Πώς η σινορωσική προσέγγιση τεστάρει τη Δύση

ΡΩΣΙΑ ΚΙΝΑ ΣΧΕΣΕΙΣ

Του Κώστα Α. Λάβδα, Καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο*

Για πολλούς στη Δύση, η Ρωσία και η Κίνα αντιπροσωπεύουν ένα δίδυμο που, παρά τις προφανείς διαφοροποιήσεις και ανταγωνισμούς μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου, τείνει σήμερα να παρουσιάζει την εικόνα ενός μετώπου. Πριν λίγες ημέρες, ο Βλάντιμιρ Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ συνομίλησαν διαδικτυακά σε μια σινορωσική σύνοδο κορυφής γι’ αυτό που ο Πούτιν ονόμασε «επιθετική» ρητορική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Το υπόβαθρο είναι ανάμεικτο. Η σινορωσική συνεργασία στον τομέα των στρατιωτικών εξοπλισμών ξεκίνησε φιλόδοξα με τη συμφωνία του 1992 αλλά σταδιακά η άνοδος της Κίνας στην παραγωγή ολοένα πιο εξελιγμένων οπλικών συστημάτων οδήγησε στη μείωση των εισαγωγών από τη Ρωσία. Όμως η συνεργασία, οι κοινές ασκήσεις κ.λπ. διατηρούνται. Η σινορωσική συνεργασία για τη δημιουργία ενός διεθνούς επιστημονικού σταθμού στη Σελήνη προχωρά. Και πολλά άλλα.

Με ένα ΑΕΠ περίπου 15 τρισ. δολάρια το 2020, η Κίνα παρά τα προβλήματά της, προβάλλει ένα πρόσωπο δυναμικού οικονομικού – και όχι μόνο – εθνικισμού, πολύ πέραν της «ήρεμης δύναμης» με έμφαση την ήπια ισχύ που χαρακτήρισαν την περίοδο Ντενγκ και τους διαδόχους της. Από την άλλη πλευρά, η οικονομικά και δημογραφικά εξασθενημένη Ρωσία – με ένα ΑΕΠ περίπου 1,5 τρισ. δολάρια το 2020, λίγο μεγαλύτερο από αυτό της Ισπανίας, λίγο μικρότερο από εκείνο της Ιταλίας – αποτελεί σήμερα έναν υπολογίσιμο στρατιωτικό και γεωπολιτικό παράγοντα με σταθερή επιδίωξη την αξιοποίηση της αναδιαμόρφωσης των ισορροπιών ισχύος ενόψει της σταδιακής και επιλεκτικής αναδιατύπωσης του ρόλου των ΗΠΑ.

Σε αυτό το πλαίσιο, όχι μόνο ο Πούτιν αλλά και ο Σι Τζινγκπίνγκ προωθούν την αρχή του ενός. Το εν πολλοίς συλλογικό υπόδειγμα κομμουνιστικής ηγεσίας που υπήρξε χαρακτηριστικό των περιόδων του Ζιάν Ζεμίνγκ και του Χου Ζίνταο τείνει να αντικατασταθεί από μια απροκάλυπτη δικτατορία του Σι Τζινπίνγκ, ιδιαίτερα στη δεύτερη θητεία του από το 2017.

Σήμερα, τα δυο πιθανά σημεία ανάφλεξης – Ουκρανία και Ταϊβάν – αντανακλούν, αντίστοιχα, τις εντάσεις στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία και την Κίνα. Αλλά τα προβλήματα με τη Ρωσία και με την Κίνα που θα αντιμετωπίσουμε το 2022 θα είναι πολύ ευρύτερα αυτών που επισημαίνονται στα δυο πιθανά σημεία ανάφλεξης.

Ως προς τη Ρωσία, όπως επισήμανα πρόσφατα, η ευρασιατική ομοσπονδία επιδιώκει αναγνώριση της θέσης της ως επανακάμψασα μεγάλη δύναμη, συνέχιση του κρίσιμου ενεργειακού ρόλου της στην Ευρασία, περιχαράκωση του ρωσικού συστήματος άσκησης εξουσίας στο εσωτερικό και αναδιαμόρφωση των ισορροπιών ισχύος με επωφελή για τη Μόσχα τρόπο στο πλαίσιο της μακρόχρονης, αργής και επιλεκτικής διαδικασίας αμερικανικής απαγκίστρωσης που ξεκίνησε επί Ομπάμα και συνεχίζεται. Η εξήγηση αυτών των στόχων παραπέμπει σε ένα κάπως σύνθετο πλέγμα παραγόντων. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες μεγάλο έχουν ιστορικό βάθος, όπως είναι η ανησυχία για την περικύκλωση της Ρωσίας, μια ανησυχία που διαπερνά αιώνες, καθεστώτα και ιδεολογίες. Άλλοι παράγοντες αναφέρονται στις προϋποθέσεις επιβίωσης του αυταρχικού ρωσικού καθεστώτος σήμερα.

Ως προς την Κίνα, πολλές από τις αρχικές εκτιμήσεις για την περίοδο Σι Τζινγκπίνγκ που ξεκίνησε το 2012 έχουν ανατραπεί με τη νέα θητεία του Σι Τζινπινγκ, από το 2017, οπότε ξεδιπλώθηκε σαφέστερα και η προσωποκεντρική, συγκεντρωτική τάση που προαναφέρθηκε.

Στο διεθνές πεδίο, μια πρόσθετη εξέλιξη προκαλεί πονοκεφάλους από το 2013. Ως γνωστόν, η πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου (Belt and Road Initiative, BRI), γνωστή μέχρι το 2016 ως One Belt One Road (OBOR), ξεκίνησε από την κινεζική κυβέρνηση το 2013. Συνιστά μια στρατηγική παγκόσμιας ανάπτυξης υποδομών και οικονομικών δικτύων μέσω χρηματοδότησης από κινεζικές κρατικές τράπεζες και από το εξειδικευμένο ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού (Silk Road Fund) που ιδρύθηκε το 2014.

Η πρωτοβουλία αποτέλεσε ένα από τα βασικά στοιχεία της πολιτικής του Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος την ανακοίνωσε το 2013 στη διάρκεια επίσημων επισκέψεών του στην Ινδονησία και το Καζακστάν. Το 2017, με την ανανέωση της θητείας του Σι Τζινπίνγκ, η πρωτοβουλία BRI ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα της Κίνας. Στόχος είναι το έργο να ολοκληρωθεί το 2049, που είναι το ίδιο έτος με την εκατοστή επέτειο από την ίδρυση της Λαϊκής Πολιτείας της Κίνας.

Η σινορωσική προσέγγιση χωρίς παρωπίδες

Με επίσημο στόχο την «ενίσχυση της περιφερειακής συνοχής για ένα λαμπρότερο μέλλον», η BRI συνιστά καλά επεξεργασμένη παγκόσμια – και όχι περιφερειακή – ανάπτυξη δικτύων οικονομικής επιρροής και – μέσω δανείων – κερδοφορίας. Αυτή η τελευταία διάσταση είναι εξίσου σημαντική και περιέργως παραμελημένη από αναλυτές που εστιάζονται αποκλειστικά στις σχέσεις ισχύος. Τα δάνεια και οι επενδύσεις σε περίπου 70 χώρες και οργανισμούς βασίστηκαν σε συχνά επαχθείς όρους, πράγμα που οδηγεί ήδη σε αιτήματα για επαναδιαπραγμάτευση των όρων σε κάποια από τα συμφωνημένα σχέδια του BRI.

Ακριβώς πριν την υιοθέτηση του BRI, ο κορυφαίος σινολόγος Ντέιβιντ Σάμπο, στο China Goes Global (2013), κατέληγε στο συμπέρασμα ότι παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζει η πλήρης ενσωμάτωση της Κίνας στο διεθνές σύστημα, η ανάσχεση της Κίνας αποτελούσε «a complete nonstarter». Άρα η συνεργασία ήταν μονόδρομος. Ακόμη και το 2015, στο πολύκροτο βιβλίο του, Dealing With China, ο πολύς Χένρι Πόλσον, γνωστός και από την αμφιλεγόμενη θητεία του ως ομοσπονδιακός υπουργός οικονομικών του Τζόρτζ Μπους (από τον Ιούλιο 2006 μέχρι τον Ιανουάριο 2009), υποστήριζε ότι, σε τελική ανάλυση, αυτό που απαιτείται είναι να βρούμε για την Κίνα «a better seat at the table».

Τι ακριβώς άλλαξε; Είναι τόσο σημαντικό το BRI ώστε να θεωρήσουμε ότι διαμορφώνεται μια νέα, αναθεωρητική κινεζική στρατηγική η οποία προωθείται μέσω ενός νέου, σινοκεντρικού διεθνούς εμπορικού δικτύου; Θεωρώ ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι αυτή τη στιγμή πρώϊμο.

Είναι γεγονός ότι η ανερχόμενη οικονομική και στρατιωτική ισχύς της Κίνας οδηγεί σε πολλά σενάρια, μερικά από τα οποία επικεντρώνονται σε μια πορεία σύγκρουσης. Η νέα κινεζική ηγεσία συμβάλλει στη διατύπωση τέτοιων σεναρίων. Στο πιο πρόσφατο πόνημά του, China’s Leaders: From Mao to Now (2021), ο Σάμπα αναλύει τη συνύπαρξη δυο διακριτών τάσεων στην ηγεσία του ΚΚΚ, η πρώτη εκφραζόμενη υπέρ του σταδιακού και ελεγχόμενου ανοίγματος της κινεζικής πολιτικής και η δεύτερη υπερασπιζόμενη τη διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση του απόλυτου ελέγχου από την κομμουνιστική ηγεσία. Ο Σι Τζινπίνγκ αποτελεί την αιχμή του δόρατος της δεύτερης τάσης, στην οποία προσδίδει και μια έντονη προσωποκεντρική χροιά.

Παρόλα αυτά, οι οικονομικές αλληλεξαρτήσεις και αλληλοδιεισδύσεις μεταξύ Κίνας και Δύσης παραμένουν πολλές, πυκνές και πολυεπίπεδες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις σχέσεις Κίνας – ΗΠΑ, παρά τα πλήγματα της περιόδου Τραμπ. Παρότι πολλοί αφήνονται να παρασυρθούν από τη σκοτεινή γοητεία της σύγκρισης με τον μεσοπόλεμο, το τοπίο σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό και από πολλές πλευρές εντελώς πρωτόγνωρο. Οι «αντίπαλοι» σήμερα δεν είναι ούτε οικονομικά εσωστρεφείς και απομονωμένοι (όπως η Γερμανία του Χίτλερ) ούτε – αυτή τη στιγμή – σαφώς αναθεωρητικοί. Η Κίνα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές οικονομίες παγκοσμίως. Ο αναλυτής επομένως με αφετηρία αφενός τις σχέσεις ισχύος και τις εξελισσόμενες στρατηγικές, αφετέρου το υπόβαθρο της πολιτικής οικονομίας που είναι σήμερα νέο και σε ορισμένα επίπεδα πρωτόγνωρο, οφείλει να διαγνώσει τάσεις και να διατυπώσει σενάρια αποφεύγοντας τα εύκολα συμπεράσματα.

Τι να κάνουμε;

Από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ούτε η Γαλλία ούτε η Γερμανία έχουν λόγους να ενθαρρύνουν τον θρυλούμενο νέο διπολισμό. Ούτε η Ελλάδα έχει κάποιον λόγο. «Έγκυρα» ινστιτούτα και «έγκυροι» διεθνείς αναλυτές παρουσίαζαν προ ετών την Ελλάδα, την Πορτογαλία και άλλες χώρες της ΕΕ ως «δούρειο ίππο» της κινεζικής διείσδυσης στη Δύση, σε μια εποχή που οι οικονομίες σε κρίση διψούσαν για άμεσες επενδύσεις και αντ’ αυτών τους χορηγούνταν συνταγές εσωτερικής υποτίμησης.

Εάν – πράγμα που δεν είναι σήμερα πιθανό – υπάρξει ανάφλεξη στην Ουκρανία ή την Ταϊβάν, η Ελλάδα θα σταθεί με τους συμμάχους και εταίρους της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Αυτό είναι και θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι προφανές και δεδομένο. Εάν, πράγμα πολύ πιθανότερο, η σύγκρουση εξακολουθήσει να λαμβάνει οικονομικές και πολιτικές μορφές, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να παραμείνει παράγοντας επιφυλακτικότητας και, κατά το δυνατό, δύναμη γεφυροποιός.

Γενικότερα, δεν υπάρχει λόγος να παρασυρόμαστε άκριτα από κάθε ανάλυση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ή και εντός της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα, πλήρως ενσωματωμένη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, έχει κάθε λόγο να συνεχίσει μορφές συνεργασίας τόσο με την Κίνα όσο και με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Γνωρίζοντας και τις δυνατότητες αλλά και τα όρια αυτών των συνεργασιών. Η συνεχής πορεία πλοήγησης ανάμεσα στις υποχρεώσεις ενός αξιόπιστου συμμάχου και εταίρου και τα εξελισσόμενα δεδομένα μιας ανταγωνιστικής παγκοσμιοποιημένης πολιτικής οικονομίας με πρωταγωνιστές που θα ανταποκρίνονται σε διαφορετικά υποδείγματα πολιτικής οργάνωσης θα είναι δύσκολη, αλλά απολύτως αναγκαία.


Περισσότερα άρθρα από τον Κώστα Λάβδα:

ΑΠΟΨΕΙΣ – ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΒΔΑΣ


 

* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.

 

 

Πηγή: Liberal.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ