Το “Ροκέ” Μπάιντεν-Πούτιν

ΜΠΑΙΝΤΕΝ ΠΟΥΤΙΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΝΑΛΥΣΗ

Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου, Ανώτερου Στρατηγικού Αναλυτή, Εταίρου του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης

 

Η συνάντηση κορυφής μεταξύ του νέο-εκλεγέντα Αμερικανού Προέδρου Μπάιντεν και του Ρώσου Προέδρου Πούτιν, αποτελεί μια στρατηγική πρωτοβουλία θέσπισης ενός νέου modus operandi μεταξύ των δύο πάλαι ποτέ πόλων του Ψυχρού Πολέμου.

Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία, αποπειρώνται να διαχειριστούν  την οξύτατη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών, η οποία έχει φθάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο, ειδικά μετά την ρωσική προσάρτηση-κατοχή της Κριμαίας το 2014, τις αμερικανικές κυρώσεις που ακολούθησαν και τις διαρκείς αλληλοκατηγορίες για διεξαγωγή υβριδικού πολέμου εκατέρωθεν.

Παράλληλα οι δύο πλευρές καλούνται να διαχειριστούν την ανάδυση ενός  πολυπολικού κόσμου, γεγονός που μεταφράζεται πρωτίστως στην ύπαρξη ενός ανταγωνιστικού πόλου , ήτοι της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία αποτελεί πλέον αφενός έναν ευθύ και εν δυνάμει ισάξιο- στο απώτερο μέλλον-, ανταγωνιστή (proto-peer competitor) των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και έναν δυνητικό περιφερειακό ανταγωνιστή της Ρωσίας μεσοπρόθεσμα, καθώς το σινικό γεωοικονομικό σχέδιο ” Μία Ζώνη Ένας Δρόμος”, ανταγωνίζεται δυνητικά την ρωσική επιρροή στην Κεντρική Ασία.

Η διακυβέρνηση Μπάιντεν, αναγνωρίζοντας τόσο την υπάρχουσα αλλά και τη μακροσκοπική δυναμική της Κίνας, όσο και την παραδοσιακή πρόκληση μιας επανακάμψασας Ρωσίας στο διεθνές στερέωμα, στρέφεται σε μια συνδυαστική στρατηγική προσέγγισης με τη Ρωσία που περιλαμβάνει μερική αποδοχή ενός ανανεωμένου status της Μόσχας, υπό την αιρεσιμότητα να συμπεριφερθεί το Κρεμλίνο με πιο προβλέψιμο τρόπο, εγείροντας παράλληλα ένα μείζον ζήτημα που ταλανίζει και τις δύο πλευρές:

Την περίφημη επίτευξη στρατηγικής σταθερότητας (strategic stability), γεγονός που αποτελεί στόχο και των δύο πλευρών ΗΠΑ και Ρωσίας για διαφορετικούς λόγους.

Οι στρατηγικοί στόχοι της Συνάντησης Κορυφής

Οι μεν ΗΠΑ επιδιώκουν να ανακάμψουν ως η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη στις περιοχές μείζονος ενδιαφέροντος και ζωτικών συμφερόντων, έπειτα από μια 10ετία στρατηγικής υπερ-επέκτασης, οικονομικής δυσπραγίας και εσωτερικής  πόλωσης.

Αναμφίλεκτα η αμερικανική υπερ-εξάπλωση και η μετέπειτα στροφή προς ένα νέο-απομονωτικό μοντέλο, δημιούργησαν αφενός σημαντικό κενό ισχύος σε κρίσιμες περιφέρειες, αφετέρου επλήγη το λίκνο της αμερικανικής ισχύος, ήτοι η Συναίνεση της Ουάσιγκτον τόσο από την λεγόμενη Άνοδο των Υπολοίπων (Rise of the Rest), όσο και από την υπονόμευση εντός των τειχών του Ευρατλαντικού Χώρου.

Είναι ξεκάθαρο για την νέα αμερικανική ηγεσία πως η ενεργή εμπλοκή σε πολλαπλά μέτωπα απαιτεί μια σταδιακή προσέγγιση (gradual approach) και διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ αυτά του παρελθόντος.

Για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την μεγαλύτερη απειλή βάσει δυνητικών δυνατοτήτων, την Κίνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν απαιτείται να σφυρηλατήσει ένα αποδεκτό πλαίσιο “συμβίωσης” με την Ρωσία, αποτρέποντας και μια σύμπηξη ενός ευρασιατικού άξονα με πρωτεργάτες και την Μόσχα και το Πεκίνο.

Γι αυτό τον λόγο επενδύει εκ νέου σ ένα πλαίσιο που θα προωθεί την στρατηγική σταθερότητα την προβλέψιμη συμπεριφορά και την αποφυγή σοβαρής κλιμάκωσης κυρίως όμως το πάγωμα των υβριδικών ενεργειών αποσταθεροποίησης που δύναται να φέρει εις πέρας η Μόσχα απόρροια του υβριδικού της δόγματος γνωστού και ως δόγμα Γκερασίμοφ.

Η αυξημένη επιρροή της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και στη Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια, η δυνατότητα αποσύνθεσης του ευρωατλαντικού χώρου μέσω  στοχευμένων στρατηγικών που περιλαμβάνουν την διαμερισματοποίηση με την Γερμανία (Nordstream 2) και την Τουρκία (Συμφωνίες Σότσι και Αστάνα), κατέστησαν επιβεβλημένη εκ μέρους της αμερικανικής πλευράς την προσέγγιση με την Μόσχα για να επανακαθοριστεί ένα πλαίσιο στρατηγικής συμπεριφοράς που έχει διττό στόχο:

  • Κατά πρώτον, την αποφυγή κάθετης κλιμάκωσης με χρήση πυρηνικών όπλων επιβεβαιώνοντας εκ νέου την αρχή της αμοιβαίας καταστροφής (mutual assured destruction)
  • Κατά δεύτερον, την προστασία του κατεξοχήν ευρω-ατλαντικού χώρου από ρωσικές υβριδικές-αποδιοργανωτικές ενέργειες (hybrid-disruptive acts), ώστε να κερδηθεί ο απαραίτητος χρόνος αντιστροφής μιας συνεχιζόμενης εσωτερικής παράλυσης  και διολίσθησης του ΝΑΤΟ.

Το αμερικανικό “ροκέ” της διακυβέρνησης Μπάιντεν, επενδύει στην διαμερισματοποίηση (compartmentalization) της εξωτερικής πολιτικής, στο πλαίσιο μιας αντισταθμιστικής στρατηγικής που περιλαμβάνει την αναγνώριση του νέου status της Ρωσίας ως Μεγάλης Δύναμης (Great Power), αλλάζοντας την κυριαρχούσα αντίληψη που ήταν κυρίαρχη επί της διακυβέρνησης Ομπάμα (ο οποίος θεωρούσε την Ρωσία  Μεγάλη Περιφερειακή Δύναμη), γεγονός που αναβαθμίζει το αποτύπωμα (leverage) της Μόσχας σε διεθνές και κατ’ επέκταση σε περιφερειακό επίπεδο, με αντάλλαγμα όμως την ρωσική διαβεβαίωση μη ανάμιξης σε ζητήματα που άπτονται της συνοχής του ευρωατλαντικού χώρου και αυτό περιλαμβάνει δυνητικά κυβερνο-επιθέσεις, ψυχολογικές επιχειρήσεις και “μαύρες” επιχειρήσεις μεγάλου αντικτύπου.

Αντιστοίχως, η Ρωσία παρά το γεγονός ότι κατόρθωσε να ανακτήσει ένα σημαντικό μέρος της επιρροής της και του status που απολάμβανε επί εποχής Ψυχρού Πολέμου, εντούτοις αποτελεί ένα κράτος που αντιμετωπίζει σημαντικότατα προβλήματα επίρρωσης αυτής της ισχύος μακροπρόθεσμα, λόγω των διαρκώς μειούμενων συντελεστών ισχύος, εξαιτίας της δημογραφικής απίσχνασης και του μονοδιάστατου οικονομικού μοντέλου, γεγονός που έχει επίπτωση και στην διατήρηση της δυναμικής στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με την Δύση και κυρίως με τις ΗΠΑ, έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και την αυξανόμενη κινεζική επιρροή σε περιοχές μείζονος ρωσικού ενδιαφέροντος.

Η ρωσική πλευρά εμφανίζεται να ανησυχεί για τις αποσταθεροποιητικές τάσεις που εμφανίζονται στο μαλακό της υπογάστριο, ήτοι την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο , ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει ευρύ φάσμα κυρώσεων από τη Δύση εν συνόλω και υπαρξιακή απειλή μέσω της Ουκρανίας αν ενταχθεί η τελευταία στο  ΝΑΤΟ.

Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως η Μόσχα επενέβη στην Μέση Ανατολή και ως αντιστάθμισμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη με την Ουκρανία να αποτελεί “κόκκινη γραμμή”.

Η αποδοχή των τετελεσμένων της Κριμαίας υπήρξε ζητούμενο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής από το 2014 και εντεύθεν.

Η ρωσική ηγεσία θεώρησε πως η αναγνώριση της επανακάμψασας Ρωσίας στο διεθνές στερέωμα από τις ΗΠΑ αποτελεί και το έναυσμα μιας σιωπηρής αποδοχής εκ μέρους της αμερικανικής ηγεσίας, μιας ρωσικής σφαίρας επιρροής στον άμεσο περίγυρό της.

Το ρωσικό “ροκέ” περιλαμβάνει επίσης έναν διττό στόχο:

  • Κατά πρώτον, μια επαναφορά της στρατηγικής σταθερότητας που περιλαμβάνει τον απόλυτο έλεγχο της διαδικασίας κλιμάκωσης και της αποφυγής χρήσης πυρηνικών όπλων
  • Κατά δεύτερον την έστω και σιωπηρή αποδοχή εκ μέρους των ΗΠΑ του αναβαθμισμένου ρόλου της Ρωσίας στα διεθνή δρώμενα κυρίως σ ότι αφορά την ρωσική “δικαιοδοσία” στην γεωπολιτική ζώνη ζωτικού ενδιαφέροντός της.

Φλέγοντα Ζητήματα

Από τα ανωτέρω προκύπτει πως και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος ανασύνταξης των δυνάμεων, προσωρινή ελάττωση της πίεσης και αποφυγή μιας καθολικής κρίσης με απρόβλεπτες συνέπειες. Παραταύτα, καμία πλευρά δεν μετακινείται από τους καθορισθέντες μεσοπρόθεσμους στόχους της.

Όπως και στη Συνάντηση Κορυφής της Γενεύης το 1985 μεταξύ Ρέϊγκαν -Γκορμπατσόφ το ζητούμενο ήταν η διατήρηση της στρατηγικής σταθερότητας και ο έλεγχος της αστάθειας στο πλαίσιο των ζωνών επιρροής εκατέρωθεν, έτσι και στην Συνάντηση της Γενεύης του 2021, ο στόχος και των δύο πλευρών παραμένει ένα modus operandi που θα εγγυάται την εμπέδωση αποδεκτών κανόνων μεταξύ των δύο πάλαι ποτέ μονομάχων του Ψυχρού Πολέμου.

Το εγχείρημα αυτή την φορά δεν προμηνύεται καθόλου εύκολο, καθώς αφενός η Κίνα αποτελεί έναν τρίτο πόλο που δεν παρακάμπτεται καθώς διαθέτει αυξημένες δυνατότητες, αφετέρου η ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου έχει καταστήσει κυρίαρχη την  τάση στρατηγικής αυτονομίας που εμφορείται σε Μεσαίες Δυνάμεις του διεθνούς συστήματος με μεγάλες φιλοδοξίες (Ινδία, Πακιστάν, Ιράν Τουρκία, Αίγυπτος) που αντιστρατεύονται τη λογική μιας εκ νέου συμμόρφωσης στο διπολικό ψυχροπολεμικό πρότυπο.

Η στρατηγική σταθερότητα που επιδιώκεται από ΗΠΑ-Ρωσία περιλαμβάνει αφενός την μη διασπορά των πυρηνικών όπλων σε επίδοξους διεκδικητές (Ιράν-Τουρκία κτλ), αφετέρου προϋποθέτει και έλεγχο της στρατηγικής συμπεριφοράς Αναθεωρητικών Κρατών-Μεσαίων Δυνάμεων.

Το αν θα επιτύχει η απόπειρα δημιουργίας ενός αποδεκτού πλαισίου στον χαμηλότερο παρονομαστή, εξαρτάται πρωτίστως από τον βαθμό εμπιστοσύνης και προσήλωσης στα συμπεφωνημένα.

Ο πολυπολικός κόσμος είναι γεγονός και η τάση αυτή δεν αντιστρέφεται εύκολα εντούτοις τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία έχουν εξαιτίας της αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής υπεροχής που απολαμβάνουν έναντι των υπολοίπων, αυξημένες δυνατότητες πειθαναγκασμού αν καταφέρουν να λειτουργήσουν επί τη βάσει κοινού συμφέροντος.

Παραταύτα, θα πρέπει να σημειωθεί πως ότι συμφωνήθηκε στην Γενεύη μεταξύ των δύο ηγεσιών είναι εύθραυστο και η όποια επιτυχία εναπόκειται στο μέγεθος της τριβής που θα υφίσταται από την αλληλεξάρτηση του εσωτερικού με το εξωτερικό πεδίο στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής.

 

Πηγή: capital.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ