομοσπονδία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν. Παράλληλα, το Κρεμλίνο κατέστησε σαφές ότι η πραγματοποιηθείσα επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, με την αύξηση των μελών του από 19 σε 26 (και αργότερα σε 30), αποτελούσε μια τελική πράξη και ακουμπούσε μια κόκκινη γραμμή. Ο Πούτιν θεωρούσε ότι η Γεωργία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία ήταν και θα έπρεπε να παραμείνουν απολύτως εκτός της σφαίρας επιρροής της Δύσης.

Βεβαίως, η «πορτοκαλί επανάσταση» στο τέλος του 2004 φάνηκε να τραβάει την Ουκρανία προς τη Δύση (το 2008 υποβλήθηκε και αίτημα για συμμετοχή στο «NATO Membership Action Plan»), αλλά η εκλογή του Γιανουκόβιτς το 2010 έγειρε και πάλι την πλάστιγγα προς την πλευρά της Ρωσίας και οι σκέψεις για το ΝΑΤΟ εγκαταλείφθηκαν.

Όταν με τη δεύτερη Ουκρανική εξέγερση του 2014 ανατράπηκε η κυβέρνηση του Γιανουκόβιτς, ξέσπασαν διαδηλώσεις οργανωμένες από δίκτυα προσκείμενα στη Μόσχα που ζητούσαν στενούς δεσμούς με την Ρωσία αλλά και ανεξαρτησία για την Κριμαία. Η ύπαρξη ισχυρών ρωσόφωνων ομάδων ήταν ούτως ή άλλως μια πραγματικότητα. Η εισβολή στην Κριμαία και η προσάρτησή της («επανένωση» στο ρωσικό αφήγημα) αποτέλεσε μια τεράστιας σημασίας ένδειξη ότι η πολιτική των τετελεσμένων εφαρμόζεται στον μεταπολεμικό κόσμο της Ευρασίας.

Η κυβέρνηση Ομπάμα διάβασε αυτή την εξέλιξη μέσα από ένα περιορισμένο πρίσμα. «Η Ρωσία είναι μια περιφερειακή δύναμη που φέρνει σε δύσκολη θέση τους γείτονές της όχι εξαιτίας της ισχύος αλλά λόγω της αδυναμίας της», είχε δηλώσει ο Ομπάμα τον Μάρτιο 2014 αναφερόμενος στην προσάρτηση της Κριμαίας.

Βεβαίως, η Ρωσική Ομοσπονδία ήταν και παραμένει μια χώρα οικονομικά εξασθενημένη και δημογραφικά καταρρακωμένη. Όμως διαθέτει μεγάλη πυρηνική ισχύ σε στρατηγικά και τακτικά πυρηνικά όπλα και την ετοιμότητα να τα επικαλείται όταν κρίνει ότι απειλείται. Τον Φεβρουάριο 2022, η Μόσχα έδειχνε να αναμένει μια γρήγορη κατάρρευση της Ουκρανίας και μια ασθενική αντίδραση της Δύσης. Το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 2022, η Μόσχα ενδέχεται να έχει πιεστεί τόσο που οι επιλογές της να συμπεριλάβουν την περιορισμένη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής στο πεδίο της μάχης.

Σενάρια και κίνδυνοι

Πόσο επικίνδυνα είναι τα πιθανά σενάρια σήμερα; Από καιρό υποστηρίζω συστηματικά την άποψη ότι η παράταση του πολέμου που προέκυψε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη σε δυο επίπεδα. Αφενός ο ίδιος ο διακρατικός πόλεμος ο οποίος συνεχίζεται και οδηγεί στην αποδοχή της έκβασης των μαχών ως μοναδικού κριτηρίου για την μελλοντική κατάσταση. Αφετέρου, η μεγάλη εικόνα: οι επιπτώσεις στο διεθνές σύστημα και τη διεθνή οικονομία. Σήμερα, το Κρεμλίνο που είναι υπεύθυνο για την έναρξη του πολέμου δεν είναι δυνατό να κάνει πίσω από τη νοτιοανατολική Ουκρανία χωρίς κάποια επίφαση νίκης και από την άλλη πλευρά, το Κίεβο έχει ενθαρρυνθεί να πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, με την συστηματική βοήθεια των χωρών του ΝΑΤΟ, στο πεδίο της μάχης.

Επείγει η ανάληψη πρωτοβουλιών και η απόκρουση της λογικής που αφήνει τις εξελίξεις να κριθούν, εν πολλοίς, στα πεδία των μαχών. Εάν αυτή η λογική επικρατήσει, πόσο θα αιμορραγήσει η Ρωσία προτού ο Πούτιν θεωρήσει ότι έχει στριμωχθεί υπερβολικά; Και ποια θα είναι η αντίδραση του καθεστώτος του Κρεμλίνου σε εκείνο το μελλοντικό σημείο;

Όσο ο Πούτιν στριμώχνεται με την αντίσταση της Ουκρανίας και την εντεινόμενη στήριξη και εξοπλισμό του Κιέβου από τη Δύση, τόσο είναι πιθανό να προτιμήσει την περαιτέρω κλιμάκωση. Από την άλλη πλευρά, όσο η Ουκρανία ενθαρρύνεται να πιστεύει ότι «μπορεί να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο», όπως δήλωσε πρόσφατα ο Αμερικανός υπουργός άμυνας, τόσο είναι απίθανο να διαπραγματευτεί άμεσα χωρίς να περιμένει τυχόν θετικές εκβάσεις στην μάχη για τη νοτιοανατολική Ουκρανία και τον έλεγχο της Αζοφικής θάλασσας. Με δυο λόγια, αυτό σημαίνει ότι έχουμε εισέλθει στην πιο επικίνδυνη και απρόβλεπτη φάση της ουκρανικής τραγωδίας.

Όσο η διπλωματία δεν παίρνει τη σκυτάλη, τα σενάρια για τη σύγκρουση συνολικά θα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις πιθανές εκβάσεις στα πεδία των μαχών. Αυτές είναι κατά βάση τρεις. Μια πιθανή έκβαση είναι η περαιτέρω ενίσχυση της ουκρανικής πλευράς. Ο στρατός της Ουκρανίας συνεχίζει την τάση της τελευταίων εβδομάδων και σταδιακά ανακτά εδάφη ή κερδίζει ενδιάμεσες, τακτικές νίκες. Με τη συνεχή ενίσχυση σε επικοινωνίες, πληροφορίες και δορυφορική κάλυψη, εκπαίδευση αλλά και βαρύ οπλισμό από τη Δύση, αυτή η έκβαση μπορεί να αποδειχθεί χρονοβόρα. Όμως σε κάθε περίπτωση θα σημάνει τη συνεχή αιμορραγία της ρωσικής πλευράς.

Το γεγονός ότι, αντίθετα με τις ρωσικές προβλέψεις, ο ουκρανικός στρατός δεν κατέρρευσε μετά την εισβολή, έδωσε την ευκαιρία στη Δύση να ξεκινήσει μια συστηματική και εντεινόμενη εκστρατεία υποστήριξη στο Κίεβο. Με δεδομένη την εξωτερική στρατιωτική στήριξη και γενικότερη ενθάρρυνση, η Ουκρανία δεν θα δεχτεί διαπραγματεύσεις πριν την επαναφορά στο καθεστώς της 23ης Φεβρουαρίου 2022 ή – σε περισσότερο απαιτητικό σενάριο – της 17ης Μαρτίου 2014, την προηγουμένη της ημέρας που επισημοποιήθηκε η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Σε αυτή την εξέλιξη, το πώς θα αντιδράσει το Κρεμλίνο θα εξαρτηθεί αφενός από το εύρος των ουκρανικών κερδών και αφετέρου από παράγοντες όπως η ένταση της πίεσης από τις κυρώσεις, η διαχείριση της ένταξης στο ΝΑΤΟ της Φινλανδίας και της Σουηδίας, κλπ.

Μια άλλη πιθανή έκβαση στο στρατιωτικό πεδίο βλέπει την Ρωσία να κερδίζει και άλλα εδάφη και – έχοντας αποσύρει τις δυνάμεις της από το Βορρά – να πετυχαίνει την παγίωση συνολικά της κυριαρχίας της στη νοτιοανατολική Ουκρανία, από την Μαριούπολη στα ανατολικά μέχρι τα σύνορα της Ρουμανίας στα δυτικά, αποκόπτοντας το Κίεβο τόσο από την Αζοφική όσο και από την Μαύρη Θάλασσα. Σε αυτή την εξέλιξη, το εάν θα υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση – αν π.χ. πάρει φωτιά και η Μολδαβία – θα εξαρτηθεί από τον τρόπο διαχείρισης των ρωσικών επιτυχιών από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Πόσο θα αντέξει η Ουκρανία υποχωρώντας πριν καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων; Ποιες θα είναι οι συμβουλές και οι απόψεις που θα διατυπώνονται από διαφορετικά κέντρα της Δύσης;

Μια τρίτη πιθανότητα αναφέρεται στην μακροχρόνια διάσταση ενός πολέμου που διαρκεί χρόνια, με εξάρσεις και υφέσεις. Οι κίνδυνοι είναι και σε αυτή την εκδοχή τεράστιοι και συναρτώνται με την εξέλιξη των εκτιμήσεων σε Μόσχα, Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Παρίσι, Βρυξέλλες, Βερολίνο, Πεκίνο αλλά και σε οικονομικούς δρώντες που επηρεάζονται με διαφορετικούς τρόπους. Όσο συνεχίζεται ο πόλεμος η πιθανότητα μιας μεγάλης παγκόσμιας ύφεσης θα αυξάνει ενώ, όπως προειδοποίησε ο ΟΗΕ, είναι πιθανό να οδηγηθεί πάνω από το 1/5 της ανθρωπότητας σε απόλυτη ένδεια και λιμό.

Αλλά η μεγάλη εικόνα είναι δυσοίωνη και από μιαν ακόμη άποψη. Η παράταση του πολέμου οδηγεί σε μια βίαιη και τεχνητή «διπολοποίηση» έναν ουσιωδώς πολυκεντρικό κόσμο. Αυτή η ασυμφωνία και αναντιστοιχία, αυτό το mismatch, μεταξύ ενός πλανήτη που είναι πια πολυκεντρικός και των τάσεων βίαιης υιοθέτησης μιας κουλτούρας ψυχροπολεμικού διπολισμού από ένα μέρος, μόνο, του πλανήτη, αποτελεί άμεσο και εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη. Η Κίνα πιέζεται – κακώς – να πάρει θέση ενώ θα έπρεπε να αποτελεί στόχο προσεκτικού προσεταιρισμού αναφορικά με την ανάγκη ακόμη και μιας φαινομενικά προσωρινής ειρήνευσης που θα αποκτήσει διάρκεια. Η Ινδία δήλωσε ήδη ότι καταδικάζει τον πόλεμο αλλά δεν θα θυσιάσει τη σχέση της με την Ρωσία.

Η ασθενής δυτική αντίδραση στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 συνέβαλε στην αποτυχία της αποτροπής αναφορικά με τις ρωσικές βλέψεις στην Ουκρανία. Η συγκεκριμένη αποτυχία τότε δεν συνεπάγεται ότι μια άκρως αντίθετη προσέγγιση σήμερα θα είναι οπωσδήποτε επιτυχής.

Στην πραγματικότητα, η κλιμάκωση είναι συνήθως (αν και όχι πάντοτε) μια διαδραστική διαδικασία. Γι αυτό και είναι αμφίβολης αξίας η προσέγγιση που συμβουλεύει ότι πρέπει πρώτα να αξιολογήσουμε τις επόμενες κινήσεις του Πούτιν και μόνο αργότερα μπορούμε να αρχίσουμε να ενδιαφερόμαστε για γνήσια διαπραγμάτευση. Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει ότι (α) θα μπορέσουμε, πράγματι, να φτάσουμε σε μια αξιόπιστη αξιολόγηση των προθέσεων του απρόβλεπτου και αδίστακτου Πούτιν και κυρίως ότι (β) προϋπάρχει μια συστηματική στρατηγική του Κρεμλίνου η οποία ξεδιπλώνεται ανεξαρτήτως άλλων δράσεων, εξελίξεων και συνθηκών.

Ωστόσο, οι επόμενες κινήσεις του αυταρχικού καθεστώτος στο Κρεμλίνο θα εξαρτηθούν, τουλάχιστον εν μέρει, από τις επόμενες κινήσεις που αντιστοίχως θα υιοθετήσουν τα ισχυρότερα από τα κέντρα της Δύσης. Κάθε κίνηση της Ρωσίας θα εξαρτηθεί από τις δράσεις και αντιδράσεις των επόμενων εβδομάδων – παρότι μπορεί, εκ των υστέρων, να φαίνεται ότι υπήρξε εκ των προτέρων σχεδιασμένη. Η διαδραστική φύση της κλιμάκωσης σημαίνει ότι η Δύση – και σε κάθε περίπτωση σίγουρα η Ευρωπαϊκή Ένωση – θα πρέπει να είναι και αυστηρή αλλά και αναστοχαστική. Σημαίνει ότι θα πρέπει να κρατήσει ανοιχτές όλες τις γραμμές επικοινωνίας, κάτι που ήδη κάνει ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν και μόλις πριν λίγες ώρες συνέβη – για πρώτη φορά – και μεταξύ των υπουργών Άμυνας ΗΠΑ και Ρωσίας, Λόιντ Όστιν και Σεργκέι Σοϊγκού. Στο χείλος της αβύσσου; Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ουάσιγκτον, ο Αμερικανός υπουργός ζήτησε την κατάπαυση του πυρός αλλά παράλληλα επισήμανε, σε αυτή την πρώτη επικοινωνία, την ανάγκη διατήρησης ανοικτών γραμμών μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.

Η σχεδιαζόμενη άμεση διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας αποτελεί ταυτόχρονα ιστορικό βήμα για τις δυο χώρες και επιβεβαίωση των απολύτως λανθασμένων υπολογισμών του Κρεμλίνου. Συνιστά, παράλληλα, δυνητικό παράγοντα κλιμάκωσης. Ο Πεσκόφ δήλωσε χθες ότι η ένταση της αντίδρασης θα εξαρτηθεί και από το εάν θα προωθηθούν οπλικά συστήματα στα σύνορα Φινλανδίας – Ρωσίας. Σε κάθε περίπτωση, οι πρώτες αντιδράσεις της Μόσχας εκδηλώθηκαν πριν λίγες ώρες, με την ανακοίνωση ότι παύουν οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στη Φινλανδία.

Ο πόλεμος που εξαπέλυσε ο Πούτιν φτάνει στην πιο κρίσιμη και επικίνδυνη φάση του από άποψη πιθανής κλιμάκωσης και επέκτασης. Το Κίεβο πιστεύει ότι με τη βοήθεια της Δύσης μπορεί να κερδίσει πίσω αυτά που έχασε στη νοτιοανατολική Ουκρανία ενώ το Κρεμλίνο είναι αδύνατο να αποδεχτεί ήττα στο πεδίο της μάχης σε αυτές τις συγκεκριμένες περιοχές. Οι συμβατικές δυνάμεις της Ρωσίας έχουν δείξει τα όριά τους, κάτι που οδηγεί το Κρεμλίνο στην επαναλαμβανόμενη υπενθύμιση της ρωσικής στρατηγικής και τακτικής πυρηνικής ισχύος.

Σε αυτό το εκρηκτικό πλαίσιο, η Τουρκία επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την συγκυρία για να προωθήσει τον ρόλο της στο ενεργειακό ενώ εμμένει στις επικίνδυνες αναθεωρητικές απόψεις της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Ο Ερντογάν μόλις χθες δήλωσε ότι η Τουρκία δεν βλέπει θετικά την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Προφανώς η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ως πεδίο διαπραγμάτευσης, κυρίως με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Ενώ παράλληλα θα εξυπηρετεί την φίλη Ρωσία. Με δεδομένο ότι η Συνθήκη της Συμμαχίας προβλέπει ομόφωνη συμφωνία (άρθρο 10) για την ένταξη νέων μελών, η Άγκυρα θα ακούσει πολλά και διάφορα τόσο σε επίπεδο δημοσιότητας όσο και στη σύνοδο υπουργών του ΝΑΤΟ το Σαββατοκύριακο στο Βερολίνο, αλλά δεν θα είναι δυνατόν να παρακαμφθεί χωρίς συζητήσεις.

Εν κατακλείδι, όπως είχα εξηγήσει από τον Μάρτιο, απαιτείται μεγαλύτερη έμφαση στις στρατηγικές αποκλιμάκωσης με προσεκτική ενθάρρυνση των δυο μερών ώστε το μοίρασμα του κόστους από τον πόλεμο να γίνει με τρόπο που οι κυβερνήσεις στο Κίεβο και την Μόσχα να μπορέσουν να το σηκώσουν. Η πολεμική διάσταση που προέκυψε από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν συνεπάγεται μια αναπόφευκτα γενικότερη σύγκρουση πάνω στη δομική μετάβαση μακριά από πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Αλλά, όσο οι εβδομάδες περνούν, το αίμα ρέει και οι καταστροφές γιγαντώνονται, η περαιτέρω κλιμάκωση μοιάζει όλο και πιθανότερη. Εάν προκύψει, θα είναι αποτέλεσμα (α) στρατηγικών κλιμάκωσης από κάποιους και (β) πλήθους μη ηθελημένων συνεπειών επιμέρους δράσεων και επιλογών.

Facilis descensus Averno, όπως έγραψε ο Βιργίλιος. Ή, ακόμη προσφορότερη για τη συγκυρία, η αγγλοσαξονική παραλλαγή που είναι και πιο διαδεδομένη στα καθ’ ημάς: o δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις.

 


Περισσότερα άρθρα από τον Κώστα Λάβδα:

ΑΠΟΨΕΙΣ – ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ


 

 

 

Πηγή: liberal.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ