Τελικά πόσο μονόδρομος είναι η «συνεργασία» με την Τουρκία;

ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΕΡΝΤΟΓΑΝ

Με την απόσταση πλέον των  δύο ημερών από την τελευταία συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου προέδρου και με τα όσα επέτρεψαν να γίνουν γνωστά για το τι πραγματικά ειπώθηκε, η αίσθηση που υπάρχει είναι: Μήπως υπάρχει κάτι που δεν μας λένε και αν ναι τι είναι αυτό;

Η αφωνία του λαλίστατου Ερντογάν από τη μία, ο οποίος δεν έκανε καμία δήλωση για τη συνάντηση και από την άλλη οι δηλώσεις τόσο του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι οι δυσκολίες  «εφόσον και οι δύο πλευρές δείξουν καλή διάθεση, αυτές τελικά μπορούν να ξεπεραστούν» αλλά κυρίως του ΥΕΘΑ Νίκου Παναγιωτόπουλου χθες ο οποίος ανέλαβε να ενημερώσει τα ΜΜΕ με σιβυλλικές  δηλώσεις για το τι συνέβη στην συνάντηση δημιούργησαν πολλά ερωτηματικά. Κι΄αυτό καθώς, ενώ πριν την συνάντηση η κυβέρνηση προσπάθησε να δημιουργήσει ένα σχεδόν πολεμικό κλίμα (εξ ου και τα περί παγώματος ΜΟΕ) η συνέχεια ήταν μάλλον περισσότερο κατευναστική της κοινής γνώμης παρά δημιουργίας πατριωτικού παροξυσμού, όπως τουλάχιστον μας συνήθιζε όταν ήταν αντιπολίτευση.

Σταχυολογήσαμε κάποιες από τις φράσεις του ΥΕΘΑ Ν. Παναγιωτόπουλου από τις χθεσινές συνεντεύξεις από τις οποίες είναι μάλλον εμφανή η αγωνία να παρουσιαστεί μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή της σκληρή αντιπαράθεσης.

Έχουμε και λέμε λοιπόν: «Συμφωνήσαμε σε καλό κλίμα ότι διαφωνούμε», «Διαπιστώσαμε και συμφωνήσαμε ότι το πρόβλημα δεν είναι φοβερό», «προκύπτει ότι υπάρχουν πλέον περιθώρια συνεννόησης με την Τουρκία. Η τελευταία κουβέντα που είπε ο Ερντογάν είναι ότι καλό θα ήταν να πέσουν οι τόνοι», «υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας» και «Εγώ έφυγα με την αίσθηση ότι έχω να κάνω με ανθρώπους που παίζουν το δικό τους παιχνίδι ασφαλώς, έχουν τα δικά τους συμφέροντα να προωθήσουν, αλλά μιλούν και κυρίως αντιμετωπίζουν την ελληνική πλευρά με σοβαρότητα».

Ας μείνουμε όμως στην τελευταία φράση του ΥΕΘΑ δηλαδή ότι «αντιμετωπίζουν την ελληνική πλευρά με σοβαρότητα» με την οποία προφανώς θέλησε να πει ότι η Τουρκία πέρα από προκλητικές NAVTEX, επιχειρήσεις διάσωσης, παραβιάσεις, Μνημόνια για ΑΟΖ, χάρτες για Γαλάζιες Πατρίδες κ.α. επιχειρεί να κάνει και μια «διαφορετική κουβέντα» με την Ελλάδα.

Και κάπου εδώ ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να αναλύουμε λιγάκι πιο σοβαρά την υπόθεση «Τουρκία» από τα γνωστά και τετριμμένα που αναμασούν δημοσιογράφοι, αναλυτές και πάσης φύσεως απόστρατοι στα τηλεοπτικά πάνελ και στο fb. Γιατί δείχνει να αψηφά τους πάντες και ταυτόχρονα οι πάντες να μην την ενοχλούν.

Η Τουρκία λοιπόν και ο Ερντογάν δεν είναι τυχαίο ότι έφτασαν τα τελευταία χρόνια να αποτελούν υπολογίσιμη δύναμη σε πολλούς τομείς όταν άλλες πολλές παραδοσιακές δυνάμεις δείχνουν ότι πλέον ξεθωριάζουν. Πρώτα και κύρια με συστηματική δουλειά κατάφεραν να έχουν πρόσβαση, παρέμβαση και επιρροή σε ολόκληρες περιοχές όπως τα Βαλκάνια, σε αραβικές χώρες ακόμα και στην Αφρική (δε μιλάμε μόνο για τη Λιβύη φυσικά) είτε με μεγάλη είτε με μικρότερη επιτυχία.

Κατάφερε μέσα στα τουλάχιστον 20 χρόνια με σχέδιο και στρατηγική από ανύπαρκτη αμυντική βιομηχανία να δημιουργήσει μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη καλύπτοντας πρώτα και κύρια το 70% των αναγκών της. Έχει ήδη ξεκινήσει τις εξαγωγές δικών της οπλικών συστημάτων και καταφέρνει συνεχώς να καλύπτει τις αποστάσεις στον τομέα της ποιότητας με  υπόλοιπες κατασκευάστριες χώρες. Την ίδια στιγμή είναι υπολογίσιμες πλέον και οι προσπάθειές της να μπει πλέον και στο χώρο των πυρηνικών (εξ ου και οι συνεργασίες της με Ρωσία και Πακιστάν που έχουν τεχνογνωσία) για αρχή στην ενέργεια και στη συνέχεια σε πυραύλους.

Τι έχει όμως απέναντί της η Τουρκία; Μια Αμερική η οποία όσο περνάει ο καιρός παραπαίει και οικονομικά και τεχνολογικά και να προσπαθεί μέσω Προέδρων τύπου Τραμπ να διατηρήσει την ηγεμονία και τη χαμένη αίγλη της. Οι δε παραδοσιακές μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις Γερμανία και Γαλλία με πολλά εσωτερικά πολιτικά προβλήματα και αντιθέσεις προχωρούν πλέον ασθμαίνοντας προσπαθώντας να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς. Για την Ελλάδα να μη μιλήσουμε γνωρίζουμε όλοι την κατάστασή μας και πως φτάσαμε έως εδώ.

Αρκεί να δει κανείς σε επίπεδα ΝΑΤΟ που βρίσκεται η κάθε χώρα σε σχέση με την Τουρκία από άποψη μεγέθους Στρατών, δαπανών, δημιουργίας Κέντρων Εκπαίδευσης και θα αντιληφθεί γιατί όλοι κόπτονται να μη φύγει από το άρμα της συμμαχίας.

Ποιο είναι όμως το μεγάλο πρόβλημα της Τουρκίας παρά την πρόοδό της σε όλα τα παραπάνω; Πρώτον ότι πλέον ασφυκτιά στα  σημερινά της πλαίσια και ότι οι παραδοσιακές δυνάμεις δεν της επιτρέπουν να πάρει ακόμα μεγάλες «αποφάσεις» μόνη της και να δημιουργεί καταστάσεις επιβολής πολιτικής. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν εμπιστεύεται ούτε τις ΗΠΑ, ούτε Γερμανία, Μ. Βρετανία ή Γαλλία, κάτι το οποίο το έχουν αντιληφθεί εδώ και καιρό, από τις προκλήσεις της (δείτε Συρία, S-400, ΝΑΤΟ, Αν. Μεσόγειο κ.α.).

Όσο κι αν φαντάζει λοιπόν περίεργο λόγω της ανατολίτικης συμπεριφοράς της στην περιοχή, η Τουρκία αναζητεί η Ελλάδα να μετατραπεί στον πιο αξιόπιστο σύμμαχό της για τα σχέδιά της, καθώς τον γνωρίζει αιώνες τώρα, ξέρει ο ένας τις συνήθειες των άλλων και κάτω από δεδομένες συνθήκες μπορούν να συνεργαστούν χωρίς τις τρικλοποδιές τις οποίες συνηθίζουν άλλες παραδοσιακές ξένες πρώην «αυτοκρατορικές» ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Και για να μην κοροϊδευόμαστε γνωρίζει πολύ καλά ότι την αδύναμη και οικονομικά χρεωκοπημένη Ελλάδα μπορεί να την αντιμετωπίσει στρατιωτικά μόνο σε επίπεδο προκλήσεων και μέχρι εκεί. Η περιοχή του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου δεν είναι Συρία όπου έστησε το Πυροβολικό να βαράει από μακρυά και τους τζιχαντιστές συμμάχους να πηγαίνουν στη συνέχεια να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Μια οποιαδήποτε σύρραξη στην ευρύτερη περιοχή θα είχε πολλαπλές και πολυεπίπεδες συνέπειες όπου θα υποχρεώνονταν να εμπλακούν πραγματικά πολλές δυνάμεις με ανεξέλεγκτες προεκτάσεις που κανείς δεν θέλει.

Δεν είναι λοιπόν όσο εξωπραγματικό κι αν ακουστεί ίσως για κάποιους ότι αυτό τόνισε από προχθές και στην ελληνική αντιπροσωπεία. Ότι δηλαδή έχουν περισσότερα να κερδίσουν και οι δύο μαζί από ότι χώρια και αντιμαχόμενοι. Ίσως λοιπόν αυτό αντιλήφθηκε και η κυβερνητική αντιπροσωπεία και η φρασεολογία είναι πλέον πιο στρογγυλεμένη και υποτονική.

Το μεγάλο ελληνικό πρόβλημα όμως είναι ότι – ενώ ο Ερντογάν μπορεί να καθοδηγεί το εσωτερικό του κοινό – η ελληνική κυβέρνηση πάλι βρίσκεται στον αντίποδα. Το κοινό που εδώ και χρόνια εξέθρεψε και καλλιέργησε δεν μπορεί ούτε στη σκέψη να δεχτεί ότι υπάρχουν «περιθώρια συνεννόησης με την Τουρκία».

Οπότε τι θα κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αποτολμήσει να προχωρήσει σε «συνεννόηση» ή θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε το ίδιο κακοπαιγμένο σήριαλ στα ελληνοτουρκικά για πολλά χρόνια ακόμα;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ