Πριν τη Μάχη της Γαλλίας: Γαλλική στρατηγική και επιδιώξεις το 1940.

Η Μάχη της Γαλλίας και η πτώση της χώρας αιχμαλώτισε τη φαντασία των ειδικών και του κοινού. Ποια ήταν η γαλλική στρατηγική πριν τη μεγάλη σύγκρουση.
 
 

Οι γαλλικές επιδιώξεις μετά τον Α΄ Π.Π.

Ο Α’ Π.Π. επηρέασε βαθύτατα τον τρόπο με τον οποίο η Γαλλία αντιλαμβάνονταν τον πόλεμο. Ο «Μεγάλος Πόλεμος» διήρκησε τέσσερα χρόνια, στοίχισε τη ζωή  σε 1,4 εκατομμύρια Γάλλους στρατιώτες ενώ άλλοι 800.000 ακρωτηριάστηκαν και επέφερε εκτεταμένες καταστροφές στο βορειοανατολικό (ΒΑ) τμήμα της χώρας.
Μεγάλο μέρος της βιομηχανίας και του ορυκτού πλούτου της Γαλλίας βρίσκονταν κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία. Έτσι η προστασία τους απαιτούσε την προωθημένη άμυνα στα σύνορα. Επίσης, οι καταστροφές στη ΒΑ Γαλλία οδήγησαν στην απαίτηση όπως το γαλλικό έδαφος σε έναν μελλοντικό πόλεμο να μην αποτελέσει πεδίο των μαχών.
Η Γαλλία, λοιπόν, ήθελε να κρατήσει τη βιαιότητα των μαχών έξω από το έδαφος της, να προστατεύσει τη βιομηχανία της και να έχει επαρκή χρόνο για να κινητοποιήσει το σύνολο του δυναμικού της. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι γαλλικές ηγεσίες αναζήτησαν τη στρατηγική εκείνη που θα εξυπηρετούσε αυτές τις επιδιώξεις.

Διεθνείς εξελίξεις και γαλλική στρατηγική

Μάχη της Γαλλίας
Γάλλοι στρατιώτες επιτηρούν τον Ρήνο το 1929.

Με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η Γαλλία απέκτησε σειρά αμυντικών πλεονεκτημάτων που ενίσχυαν τις επιδιώξεις της. Το κυριότερο ήταν ότι η κατοχή της Ρηνανίας εξασφάλιζε ότι ένας μελλοντικός πόλεμος δεν θα διεξάγονταν σε γαλλικό έδαφος και μία ξαφνική γερμανική επίθεση θα ήταν αδύνατη. Όμως οι πρόνοιες της Συνθήκης είχαν χρονικά όρια και οι Γάλλοι αναζήτησαν συμμάχους για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς στο μέλλον. Η Γαλλία θεωρούσε τη Βρετανία ζωτική για την ασφάλεια της αλλά μετά τη λήξη του «Μεγάλου Πολέμου» οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να δεσμευτούν σε μία ηπειρωτική, αντιγερμανική, συμμαχία. Αντιθέτως η Βρετανία υποστήριζε ότι για τη σταθεροποίηση των ευρωπαϊκών σχέσεων ήταν απαραίτητη η πολιτική και οικονομική ενσωμάτωση της ηττημένης Γερμανίας ώστε να αποτραπεί μία πολιτική συνεννόηση του Βερολίνου με τη Σοβιετική Ρωσία. Έτσι, η Βρετανία, όχι μόνο δεν καταδίωκε τη Γερμανία για την εφαρμογή της Συνθήκης αλλά εργάζονταν για την αναθεώρηση της.
Αναζητώντας αντίβαρα οι Γάλλοι στράφηκαν στους ανατολικούς γείτονες των Γερμανών και υπέγραψαν συνθήκες με την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Οι ανατολικοί όμως σύμμαχοι της Γαλλίας είχαν τόσες πολλές διαμάχες μεταξύ τους που μία συντονισμένη στρατιωτική ενέργεια από μέρους τους έμοιαζε απίθανη. Τελικά, τα ανατολικά κράτη όχι μόνο δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντίβαρο στη Γερμανία αλλά το καθένα επεδίωξε τη δική του πολιτική απέναντι της.
Το διεθνές κλίμα άλλαζε και η συνεχιζόμενη κατοχή της Ρηνανίας απομόνωσε διπλωματικά τη Γαλλία. Αποζητώντας δάνεια από Αγγλο-αμερικανούς πιστωτές και διαβεβαιώσεις για τη συνέχιση της καταβολής των γερμανικών αποζημιώσεων οι γαλλικές κυβερνήσεις αποκήρυξαν τη μονομερή επιτήρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και αποδέχτηκαν την εμπλοκή του διεθνούς παράγοντα στο ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων. Η επίλυση του ζητήματος των επανορθώσεων όμως αμφισβητούσε τη νομική βάση της κατοχής της Ρηνανίας. Εάν το ζήτημα των επανορθώσεων επιλύονταν δεν υπήρχε ανάγκη για στρατεύματα κατοχής στο Ρουρ. Με τις διευθετήσεις που έγιναν η Γερμανία φαίνονταν ότι εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της. Έτσι η Γαλλία συμφώνησε να αποσύρει τις δυνάμεις της τον Ιούλιο του 1930.

Ο ρόλος του Βελγίου

Μάχη της Γαλλίας
Ο Βασιλιάς Λεοπόλδος Γ΄ του Βελγίου το 1934.

Το Βέλγιο κατείχε κεντρικό ρόλο στη γαλλική στρατηγική. Το έδαφος του είχε χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς διαχρονικά για να εισβάλλουν στη Γαλλία. Το ίδιο το Βέλγιο είχε διαπιστώσει ότι η ουδετερότητα του στον Α΄ Π.Π. δεν το είχε ωφελήσει γι΄ αυτό και αναζητούσε στρατιωτικές εξασφαλίσεις από τους γείτονες του. Έτσι προσέγγισε τόσο τη Βρετανία όσο και τη Γαλλία, όμως η Βρετανία αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε εγγύηση εάν το ίδιο δεν ήταν ουδέτερο. Η Γαλλία, από την άλλη πλευρά, επεδίωκε ενεργά μία αμυντική συμφωνία με το Βέλγιο. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1920 οι δύο χώρες υπέγραψαν το Γαλλο-βελγκό Στρατιωτικό Σύμφωνο. Το Βέλγιο αναλάμβανε την υποχρέωση να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του σε περίπτωση γερμανικής κινητοποίησης, συμμετείχε στην κατοχή της Ρηνανίας και το βελγικό έδαφος θα μπορούσε να αποτελέσει βάση επιχειρήσεων του γαλλικού στρατού. Έτσι οι δυνάμεις του Βελγίου ενσωματώθηκαν στον γαλλικό στρατιωτικό σχεδιασμό και τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Στρατάρχη Φος.
Μετά την απόσυρση από τη Ρηνανία όμως και τις διεθνείς εντάσεις της δεκαετίας του ΄30 το Βέλγιο ξανασκέφτηκε τις σχέσεις του με τη Γαλλία τόσο για εξωτερικούς όσο και για εσωτερικούς λόγους.
Το Στρατιωτικό Σύμφωνο του 1920, για το Βέλγιο, ήταν μία μυστική τεχνική συμφωνία μεταξύ των γενικών επιτελείων των δύο χωρών. Από τις επιστολές που είχαν ανταλλάξει οι αρχηγοί των δύο κυβερνήσεων φαινόταν ότι το Σύμφωνο θα αποκτούσε υπόσταση μόνο εάν οι συνθήκες ήταν τέτοιες που και οι δύο χώρες το έκριναν σκόπιμο. Η απροσδιοριστία αυτή επέτρεπε στους Βέλγους να θεωρούν ότι είχαν αποκτήσει εγγυήσεις για την ασφάλεια τους χωρίς να δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις μιας συμμαχίας και στους Γάλλους να πιστεύουν ότι είχαν αποκτήσει ένα σύμμαχο έναντι των Γερμανών.
Όμως ήταν αδύνατο για τη βελγική κυβέρνηση να δει το Σύμφωνο ως συμμαχία. Οι εντάσεις μεταξύ Φλαμανδών και Βαλόνων δεν επέτρεπαν καμία επίσημη στενή σχέση με τη Γαλλία. Οι σχέσεις με τη Γαλλία αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία από τον φλαμανδικό πληθυσμό και το θεμελιώδες δίλημμα της βελγικής κυβέρνησης ήταν πώς να ισορροπήσει μεταξύ της επιθυμίας των Φλαμανδών για απομόνωση και της ανάγκης να σχεδιαστεί η άμυνα του Βελγίου σε συνεργασία με τους Γάλλους.  Η ίδια η υπογραφή του Συμφώνου στηρίζονταν στη μυστικότητα του και στη μικρή επίδραση των προβλέψεων του.
Οι συμμαχίες της Γαλλίας στην ανατολική Ευρώπη δημιουργούσαν επιπλέον ανησυχίες στους Βέλγους γιατί μπορεί η Γαλλία να τους έσερνε σε ένα πόλεμο με τη Γερμανία προς χάρη των ανατολικών της συμμάχων. Το Βέλγιο είχε από το Σύμφωνο την υποχρέωση να κινητοποιηθεί εάν κινητοποιούνταν η Γερμανία αλλά εάν η γερμανική επιθετικότητα κατευθύνονταν στην Πολωνία ή στη Τσεχοσλοβακία αυτό τι υποχρεώσεις δημιουργούσε στο Βέλγιο;
Στις αρχές του 1935 ο Χίτλερ επανέφερε την υποχρεωτική θητεία και ανήγγειλε την ύπαρξη της Λούφτβαφε. Η Γαλλία και η Βρετανία εκτός από παραστάσεις διαμαρτυρίας στην Κοινωνία των Εθνών δεν έκαναν τίποτα. Η Βρετανία μάλιστα όχι μόνο δεν έδειχνε διάθεση να αντιπαρατεθεί με τον Χίτλερ αλλά είχε ολοκληρώσει και μία διμερή ναυτική συμφωνία μαζί του που αντιτίθονταν στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ούτε η Γαλλία όμως έδειχνε μεγαλύτερο ζήλο. Η είσοδος γερμανικών στρατευμάτων στις 7 Μαρτίου 1936 στη Ρηνανία έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην απόφαση του Βελγίου να επιστρέψει στην ουδετερότητα. Οι ενέργειες του Χίτλερ παραβίαζαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και αυτό θα έπρεπε να επιφέρει την άμεση αντίδραση των άλλων συμβαλλομένων. Η αντίδραση αυτή όμως ήταν ανύπαρκτη. Το Βέλγιο δεν μπορούσε πλέον να αγνοεί την ισχύ του ανατολικού του γείτονα.
Μαζί με τις διεθνείς εξελίξεις αποσταθεροποιούνταν και η εσωτερική πολιτική ζωή του Βελγίου. Στις εκλογές του Μαΐου του 1936 τα ακραία κόμματα συγκέντρωσαν το 25% των ψήφων. Η νέα βελγική κυβέρνηση ξεκίνησε σειρά διπλωματικών κινήσεων για να αποδεσμεύσει τη χώρα από κάθε υποχρέωση συλλογικής ασφαλείας. Η νέα βελγική πολιτική είχε την υποστήριξη της Βρετανίας που δεν επιθυμούσε να εμπλακεί περισσότερο στα ευρωπαϊκά πράγματα. Η Γαλλία από την άλλη πλευρά κατηγόρησε το Βέλγιο ότι έτσι έδινε ελεύθερη είσοδο στη Γερμανία.
Με τους Φλαμανδούς εξτρεμιστές να πιέζουν η κυβέρνηση van Zeeland αντιλήφθηκε ότι μόνο μονομερώς μπορούσε να προχωρήσει. Ο Βασιλιάς Λεοπόλδος Γ΄ σε ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο στις 14 Οκτωβρίου 1936 διακήρυξε ουσιαστικά την ουδετερότητα του Βελγίου.
Οι ίδιοι οι Βέλγοι δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη «ουδετερότητα» αλλά «ανεξάρτητη πολιτική». Σε κάθε περίπτωση η συνεργασία μεταξύ των γενικών επιτελείων του γαλλικού και του βελγικού στρατού τερματίστηκε. Η Γαλλία δυσκολεύτηκε αλλά στο τέλος αποδέχτηκε τη νέα βελγική στάση. Στις 24 Απριλίου 1937 σε κοινή διακήρυξη η Βρετανία και η Γαλλία αναγνώρισαν την εκπεφρασμένη θέληση του Βελγίου να αντισταθεί με όλα τα μέσα σε όποιο γειτονικό του κράτος επιθυμούσε να καταλάβει το έδαφος του και να το χρησιμοποιήσει ως βάση επιχειρήσεων εναντίον άλλων χωρών και το αποδέσμευσαν από προηγούμενες υποχρεώσεις ενώ οι ίδιες διατήρησαν τις υποχρεώσεις τους έναντι του Βελγίου για παροχή βοήθειας σύμφωνα με τη Συνθήκη του Λοκάρνο. Στις 13 Οκτωβρίου την ίδια χρονιά η γερμανική κυβέρνηση προέβει σε παρόμοια διακήρυξη όπου αναγνώριζε το απαραβίαστο του Βελγίου.

Η γαλλική στρατιωτική στρατηγική

Μάχη της Γαλλίας
Ο Στρατηγός Μωρίς Γκαμελέν (1872 – 1958).

Οι εμπειρίες του Α΄ Π.Π. δεν αλλοίωσαν την πεποίθηση των Γάλλων αξιωματικών ότι η επίθεση ήταν η μορφή του αγώνα που έφερνε τη νίκη. Όμως, στον Μεσοπόλεμο η επιθετική ενέργεια δεν μπορούσε να είναι η αρχική επιλογή της γαλλικής στρατιωτικής ηγεσίας με βάση το μικρό μέγεθος του ενεργού γαλλικού στρατού εξαιτίας των μειώσεων της στρατιωτικής θητείας [1]. Το 1939 τριάντα από τις 94 μεραρχίες του γαλλικού στρατού ήταν ενεργές και οι υπόλοιπες επιστρατευόμενες. Επιπλέον, η επιθετική προοπτική του γαλλικού στρατού είχε εξασθενήσει σημαντικά και λόγω της πολιτικής [2], κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη Γαλλία.
Ήδη από την εποχή του Ναπολέοντα η Γαλλία χρησιμοποιούσε ελαφρές δυνάμεις ιππικού για να καλύπτει τα σύνορα της, να διαπιστώνει την κατεύθυνση της εχθρικής κύριας προσπάθειας και να ανταλλάσσει έδαφος για να κερδίσει χρόνο έως ότου συγκεντρώνονταν ο όγκος του γαλλικού στρατού. Στον Μεσοπόλεμο η Γαλλία αποφάσισε, για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί, ότι δεν μπορούσε να ανταλλάξει έδαφος για να κερδίσει χρόνο και η άμυνα στα σύνορα της θα έπρεπε να ήταν τέτοια ώστε να σταματήσει τον εχθρό.
Το ζήτημα ανέλαβε να μελετήσει η Επιτροπή Άμυνας Συνόρων υπό τον Στρατάρχη Πεταίν. Από τον εσωτερικό διάλογο προέκυψαν δύο αντιλήψεις. Η μία, που είχε την υποστήριξη του Πεταίν, πρότεινε τη δημιουργία ενός «συνεχούς μετώπου» με την κατασκευή έργων εκστρατείας παρόμοιων με τα χαρακώματα του Α΄ Π.Π. Η άλλη προέκρινε την κατασκευή ενός αριθμού ισχυρών οχυρών από οπλισμένο σκυρόδεμα. Μία μελέτη κατέληξε ότι το «συνεχές μέτωπο» για να επανδρωθεί χρειάζονταν μεγαλύτερο αριθμό στρατιωτών από τα μεγάλα οχυρά. Μετά από αυτό ο Πεταίν μετέβαλε τη θέση του και δέχθηκε τις βαριές οχυρώσεις, πρότεινε όμως να οργανωθούν διαδοχικές γραμμές άμυνας που θα στηρίζονταν στα μεγάλα υπόγεια οχυρά.
Το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας δέχθηκε τα μεγάλα οχυρά αλλά όχι και τις διαδοχικές γραμμές άμυνας αφού το γαλλικό έδαφος θεωρούνταν απαραβίαστο. Μετά από δύο χρόνια σχεδιασμού και προσαρμογών ο Υπουργός Πολέμου Αντρέ Μαζινό εξασφάλισε το αρχικό ποσό των 2,9 εκατομμυρίων φράγκων για την κατασκευή της γραμμής των οχυρώσεων που θα γίνονταν γνωστή ως Γραμμή Μαζινό.
Η Γραμμή Μαζινό συνδύαζε τις οχυρωμένες περιοχές με στοιχεία του «συνεχούς μετώπου». Αποτελούνταν από 22 μεγάλα υπόγεια οχυρά και 36 μικρότερα που επανδρώνονταν από 65 έως 1.000 άνδρες το καθένα. Ανάμεσα τους υπήρχαν διάσπαρτες 311 θέσεις από οπλισμένο σκυρόδεμα κατάλληλες για μία διμοιρία με τα βαριά της όπλα και 92 παρατηρητήρια και καταφύγια.
Μάχη της Γαλλίας
Το ίχνος της Γραμμής Μαζινό.

Αμέσως βορειότερα από τη Γραμμή Μαζινό βρίσκονταν το τραχύ έδαφος του Δάσους των Αρδεννών. Η περιοχή αυτή λόγω της δυσκολίας της δεν θεωρούνταν σημαντικός άξονας εισβολής. Στη συνέχεια, στο ΒΑ τμήμα της χώρας, δεν υπήρχαν σημαντικά υδάτινα κωλύματα στα οποία μπορούσε να στηριχθεί η άμυνα, το έδαφος ήταν πολύ επίπεδο για μόνιμες οχυρώσεις, η κατασκευή των οποίων θα ήταν προβληματική λόγω των υπόγειων υδάτων, και η έκταση των συνόρων ήταν πολύ μεγάλη για να οχυρωθεί. Από την άλλη πλευρά των συνόρων όμως το Βέλγιο διασχίζονταν από πολλές ποτάμιες γραμμές και ο γαλλικός στρατός θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε κάποια από αυτές και έτσι να δημιουργήσει το «συνεχές μέτωπο» σε προέκταση της Γραμμής Μαζινό. Έτσι αμυνόμενος στη Γραμμή Μαζινό στα ανατολικά και μέσα στο Βέλγιο στα ΒΑ ο γαλλικός στρατός εκπλήρωνε την απαίτηση να προφυλάξει το γαλλικό έδαφος από τις καταστροφές των μαχών και να διαφυλάξει τη βιομηχανία και τους χώρους εξόρυξης του ορυκτού πλούτο.
Με την κατασκευή της Γραμμής Μαζινό η γαλλική διοίκηση κατέστρωσε σχέδια για την είσοδο της στο Βέλγιο ώστε να συμπληρωθεί το «συνεχές μέτωπο». Το Σχέδιο «D» προέβλεπε την αμυντική εγκατάσταση των γαλλικών στρατευμάτων στη γραμμή: Γκιβέτ – Ναμύρ – ποταμός Ντυλ – Αμβέρσα. Το Σχέδιο D παρείχε το βραχύτερο μέτωπο και υιοθετήθηκε από τον αρχηγό του γαλλικού στρατού Στρατηγό Μωρίς Γκαμελέν τον Νοέμβριο του 1939. Τον Μάρτιο του 1940 ο Γκαμελέν αποφάσισε να επεκτείνει τον σκοπό του σχεδίου του και να συμπεριλάβει και την Ολλανδία, έτσι η 7η Στρατιά που τηρούνταν σε εφεδρεία στη Ρεμς πέρασε στο βορειότερο άκρο της Συμμαχικής διάταξης με αποστολή να συνδεθεί με τον ολλανδικό στρατό στην Μπρέντα. Η Μπρέντα όμως είναι πολύ μακριά από τη Γαλλία, στην πραγματικότητα είναι πιο κοντά στη Γερμανία. Έτσι ο Γκαμελέν με μία κίνηση έχασε τη μοναδική στρατηγική εφεδρεία που είχε και έστειλε μία στρατιά να παγιδευτεί στην Ολλανδία.
Η γαλλική στρατιωτική στρατηγική ήταν αμυντική αλλά η εφαρμογή της θα γίνονταν διαφορετικά στα ανατολικά και διαφορετικά στα ΒΑ. Στα ανατολικά η Γραμμή Μαζινό παρουσίαζε ένα αδιαπέραστο εμπόδιο στους Γερμανούς και εξυπηρετούσε τη διεξαγωγή μιας στατικής αμυντικής μάχης. Στα ΒΑ όμως ο γαλλικός στρατός θα έπρεπε να κινηθεί για να εισέλθει στο Βέλγιο και να εγκατασταθεί αμυντικά. Επειδή οι Βέλγοι δεν θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο πριν από την εκδήλωση μίας γερμανικής εισβολής ήταν πολύ πιθανό οι Γάλλοι να συναντήσουν τους Γερμανούς χωρίς να έχουν προετοιμάσει τις αμυντικές τους θέσεις. Έτσι θα προέκυπτε μία γιγαντιαία μάχη εκ συναντήσεως, η χαοτική φύση της οποίας ήταν εντελώς αντίθετη με τη φιλοσοφία του γαλλικού στρατού. Η γαλλική στρατιωτική ηγεσία αναγνώρισε αυτή την πιθανότητα αλλά προτίμησε να την απορρίψει. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον γαλλικό κανονισμό για τις επιχειρήσεις «Instructions» η μάχη εκ συναντήσεως δεν αναφέρονταν καθόλου.
Σχεδιάζοντας τον ελιγμό στο Βέλγιο η γαλλική διοίκηση έπαιξε στα ζάρια ότι θα προλάβαινε να εγκατασταθεί αμυντικά πριν συναντήσει τους Γερμανούς.

Η βελγική στρατιωτική στρατηγική

Το βελγικό Γενικό Επιτελείο μελέτησε και την άμυνα επί των συνόρων και την άμυνα σε βάθος. Ο Στρατηγός Maglinse (αρχηγός του βελγικού επιτελείου από το 1919 – 1926) προέκρινε την άμυνα επί των συνόρων και την υλοποίηση του γαλλικού «συνεχούς μετώπου». Το Βέλγιο όμως οικονομικά δεν είχε τη δυνατότητα να κατασκευάσει οχυρά ανάλογα της Γραμμής Μαζινό και οι Φλαμανδοί πίστευαν ότι αυτή η επιλογή εξυπηρετούσε τους Βαλόνους που κατοικούσαν στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Η άμυνα σε βάθος υποστηρίζονταν από τον Στρατηγό Galet που υπήρξε υπασπιστής του Βασιλιά Αλβέρτου και έγινε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου το 1929. Ο Galet πίστευε στην άμυνα επί των διαδοχικών ποτάμιων γραμμών υποστηριζόμενη από οχυρά όπως αυτά της Αμβέρσας και της Λιέγης. Η επιλογή αυτή όμως είχε την αντίδραση των Βαλόνων. Η εσωτερική ένταση επιδρούσε στην αμυντική προετοιμασία.
Σύμφωνα με το σχέδιο που κατάρτισε το βελγικό Γενικό Επιτελείο ο βελγικός στρατός θα αναπτύσσονταν κατά μήκος του Καναλιού του Αλβέρτου, από την Αμβέρσα έως τη Λιέγη, και κατά μήκος του ποταμού Μεύση από τη Λιέγη έως τη Ναμύρ. Στα γερμανο-βελγικά σύνορα προωθημένες μονάδες θα ήταν έτοιμες να διεξάγουν καταστροφές για να επιβραδύνουν τον γερμανικό στρατό και να παρέξουν έγκαιρη προειδοποίηση. Στο Δάσος των Αρδεννών ήταν ανεπτυγμένοι οι «Κυνηγοί των Αρδεννών». Πίσω από τις βελγικές δυνάμεις ο ποταμός Ντυλ αποτελούσε την κύρια αμυντική τοποθεσία όπου θα εγκαθίσταντο οι Συμμαχικές στρατιές.

Μάχη της Γαλλίας
Στον χάρτη φαίνονται:
Η βελγική προκάλυψη (outposts).
Η τοποθεσία επιβραδύνσεως (Delaying Position) Αμβέρσα – Λιέγη – Ναμύρ.
Η κύρια αμυντική τοποθεσία (Main Defensive Position) Αμβέρσα – Ναμύρ – Γκιβέτ.
Η διάταξη και οι κατευθύνσεις κίνησης των συμμαχικών Στρατιών.
Οι άξονες των γερμανικών επιθέσεων.

Η βελγική διάταξη παρουσίαζε τα εξής μειονεκτήματα:

  • Ήταν πολύ μακριά από τα γαλλικά σύνορα.
  • Ήταν πολύ εκτεταμένη (200 χλμ.).
  • Είχε ημικυκλικό σχήμα.

Εξαιτίας αυτών των μειονεκτημάτων η γραμμή: Αμβέρσα – Λιέγη – Ναμύρ είχε αξία μόνο ως τοποθεσία επιβραδύνσεως και προϋπόθετε την έγκαιρη κατάληψη της κύριας αμυντικής τοποθεσίας από τις Συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες αναμένονταν να καταφθάσουν την τρίτη ημέρα της εισβολής. Ο βελγικός στρατός στη συνέχεια θα συμπτύσσονταν και θα εισέρχονταν στην κύρια αμυντική του τοποθεσία.

Ο γαλλικός στρατός τον Μάιο του 1940

Μάχη της Γαλλίας
Άρμα μάχης SOMUA S35.

Ο Στρατηγός Μωρίς Γκαμελέν ήταν ανώτατός διοικητής των χερσαίων δυνάμεων στη Γαλλία. Ο Στρατηγός Ζωρζ διοικούσε τα στρατεύματα στο ΒΑ Μέτωπο. Η 1η Ομάδα Στρατιών ήταν ανεπτυγμένη από το βόρειο άκρο της Γραμμής Μαζινό μέχρι τη Μάγχη και τη διοικούσε ο Στρατηγός Μπιγιότ. Είχε υπό τη διοίκηση της από βορρά προς νότο:

  • Την 7η Στρατιά του Στρατηγού Henri Giraud.
  • Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα του Στρατηγού Λόρδου Γκορτ.
  • Την 1η Στρατιά του Στρατηγού Μπλανσάρ.
  • Την 9η Στρατιά του Στρατηγού Κοράπ.
  • Τη 2η Στρατιά του Στρατηγού Υντσινγκέρ.

Η 7η Στρατιά θα έπρεπε να εισέλθει στην Ολλανδία και να συνδεθεί με τον ολλανδικό στρατό στην Μπρέντα. Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα θα καταλάμβανε τη γραμμή του ποταμού Ντυλ μεταξύ Λουβαίν και Βαβρ. Η 1η Στρατιά θα αναπτύσσονταν στον διάδρομο του Ζεμπλού και μέχρι τη Ναμύρ. Νότια από τη Ναμύρ και μέχρι βόρεια από το Σεντάν θα αναπτύσσονταν η 9η Στρατιά. Τέλος, από το Σεντάν και μέχρι την αρχή της Γραμμής Μαζινό στο Longwy ήταν ήδη εγκατεστημένη η 2η Στρατιά. Οι Συμμαχικές στρατιές περιλάμβαναν 94 γαλλικές μεραρχίες, 22 βελγικές, 10 βρετανικές και 10 ολλανδικές.
Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (British Expeditionary Force – BEF) άρχισε να καταφθάνει στη Γαλλία στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1939 και ολοκλήρωσε την άφιξη του τον Μάρτιο του 1940.
Ο γαλλικός στρατός πίστευε ότι το πεδίο της μάχης κυριαρχούνταν από τα πυρά του πυροβολικού και η πίστη του αυτή συνοψίζονταν στη φράση του Πεταίν «το πυρ σκοτώνει». Εξαιτίας αυτού η επιθετική ενέργεια (η αποφασιστική μορφή του αγώνα) είχε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά (μεθοδική μάχη):

  • Συγκεντρωτική διοίκηση από τα ανώτατα κλιμάκια.
  • Μαζικά πυρά πυροβολικού ελεγχόμενα συγκεντρωτικά.
  • Το πεζικό ενεργούσε υπό τη μαζική υποστήριξη πυρών πυροβολικού οπότε προχωρούσε με μικρά άλματα, περίπου 5 χλμ., ώστε το πυροβολικό να μπορεί να αναδιατάσσεται.

Το γαλλικό δόγμα δεν έβλεπε το πυροβολικό ως τακτικό εργαλείο αλλά ως επιχειρησιακό οπότε μόνο μαζικοί βομβαρδισμοί είχαν νόημα. Εξ ου προέκυπτε η ανάγκη να συγχρονίζεται η κίνηση με το πυρ και όχι το αντίθετο. Για τους Γάλλους μία πετυχημένη επίθεση απαιτούσε υπεροχή 3:1 στο πεζικό, 6:1 στο πυροβολικό και 15:1 στη διαθέσιμη ποσότητα βλημάτων πυροβολικού. Το 1940 στο πυροβολικό μάχης οι Γάλλοι είχαν 11.200 σωλήνες έναντι 7.700 των Γερμανών.
Από την πίστη των Γάλλων στην υπεροχή του πυρός προέκυπτε και ο περιορισμός του ρόλου των αρμάτων σε όργανο συνοδείας του πεζικού. Στην πορεία το γαλλικό δόγμα αποδέχθηκε ότι θα έπρεπε να υπάρχει μία κατηγορία αρμάτων που «ενεργούσαν μαζί» (chars de manoeuvre ensemble). Όμως οι Γάλλοι έβλεπαν τα «άρματα που ενεργούσαν μαζί» ως ένα τακτικό εργαλείο μεγέθους 1-2 ταγμάτων που έλυνε κάποιο τοπικό πρόβλημα μιας μεραρχίας πεζικού και όχι ως ένα επιχειρησιακό εργαλείο που θα έλυνε προβλήματα του θεάτρου επιχειρήσεων.
Η επέκταση της μηχανοκίνησης μετά τον Α΄ Π.Π. επηρέασε τις ιδέες του γαλλικού στρατού για τη δύναμη καλύψεώς που όπως αναφέρθηκε παραδοσιακά αποτελούνταν από μεραρχίες ιππικού. Η μηχανοκίνηση των σχετικών δυνάμεων θα τις επέτρεπε να φτάσουν σε σύντομο χρόνο και σε μεγάλους αριθμούς στα σύνορα και θα απελευθέρωνε το σιδηροδρομικό δίκτυο για άλλες χρήσεις. Από τον προβληματισμό αυτό προέκυψε η «Ελαφρά Μηχανοκίνητη Μεραρχία» (Division Légère MécaniqueDLM) [3]. Η DLM ήταν προικοδοτημένη με θωρακισμένα αναγνωριστικά οχήματα Panhard P-178 που θα προηγούνταν περίπου 50 χλμ. από το κύριο σώμα και θα εγκαθιστούσαν τα πρώτα φυλάκια και μηχανοκίνητο πεζικό και άρματα μάχης που θα ακολουθούσαν και θα καταλάμβαναν τις προωθημένες θέσεις. Οι DLM είχαν εξοπλιστεί με το καλύτερο γαλλικό άρμα μάχης, το SOMUA S35, οι αρετές του οποίου όμως δεν μπορούσαν να τύχουν εκμετάλλευσης μέσα στο πλαίσιο της αντίληψης που υπήρχε γι΄ αυτές τις μεραρχίες.

Μάχη της Γαλλίας
Το Somua S35 μπορούσε να διατρήσει την εμπρόσθια θωράκιση του Pz III από τα 1.000 μ. ενώ το Pz III έπρεπε να πλησιάσει στα 200 μ. για να κάνει το ίδιο.

Μια βαρύτερη έκδοση της DLM δημιουργήθηκε το 1940, η Division Cuirassée DCR [4], με αποστολή τη διάσπαση του εχθρικού μετώπου. Η 1η και η 2η DCR σχηματίσθηκαν τον Ιανουάριο του 1940, η 3η τον Μάρτιο και η 4η τον Μάιο μεσούσης της μάχης. Οι DCR χρησιμοποιούσαν τα ισχυρότερα γαλλικά άρματα (Char Β1 bis) αλλά ως σχηματισμοί δεν είχαν τον χρόνο να δοκιμαστούν σε ασκήσεις και να ωριμάσουν οι ιδέες για τη χρήση τους. Συνολικά η Γαλλία είχε 2.285 άρματα διαθέσιμα στο ΒΑ μέτωπο.
Αυτή ήταν η στρατηγική και οι υπολογισμοί των Γάλλων πριν αρχίσει η Μάχη της Γαλλίας.
Σημειώσεις
[1] Η θητεία μειώθηκε το 1921 από τρία σε δύο χρόνια, το 1923 σε 18 μήνες και το 1928 σε ένα χρόνο. Το 1935 αυξήθηκε σε δύο χρόνια για να αναπληρωθεί το έλλειμμα των στρατεύσιμων ανδρών που εμφανίστηκε σε εκείνες τις κλάσεις. Ο αριθμός των επαγγελματιών του γαλλικού στρατού μειώθηκε το 1928 από 150.000 σε 106.000.
[2] Η μέση ζωή των γαλλικών κυβερνήσεων στο διάστημα 1932 – 1940 ήταν μόλις τέσσερις μήνες.
[3] Η προβλεπόμενη δύναμη σε άρματα μάχης της DLM ήταν:

  • 95 SOMUA S35 (1 X 47 χλστ. πυροβόλο, 1 Χ 7,5 χλστ. πολυβόλο)
  • 95 Hotchkiss H35 (1 X 37 χλστ. πυροβόλο, 1 Χ 7,5 χλστ. πολυβόλο)
  • 69 Renault AMR35 (1 X 7,5 χλστ. ή 1 Χ 13,2 χλστ. πολυβόλο)

[4] Η προβλεπόμενη δύναμη σε άρματα μάχης της DCR ήταν:

  • 68 Char B (1 X 75 χλστ., 1 X 47 χλστ. πυροβόλα, 2 Χ 7,5 χλστ. πολυβόλα)
  • 90 Hotchkiss H39 (1 X 37 χλστ. πυροβόλο, 1 Χ 7,5 χλστ. πολυβόλο)

Βιβλιογραφία
Cardona, Gabriel και Vásquez. (2009). Δέκα Μέρες που Άλλαξαν την Ευρώπη. Μετάφραση: Εύα Αδαμάκη. (2009). Τόμος 6 στη σειρά: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1939-1945. Η Καθημερινή.
Corum, James S. (Σεπτέμβριος 1994). A Clash of Military Cultures: German & French Approaches to Technology Between the World Wars. Στα πρακτικά του USAF Academy Symposium.
Evans, Martin M. (2000). The Fall of France: Act with Daring. Οξφόρδη: Osprey Publishing Ltd.
Frieser, karl-Heinz. (2013). The Blitzkrieg Legend: The 1940 Campaign in the West. Naval Institute Press.
Leach, Christopher B. (1992). The Belgium Question in French Strategic Planning and Army Doctrine Between the Wars. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Simon Fraser University.
Λίντελ Χαρτ. (1970). Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μετάφραση: Νικολάου Παπαρρόδου (1988). Αθήνα: ΓΕΣ/7ο ΕΓ.
Mazower, Mark. (1998). Σκοτεινή Ήπειρος: Ο Ευρωπαϊκός 20ος Αιώνας. Μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος. (2001). Επανέκδοση. (2013). Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Ντε Γκωλ, Κάρολος. (Τρεις τόμοι: 1954, 1956, 1959). Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Απομνημονεύματα, 1940-1946. Μετάφραση: Δ. Π. Κωστελένος. (1967). Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη.
Rajevs, Igors. (2009). The French Army in the Interwar Period. Baltic Security & Defence Review. Vol. 11, Issue 2, σσ. 186-207.
Shepperd, Alan. (1990). France 1940: Blitzkrieg in the West. Λονδίνο: Osprey Publishing Ltd.
Sumner, Ian και Vauvillier, François. (1998). The French Army 1939-45 (1). Ανατύπωση. (2000). Οξφόρδη: Osprey Publishing Ltd.
The Belgian Ministry of Foreign Affairs. (1941). Belgium: The Official Account of What Happened 1939 – 1940. Λονδίνο: Evans Brothers Ltd.
Warner, Philip. (1990). The Battle of France, 1940. Ανατύπωση. (2001). Λονδίνο: Cassell & Co.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ