Το Αιγαίο πέλαγος και η σύγκρουση Ελλήνων – Περσών (499 – 450 π.Χ.): Διδάγματα για την ελληνική ναυτική στρατηγική

ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ

Μια από τις περιοχές που είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα είναι το Αιγαίο πέλαγος. Από την αρχαιότητα, αποτέλεσε τη δίοδο εισόδου στην Ελλάδα και κατ’ επέκτασιν στην Ευρώπη.

 

Γράφει ο Νικολάου Νικόλαος Ιστορικός – Διεθνολόγος*

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Η κυριαρχία ενός κράτους σε αυτή τη θαλάσσια περιοχή αποτελούσε τη βάση για κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο και έλεγχο των θαλάσσιων οδών. Ένας λαός που αντιλήφθηκε τη σημασία του Αιγαίου ήταν και οι Πέρσες. Μοιραία, η προσπάθεια επέκτασής τους στην Ευρώπη τους έφερε σε σύγκρουση με τους Έλληνες. Η σύρραξη που ξέσπασε έμεινε στην ιστορία, ενώ μπορεί να διαφωτίσει τους Έλληνες σχεδιαστές ναυτικής στρατηγικής για τι σημασία του Αιγαίου και για το πώς θα μπορέσουν οι Ένοπλες Δυνάμεις να το υπερασπιστούν.

Η ιστορική στιγμή στην οποία το Αιγαίο πέλαγος αποκτά βαρύνουσα σημασία και μετατρέπεται  σε «μήλον της έριδος» για τα κράτη που βρέχει, είναι το τέλος της Αρχαϊκής Εποχής (τέλη 6ου αιώνα- αρχές 5ου π.Χ. αιώνα). Η περίοδος αυτή βρίσκει ως πιο ισχυρή τη Περσική Αυτοκρατορία υπό τη δυναστεία των Αχαιμενιδών. Πέραν της τεράστιας αριθμητικά στρατιωτικής δύναμης που μπορούσε να αναπτύξει στη ξηρά, είχε την ικανότητα να παρατάξει χιλιάδες πολεμικά πλοία και να εκμεταλλευτεί τη ναυτοσύνη κάποιων λαών που ήταν κατακτημένοι, κυρίως των Φοινίκων και των Αιγύπτιων. Με τη κατάληψη του βασιλείου της Λυδίας και την καθυπόταξη των ελληνικών πόλεων-κρατών της Ιωνίας στη Μικρά Ασία, οι Πέρσες απέκτησαν πρόσβαση στο Αιγαίο πέλαγος και αντιλήφθηκαν ότι η κυριαρχία τους επί της συγκεκριμένης υδάτινης περιοχής όχι μόνο τους εξασφάλιζε τη προστασία των εδαφών που ήλεγχαν σε Μαύρη θάλασσα, Μικρά Ασία, Εγγύς Ανατολή, αλλά και αποτελούσε τη δίοδο μέσω της οποίας θα κυριαρχούσαν στην Ευρώπη.

Την ίδια περίοδο, στη γεωγραφική περιοχή που αποτελεί σήμερα το ελληνικό κράτος, νέες δυνάμεις αναπτύχθηκαν. Μια από αυτές ήταν και η Αθήνα. Όντας παραθαλάσσια πόλη με πρόσβαση σε ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά λιμάνια έως και σήμερα, εκείνο του Πειραιά, και υπό την ηγεσία ικανών κυβερνητών, είχε καταφέρει να επικρατήσει έναντι των ανταγωνιστών της (Αιγινητών και Μεγαρέων) και να αποκτήσει αξιόλογο πολεμικό στόλο. Το αθηναϊκό εμπόριο επεκτάθηκε σε όλο το Αιγαίο, φέρνοντας την επέκταση της αθηναϊκής επιρροής. Έτσι, για τους Αθηναίους η στόχευση προς τη θάλασσα έγινε κύρια συνισταμένη της πολιτικής ισχύος τους.

Το 499 π.Χ. οι ιωνικές πόλεις εξεγέρθηκαν εναντίον των Περσών. Οι ομόφυλοι τους Αθηναίοι μαζί με τους συμμάχους τους Ερετριείς εκμεταλλευόμενοι τη βραχυπρόθεσμη, όπως  αποδείχτηκε, κυριαρχία τους στο αρχιπέλαγος μετέφεραν στρατεύματα στη Μικρά Ασία για να βοηθήσουν τους Ίωνες. Στην αρχή όλα έβαιναν καλώς με αποκορύφωμα τη πτώση και καταστροφή των Σάρδεων. Ωστόσο, η μικρή αριθμητική δύναμη των επαναστατημένων σε συνδυασμό με την όχι και τόσο ισχυρή αθηναϊκή ναυτική παρουσία στα μικρασιατικά παράλια για την ανάληψη μιας τέτοιας εκστρατείας θα οδηγούσαν στη καταστροφή. Όντως από το 495 π.Χ. η επανάσταση έσβηνε. Μετά τη λήξη της ναυμαχίας στη Λάδη και τη διάλυση του επαναστατικού στόλου από τον περσικό έπεσε η Μίλητος και πολύ σύντομα η επανάσταση είχε καταπνιγεί. Οι Πέρσες ήταν οι κυρίαρχοι σε ξηρά και θάλασσα.

Η ελληνική εμπλοκή στην Ιωνία, απλά έπεισε τον Δαρείο Α’ ότι η επέκταση στην Ευρώπη θα πέρναγε μέσω της κατάκτησης του ελληνικού χώρου. Γι αυτό, έπρεπε εκτός από ισχυρό στρατό να συγκροτηθεί και εξίσου ισχυρή ναυτική δύναμη. Η κυριαρχία το Αιγαίο ήταν ένας από τους πυλώνες της περσικής στρατηγικής εναντίον των Ελλήνων. Πράγματι, συγκροτήθηκε αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη και στόλος και ξεκίνησε η πρώτη εκστρατεία το 492 π.Χ., η οποία έληξε άδοξα με τη βύθιση λόγω θαλασσοταραχής του περσικού στόλου στη Χαλκιδική. Η αποτυχία αυτή δεν πτόησε τον Αχαιμενίδη αυτοκράτορα που το 490 π.Χ. ετοίμασε νέα εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων. Αυτή τη φορά, θα διέσχιζαν οι Πέρσες το Αιγαίο, θα υπέτασσαν όσα νησιά δεν γίνονταν υποτελή και θα τιμωρούσαν τους Ερετριείς καιτους Αθηναίους, ενώ κατ’ επέκτασιν θα καταλάμβαναν τον ελληνικό χώρο.

Το αθηναϊκό ναυτικό, αλλά και εκείνο άλλων πόλεων δεν ήταν ούτε τόσο ισχυρό ούτε τόσο πολυάριθμο όσο το περσικό και ο διάπλους του αρχιπελάγους έγινε με ευκολία. Η Ερέτρια έπεσε και ο περσικός στόλος αποβίβασε τους Πέρσες στρατιώτες στον κάμπο του Μαραθώνα. Ελληνική ναυτική δύναμη δεν υπήρχε πουθενά. Η κυριαρχία το Αιγαίο φαινόταν να είχε δώσει  την ευκαιρία στους Πέρσες να υλοποιήσουν την επέκτασή τους στον ευρωπαϊκό χώρο.  Ωστόσο, και η δεύτερη περσική εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων έληξε άδοξα στον Μαραθώνα και οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν χρησιμοποιώντας πάλι το Αιγαίο. Η τρίτη περσική εκστρατεία υπό τον Ξέρξη (480-479 π.Χ.) θα αναδείκνυε όχι μόνο τη σημασία του Αιγαίου πελάγους, αλλά και τη σημασία του συνασπισμού των Ελλήνων ενάντια  στον κοινό εχθρό. Η θάλασσα έπαιξε τον κυρίαρχο ρόλο. Η κατάσταση σε αυτόν τον τομέα
για τον ελληνισμό ήταν καλύτερη απ ότι τη προηγούμενη δεκαετία.

Η Αθήνα υπό τον Θεμιστοκλή είχε μεριμνήσει για τη συγκρότηση ισχυρού στόλου  προκειμένου να επικρατήσει στη θάλασσα και να αποτρέψει την επανάληψη του Μαραθώνα, ενώ και άλλες πόλεις-κράτη ήταν πρόθυμες να συνασπιστούν ώστε να επικρατήσουν σε ξηρά και θάλασσα. Φυσικά, ο Ξέρξης τα γνώριζε αυτά. Δεν είναι τυχαίο που συγκρότησε στόλο από πολλές χιλιάδες πλοία όλων των ειδών και τοποθέτησε σε καίριες θέσεις σε εκείνον ως επικεφαλείς Αιγύπτιους και Φοίνικες πλοιάρχους. Ήταν εμφανές ότι υπολόγιζε σε μια ή πολλές ναυτικές αναμετρήσεις.

Τελικά, η έκβαση της τρίτης εκστρατείας κρίθηκε κυρίως στη θάλασσα. Η ανακοπή της περσικής ναυτικής προώθησης στο Αρτεμίσιο και η συντριβή του περσικού στόλου στη Σαλαμίνα οδήγησαν σε αποχώρηση του στόλου που άφησε τμήμα του περσικού στρατού εκτεθειμένο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτή η εξέλιξη θα ήταν καταστροφική για τα περσικά συμφέροντα. Η ήττα του περσικού εκστρατευτικού σώματος στις Πλαταιές τον Σεπτέμβριο του 479 π.Χ. συνέπεσε με τη ναυμαχία και έπειτα μάχη της Μυκάλης στη Μικρά Ασία, όπου ο ελληνικός στόλος όχι μόνο κατατρόπωσε τον περσικό, αλλά και αποβίβασε άνδρες νικώντας και στη ξηρά τους Πέρσες. Την πλήρη αποχώρηση των Περσών από την ελλαδική επικράτεια ακολούθησαν διαδοχικές επιθετικές ενέργειες των συνασπισμένων Ελλήνων σε βάρος περσικών πόλεων στον Ελλήσποντο και στη Θράκη. Η ήττα του Ξέρξη ήταν ολοκληρωτική.

Οι περσικοί σχεδιασμοί για κυριαρχία στην Ευρώπη και στο Αιγαίο πέλαγος ναυάγησαν. Ποιος παράγοντας, όμως, ήταν αυτός που έδωσε τη δυνατότητα στους Έλληνες να μεταφέρουν τη σύρραξη εντός περσικού εδάφους; Μα φυσικά η κυριαρχία στο αρχιπέλαγος.

Η περίοδος μετά το 479 π.Χ. βρίσκει των ελληνικό πολιτισμό σε ακμή με «πρόμαχο» την Αθήνα. Η καίρια συμβολή της στην απόκρουση της περσικής επιθετικότητας καθώς και η ναυτική ισχύς της, της προσέδωσαν κύρος. Ταυτόχρονα, της προσέδωσαν και τα εφόδια να γίνει περιφερειακή δύναμη. Συγκροτήθηκε υπό την ηγεσία της η Δηλιακή Συμμαχία, που αποτελούσε μια συνομοσπονδία κρατών που είχαν στόχο να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των Αχαιμενιδών. Κατά βάθος, όμως, οι Αθηναίοι αποσκοπούσαν κυρίως στον έλεγχο του Αιγαίου που τους επέτρεπε την χωρίς εμπόδια μεταφορά στρατού σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, ενώ προστατεύονταν και οι θαλάσσιες εμπορικές οδοί, ιδίως εκείνες που ξεκίναγαν από τη Μαύρη Θάλασσα.

Συνεπώς, το αθηναϊκό εμπόριο μπορούσε να διεξάγεται με μεγάλη ασφάλεια. Η ισχνή έως και μηδαμινή ναυτική παρουσία του περσικού παράγοντα καθιστούσε το έργο της Συμμαχίας πιο εύκολο. Αυτό φάνηκε σε όλες τις συγκρούσεις που σημειώθηκαν. Αποκορύφωμα της νικηφόρας πορείας της Συμμαχίας ήταν η μάχη στον Ευρυμέδοντα ποταμό στη Παμφυλία (466 π.Χ.), η εκστρατεία των Αθηναίων στην Αίγυπτο προς υπεράσπιση της επανάστασης που είχε ξεσπάσει εναντίον των Περσών τη δεκαετία του 450 π.Χ. που όμως στο τέλος απέτυχε, καθώς και οι νικηφόρες συγκρούσεις στη Κύπρο την ίδια περίοδο, όπου και πάλι ξέσπασε επανάσταση εναντίον του περσικού ζυγού από το ελληνικό στοιχείο. Ο αθηναϊκός στόλος  πρωτοστατούσε παντού.

Τελικά, ο ελληνο-περσικός πόλεμος έληξε το 450 π.Χ. με τη συνθήκη ειρήνης του Καλλία που παρείχε αυτονομία στις ελληνικές πόλεις στην Ιωνία και απαγόρευε τη δραστηριοποίηση των περσικών πλοίων στη θάλασσα. Επρόκειτο για μια ξεκάθαρη και ολοκληρωτική νίκη των συνασπισμένων Ελλήνων. Φυσικά, το αρχιπέλαγος διαδραμάτισε και μετέπειτα σημαντικό ρόλο, αλλά τυχόν παρουσίαση της μεταγενέστερης περιόδου ξεφεύγει από τη θεματική του παρόντος άρθρου.

Τι μας διδάσκει η πολύχρονη σύγκρουση Ελλήνων και Περσών

Η ιστορία έχει διδακτικό χαρακτήρα. Η παραπάνω παρουσίαση ενός ιστορικού γεγονότος μπορεί να μας οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με τη χάραξη ελληνικής ναυτικής στρατηγικής.

Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι η γεωγραφική αξία του Αιγαίου. Αποτελεί μια θάλασσα η οποία ενώνει τη Μαύρη Θάλασσα με την ανατολική και δυτική Μεσόγειο, καθώς και παρέχει πρόσβαση στην Ερυθρά Θάλασσα και στο Σουέζ. Αποτελείται από χιλιάδες νησιά όλων των μεγεθών με ποικίλη οικονομική δραστηριότητα. Συνεπώς η οικονομική και γεωστρατηγική του αξία ως πέρασμα τοποθετημένο σε κάποιες από τις κυριότερες εμπορικές οδούς του κόσμου είναι τεράστια. Δεν είναι τυχαίο ότι αποτέλεσε τη βάση της οικονομικής ανόδου των Αθηναίων.

Ένα ακόμα συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι και η σημασία του για τυχόν στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έγινε εμφανές παραπάνω ότι το αρχιπέλαγος χρησιμοποιήθηκε τόσο από τους Έλληνες όσο και από τους Πέρσες για να πλήξουν αμφότερες πλευρές η μια την άλλη. Τελικά, η ελληνική κυριαρχία στη θάλασσα ήταν ο παράγοντας που έστεψε νικηφόρα τα ελληνικά όπλα, ενώ η ελευθερία κινήσεων στο Αιγαίο ήταν εκείνη που οδήγησε σε ισχυροποίηση την Αθήνα και επέτρεψε στη Δηλιακή Συμμαχία να απειλήσει ουσιαστικά τους Πέρσες σε ολόκληρη τη λεκάνη της νατολικής Μεσογείου. Φυσικά, αυτή η επικράτηση επέτρεψε και την εκμετάλλευση των οικονομικών πόρων της περιοχής. Επιπρόσθετα, η κυριαρχία στο Αιγαίο συνέβαλε και στην υπεράσπιση, όταν απαιτήθηκε, του ελληνισμού της Κύπρου.

Τέλος, η ανωτέρω ιστορική σύγκρουση μπορεί να ερμηνεύσει από κοινού με άλλους παράγοντες τη τουρκική επιθετική στάση. Έλεγχος του Αιγαίου σημαίνει ύκολη πρόσβαση στα μικρασιατικά και θρακικά παράλια, καθώς και στον Βόσπορο. Οι Τούρκοι δεν ξεχνάνε το πόσο πλήρωσαν οι οθωμανικές χερσαίες δυνάμεις την απώλεια της σουλτανικής κυριαρχίας στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Ούτε λησμονούν τη πλήρη συντριβή τους στη θάλασσα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων από το ελληνικό ναυτικό. Παράλληλα, συγκλονίζονται με τη σκέψη ότι δύναται να επαναληφθεί το σενάριο των Σεβρών. Το ομώνυμο σύνδρομο διακατέχει τη τουρκική πολιτική ελίτ και σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να δει ένα ελληνικό θωρηκτό μαζί με μεταγωγικά πλοία να διασχίζουν την «ελληνική λίμνη», το Αιγαίο, για να αποβιβάσουν ελληνικά στρατεύματα σε τουρκικό έδαφος.

Εν κατακλείδι, πέραν τον νεοοθωμανικών οραμάτων της Άγκυρας και της επιθυμίας της να εκμεταλλευτεί τους ενεργειακούς πόρους του Αιγαίου που θα τη καταστήσουν περιφερειακή δύναμη, η συνεχής ενίσχυση του τουρκικού στόλου αποσκοπεί στο να μη περιοριστεί η ασιατική χώρα όπως περιορίστηκαν οι Αχαιμενίδες το 450 π.Χ. από τη πρόσβαση στη θάλασσα. Δεν είναι παράλογο να ειπωθεί ότι αναμένεται περαιτέρω εντατικοποίηση της τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας.

Ποια η θέση της Ελλάδας; Η χώρα μας είναι αδήριτη ανάγκη να επενδύσει στη σχεδίαση και υλοποίηση μιας εθνικής ναυτικής στρατηγικής. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό των Περσικών Πολέμων ήταν η επιβεβαίωση του δεσμού των Ελλήνων με τη θάλασσα, με επίκεντρο το Αιγαίο πέλαγος.

Σε αυτό πρέπει να υπάρξει επένδυση. Η ανανέωση του γερασμένου  ελληνικού στόλου, η οχύρωση των νησιών, η επίβλεψη του εναέριου χώρου, διμερείς στρατηγικές συνεργασίες με γειτονικά κράτη και μια ολοκληρωμένη ενεργειακή στρατηγική εκμεταλλευόμενοι τη θέση μας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές μιας τέτοιας στρατηγικής.

Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η εθνική αποτρεπτική ισχύς, ενδυναμώνονται οι συμμαχίες μας και γενικότερα η χώρα μας παρουσιάζεται ως μια κρατική οντότητα σύγχρονη, η οποία μπορεί να προστατέψει τον εαυτό της και να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα καθώς και εκείνα της Κύπρου σε μια θαλάσσια περιοχή αυξημένης γεωπολιτικής σημασίας.

 

*Ο Νικολάου Νικόλαος είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας και κάτοχος MSc Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ