Το παράδειγμα Νίξον και η προσέγγιση Ελλάδας- Ισραήλ

ΕΛΛΑΔΑ - ΙΣΡΑΑΗΛ

Είναι στιγμές στην ιστορία των κρατών που εκείνα καλούνται να κάνουν την υπέρβαση στην εξωτερική τους πολιτική εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ΗΠΑ υπό τη προεδρία του Ρίτσαρντ Νίξον.

Γράφει ο Νικολάου Νικόλαος Ιστορικός – Διεθνολόγος*

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Μια τέτοια υπέρβαση κλήθηκε να κάνει και η Ελλάδα αναφορικά με τη σχέση της με
το Ισραήλ. Από το 2010 και έπειτα οι ελληνο-ισραηλινές σχέσεις διανύουν μια
περίοδο ακμής, ενώ το μέλλον προβλέπεται αισιόδοξο.

Οι ΗΠΑ και το «άνοιγμα» στη Κίνα του Μάο

Ο Ψυχρός Πόλεμος χαρακτηρίζεται από τη διαμάχη δύο παρατάξεων («μπλοκ»), του δυτικού  (καπιταλιστικού-φιλελεύθερου) και του ανατολικού (σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού). Οι ΗΠΑ βρέθηκαν στην ηγεσία του πρώτου και η ΕΣΣΔ στου δεύτερου. Η περίοδος αυτή χαρακτηριζόταν από έναν αγώνα δρόμου για επιρροή και από διάφορες διασπαστικές τάσεις σε αμφότερα τα στρατόπεδα.

Μια από τις πιο σοβαρές διασπάσεις που αφορούσε το ανατολικό μπλοκ ήταν εκείνη μεταξύ της κομμουνιστικής Κίνας και της επίσης κομμουνιστικής ΕΣΣΔ που συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αν και κομμουνιστικά κράτη, γεωπολιτικοί και γεωοικονομικοί λόγοι με επίκεντρο τη Σιβηρία και τη Κεντρική Ασία οδήγησαν στη διαμάχη, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στον διπλωματικό τομέα, αλλά και παραλίγο να εκτραπεί σε πολεμική εμπλοκή μικρής έκτασης. Η καχυποψία στις σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας είχε εδραιωθεί.

Οι ΗΠΑ από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 βίωναν μια συνεχή απειλή σε εξωτερικό επίπεδο. Η απειλή αυτή ήταν απόρροια της επέκτασης του κομμουνισμού σε όλη την υφήλιο και ιδίως στο εγγύς εξωτερικό τους. Η πυρηνικοποίηση της ΕΣΣΔ, η επικράτηση των κομμουνιστών στη Κίνα και η έξωση των αντιπάλων τους στη Ταιβάν (1949), ο πόλεμος της Κορέας (1950-53) που ενέπλεξε άμεσα ή έμμεσα όλες τις μεγάλες δυνάμεις, η κυριαρχία του Φιντέλ Κάστρο και της παράταξής του στη Κούβα (1955) σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση του κομμουνισμού στη Λατινική Αμερική είχαν προκαλέσει ταραχή στην Ουάσινγκτον. Στους Αμερικανούς φαινόταν ότι έχαναν τον αγώνα επικράτησης.

Μοιραία, λοιπόν, αισθήματα άκρατου αντικομουνισμού άρχισαν να επικρατούν στην αμερικανική κοινωνία από τη μια πλευρά, ενώ από την άλλη σε μεγάλο τμήμα της νεολαίας η ιδεολογία του ανατολικού μπλοκ κέρδιζε έδαφος. Ο αντικομουνισμός εκφράσθηκε στη δεκαετία του 1950 με τον Μακαρθισμό που οδήγησε σε παράνοια τη πολιτική ελίτ της χώρας και σε εκκαθαρίσεις στον δημόσιο τομέα και στα ΜΜΕ.

Άλλο στοιχείο του φόβου των Αμερικανών αξιωματούχων ήταν και η θεωρία του ντόμινο που προέβλεπε ότι αν πέσει σε κομμουνιστικά χέρια το Βιετνάμ, θα ακολουθήσει σαν ντόμινο ολόκληρη η νοτιοανατολική Ασία. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στρατιωτικά στο Βιετνάμ ενάντια στους Βιετκόνγ για να αποτρέψουν να υποστούν νέο γεωπολιτικό πλήγμα. Σε τέτοιο περιβάλλον, οποιαδήποτε σκέψη για προσέγγιση με τους αντιπάλους μπορούσε να θεωρηθεί προδοσία για τα αμερικανικά συμφέροντα.

Ο Νίξον, όμως, από το 1969 με τη συμβολή του Συμβούλου Ασφαλείας του, του Χένρυ Κίσσινγκερ, αποφάσισε να κάνει την υπέρβαση. Η σινο-σοβιετική έριδα αποτελούσε διάσπαση του κομμουνιστικού μπλοκ στην Ευρασία και στον Ειρηνικό ωκεανό και δημιουργούσε ένα κενό που μπορούσαν οι ΗΠΑ να το εκμεταλλευτούν.

Έτσι, από το 1969 ξεκίνησαν οι προετοιμασίες για τη προσέγγιση ΗΠΑ- Κίνας. Αποτελούσε έναν ριψοκίνδυνο διπλωματικό ελιγμό που αποσκοπούσε στη τακτική «διαίρει και βασίλευε», στη μετατροπή των ΗΠΑ σε μεσάζοντα των ζητημάτων στη Κεντρική Ασία, στον προσεταιρισμό μιας χώρας ικανού αντίβαρου στη Σοβιετική Ένωση, στην εξομάλυνση των διμερών σχέσεων που θα βοηθούσε τη διατήρηση του αμερικανικού συστήματος ασφάλειας στην ανατολική Ασία και στη διευθέτηση του πολέμου στο Βιετνάμ, αφού οι Κινέζοι ξεκάθαρα βοηθούσαν τους κομμουνιστές.

Το 1972 οι εντατικές μυστικές προσπάθειες απέδωσαν για τη συνάντηση Μάο – Νίξον. Τον Φεβρουάριο, το προεδρικό αεροσκάφος προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Πεκίνου. Μια φρουρά απόδοσης τιμών ανέμενε τον Νίξον και το επιτελείο του. Η σημασία της διμερούς αυτής επίσκεψης φάνηκε και από το γεγονός ότι ο Αμερικανός ηγέτης συνοδευόταν από τη γυναίκα του. Οι συνομιλίες έγιναν σε εγκάρδιο κλίμα.

Επίλογος της επίσκεψης υπήρξε η Διακοίνωση της Σαγκάης όπου οι δύο κυβερνήσεις δήλωσαν την επιθυμία τους να αποκαταστήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Η προσέγγιση με μια χώρα κομμουνιστική που απειλούσε ευθέως τα αμερικανικά συμφέροντα, σε μια περιοχή ζωτικής σημασίας και σε μια χρονική συγκυρία δύσκολη, αποτελούσε μια υπέρβαση. Ήταν ευκαιρία για την Ουάσινγκτον να ξεπεράσει τα όποια αντικομουνιστικά σύνδρομα και να επιδιώξει να προσεγγίσει μια μη φιλική χώρα. Οι σχέσεις ΗΠΑ- Κίνας αποκαταστάθηκαν μετά από 25 χρόνια και ο Νίξον είχε θέσει τα θεμέλια για μια βάση πιθανής συνεργασίας και, πιθανόν, μιας ευκαιρίας να συνομιλήσει με τμήμα του ανατολικού μπλοκ.

Η Ελλάδα και το Ισραήλ: Από τη καχυποψία στην εγκαρδιότητα

Το παραπάνω ιστορικό παράδειγμα ομοιάζει με το «άνοιγμα» της Ελλάδας απέναντι στο Ισραήλ. Ο τρόπος και η εξέλιξη με την οποία αυτό πραγματοποιήθηκε, θυμίζει την αμερικανό – κινεζική προσέγγιση.

Το ιστορικό υπόβαθρο δεν ήταν ευνοϊκό για την ανάπτυξη διμερών σχέσεων. Η Ελλάδα όταν το 1948 ιδρύθηκε το μεσανατολικό κράτος δεν το αναγνώρισε. Τη συνέφερε να έχει καλές σχέσεις με τους Άραβες και ιδίως με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσσερ που το αντιμάχονταν. Αυτό οφειλόταν στην έντονη ελληνική παρουσία εντός αιγυπτιακής επικράτειας και δεδομένου ότι η Αίγυπτος είχε αναλάβει την αρχηγία του αγώνα για κατάλυση του Ισραήλ, η θέση της μειονότητας κινδύνευε αν ψυχραίνονταν οι ελληνο-αιγυπτιακές σχέσεις.

Παρόλο που από τη δεκαετία του 1980 οι σχέσεις πολλών αραβικών κρατών με το Ισραήλ άρχισαν να αποκαθίστανται, η Ελλάδα δεν προχώρησε στην αναγνώρισή του. Η έκρηξη του αγώνα των Παλαιστινίων για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους εντυπωσίασε τη διεθνή κοινή γνώμη και τη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Η προσωπικότητα του ηγέτη του Παλαιστινιακού Αγώνα Γιάσσερ Αραφάτ προκαλούσε καλές εντυπώσεις. Η ελληνική κυβέρνηση ενίσχυσε τις σχέσεις με την PLO (Παλαιστινιακή Απελευθερωτική Οργάνωση) και οι επαφές Αραφάτ – Παπανδρέου ήταν συνεχείς. Φαινόταν ότι η Ελλάδα τασσόταν κατά του Ισραήλ προσφέροντας ευκαιρίες σε Παλαιστίνιους, ενώ οι φήμες και οι διαδόσεις για τα έκτροπα των Ισραηλινών σε βάρος άμαχων Παλαιστινίων που ζούσαν υπό καταπίεση δημιούργησαν ένα ρεύμα στην ελληνική κοινωνία που δεν επέτρεπε τη σκέψη οποιασδήποτε ενέργειας προσέγγισης.

Τελικά, το 1990 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έκανε την υπέρβαση και, παρά τις αντιδράσεις, η Αθήνα αναγνώρισε την ανεξαρτησία του κράτους του Ισραήλ, ενώ οι διπλωματικές σχέσεις εδραιώθηκαν. Πάλι, όμως, η διμερής καχυποψία δεν επέτρεψε την όποια περαιτέρω προσέγγιση. Αντίθετα, οι Τούρκοι άδραξαν την ευκαιρία και μέσα στη δεκαετία του 1990 σύναψαν στενές σχέσεις με το Ισραήλ και δημιούργησαν έναν άξονα συνεργασίας που εξυπηρετούσε τα αμερικανικά συμφέροντα καθώς και εκείνα των δύο ασιατικών κρατών. Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά, δεν προέβη σε κάποια τέτοια ενέργεια. Βασικός στόχος της ήταν η διευθέτηση των διμερών ζητημάτων με τη Τουρκία. Οι άριστες τούρκο – ισραηλινές σχέσεις συνεχίστηκαν και στη πρώτη δεκαετία του 2000.

Το 2009 αποτέλεσε έτος-καμπή για τον άξονα Τελ Αβίβ – Άγκυρας. Η φιλοδοξία του  ενισχυμένου Ταγίπ Ερτογάν σε συνδυασμό με την σταδιακή ενδυνάμωση της χώρας του και το δόγμα του νεοοθωμανισμού που επικράτησε, οδήγησαν τη τουρκική εξωτερική πολιτική να αναλάβει έναν πιο ηγετικό ρόλο στη περιφέρεια της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Εκείνη τη περίοδο, οι Παλαιστίνιοι βρίσκονταν ξανά στην επικαιρότητα λόγω των εχθροπραξιών που ξεκίνησε το Ισραήλ με την είσοδο του έτους 2009. Ήταν ευκαιρία για τον τότε Τούρκο πρωθυπουργό να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στα μεσανατολικά ζητήματα, υποστηρίζοντας ανοιχτά τον παλαιστινιακό αγώνα. Αναπόφευκτα, μια τέτοια απόφαση τον έφερε σε αντιπαράθεση με το αιφνιδιασμένο Ισραήλ. Η πρώτη ρωγμή στη σχέση των δύο κρατών δημιουργήθηκε.

Τον Ιανουάριο του 2009 στο Διεθνές Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, ο Ερτογάν έδειξε ότι η φιλοδοξία του δεν ήταν ρητορικό «πυροτέχνημα». Κατά τη διάρκεια αναμονής του στο  πάνελ μαζί με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρεζ αποχώρησε κατηγορώντας το Ισραήλ ότι δεν σέβεται τους Παλαιστινίους. Αν και η κίνηση έγινε και για λόγους εντυπωσιασμού, δεν έπαυε να ήταν μια προσβολή. Η ρήξη θα γινόταν πιο βαθιά. Και ενώ η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε με περιέργεια τη τροχιά σύγκρουσης δύο πρώην στενών συνεργατών, τον Ιούνιο του 2010 η Τουρκία πάλι απέδειξε ότι η πολιτική της στόχευση δεν ήταν κενό γράμμα.

Ένας στολίσκος ξεκίνησε από τούρκικο λιμάνι με προορισμό την αποκλεισμένη Γάζα, στην οποία κυριαρχούσε και κυριαρχεί η παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς. Αν και η επίσημη ανακοίνωση πληροφορούσε ότι στα πλοία βρίσκονταν μόνο είδη πρώτης βοηθείας, η πραγματικότητα παραμένει σκοτεινή. Οι Ισραηλινοί δεν το πίστεψαν και καθώς η νηοπομπή προσέγγισε τη Γάζα, Ισραηλινοί κομάντος έκαναν επιδρομή σε ένα από τα πλοία, ονόματι «Mavi Marmara». Ακολούθησαν συμπλοκές στις οποίες σκοτώθηκαν κάποιοι Τούρκοι ακτιβιστές και τραυματίστηκαν Ισραηλινοί.

Μετά από αυτό το αιματηρό επεισόδιο, η ρήξη ήταν οριστική. Πλέον, δεν υπήρχε κοινό έδαφος για τα τουρκικά και ισραηλινά συμφέροντα. Οι δύο πρώην στενοί συνεργάτες, τώρα είχαν κυριευθεί από αμοιβαία έχθρα. Ο νεοοθωμανισμός ήταν αιτία φόβου για το Τελ Αβίβ και είναι ακόμα.

Η Ελλάδα εκείνη τη περίοδο μόλις είχε εισέλθει σε οικονομικό πρόγραμμα του ΔΝΤ. Ωστόσο, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου πέραν της οικονομικής κρίσης, είχε να αντιμετωπίσει και ζητήματα με τη γείτονα στο Αιγαίο, ιδίως τώρα που γινόταν λόγος για ορυκτό πλούτο στον βυθό του αρχιπελάγους. Ο νεοοθωμανισμός τρόμαζε και την Αθήνα. Ήταν βασική ανάγκη να βρεθούν συνεργάτες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εταίροι και ως αντίβαρο στη Τουρκία. Το Ισραήλ ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή. Το κλίμα ήταν γόνιμο εξαιτίας της αντιπαλότητας του με τη Τουρκία. Οι προοπτικές ενεργειακής συνεργασίας και γενικότερα συνεργασίας στη νέα κατάσταση όπως διαμορφωνόταν στη Μέση Ανατολή και στην ανατολική Μεσόγειο καθώς και προβλήματα με την Άγκυρα θα έφερναν Ελλάδα- Ισραήλ πιο κοντά.

Η ελληνική κυβέρνηση ήθελε τη σύσφιγξη των σχέσεων με τους Ισραηλινούς. Οι λόγοι ήταν σοβαροί. Αρχικά, δινόταν η δυνατότητα να δημιουργηθεί ένας άξονας Αθήνας- Τελ Αβίβ που θα ήταν υποστηρικτικός για την ελληνική πλευρά απέναντι στη Τουρκία. Δεύτερον, οι Ισραηλινοί όντας πιο έμπειροι πολεμικά θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στο να βελτιώσουν τις ικανότητές τους. Επιπρόσθετα, η ισραηλινή ηγεσία μπορούσε να σταθεί αρωγός σε μια ενεργειακή συνεργασία. Τέλος, η Ελλάδα αποκτούσε λόγο στη Μέση Ανατολή και μπορούσε να λειτουργήσει ως «γέφυρα» μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών. Το μόνο εμπόδιο ήταν η αντίδραση που μια τέτοια πολιτική θα προκαλούσε σε τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου, κυρίως της Αριστεράς.

Μια μεγαλύτερη υπέρβαση του παρελθόντος ήταν αναγκαία. Πράγματι, η κυβέρνηση ξεκίνησε τη διαδικασία προσέγγισης. Όπως αναμενόταν, υπήρξαν αντιδράσεις κυρίως από την Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) που τασσόταν κατά της συνεργασίας με ένα «όργανο» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, η ΝΔ υποστήριξε αυτή την ενέργεια. Η διπλωματική αυτή κίνηση πέτυχε. Τον Αύγουστο, ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου επισκέφθηκε την Αθήνα και συνεννοήθηκε σε θετικό κλίμα με τον Παπανδρέου. Οι βάσεις για μια υποσχόμενη σχέση συνεργασίας είχαν τεθεί. Επίσης, και η Κύπρος άρχισε να ενδυναμώνει τη σχέση της με το ισραηλινό κράτος. Η στόχευση της κυβέρνησης πραγματοποιούνταν.

Η περίοδος μετά τον Γ. Παπανδρέου: Η συνέχιση της συνεργασίας

Τον Ιούνιο του 2012 αναδείχθηκε στην εξουσία η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά. Τον Οκτώβριο του 2013 στην Ιερουσαλήμ συνεδρίασαν στα πλαίσια διυπουργικής συνάντησης οι δύο πρωθυπουργοί. Το Τελ Αβίβ ήταν θετικό σε περαιτέρω συνέχιση της συνεργασίας και στον ενεργειακό τομέα.

Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και η συγκυβέρνηση του με τους ΑΝΕΛ από τον Ιανουάριο του 2015 δεν θα άλλαζε τη στάση των ελληνικών αρχών. Ο Αλέξης Τσίπρας παρά τη ρητορεία του προ του 2010 αναφορικά με το Ισραήλ, «πειθάρχησε» στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον και έκρινε ότι η συνεργασία έπρεπε να αναβαθμιστεί. Όντως, κινήθηκε προς αυτό το σημείο και μέχρι την εκλογική του ήττα στις 7 Ιουλίου 2019 οι διμερείς σχέσεις βρίσκονταν σε εξαιρετικό επίπεδο.

Ελλάδα και Ισραήλ από κοινού με άλλα κράτη της περιοχής συνεργάζονται σε περιφερειακό και στρατιωτικό επίπεδο. Η εκλογή στον πρωθυπουργικό θώκο του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν άλλαξε τα πράγματα. Ο Νετανιάχου έστειλε συγχαρητήρια επιστολή εκφράζοντας τη θέλησή του για συνεργασία, ενώ δεν δίστασε να συγχαρεί τηλεφωνικά τον Αλέξη Τσίπρα για τη προσπάθεια που κατέβαλε στην εμβάθυνση των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων.

Πλέον, η σχέση Ελλάδας και Ισραήλ βρίσκεται στο καλύτερο σημείο που θα μπορούσε να υπάρχει. Μαζί με τη Κύπρο, τα τρία κράτη αποτελούν πυλώνα σταθερότητας στην ανατολική Μεσόγειο. Για να γίνει αυτό απαιτήθηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου να κάνει την υπέρβαση. Η ενίσχυση των διμερών σχέσεων ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα. Ωστόσο, στέφθηκε από επιτυχία.

Ήταν μια επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας και αυτό φαίνεται και από το ότι ακολουθήθηκε και από τις μετέπειτα κυβερνήσεις. Δίκαια μπορεί να παραλληλιστεί με τη προσέγγιση ΗΠΑ – Κίνας το 1972. Ίσως, το μόνο ζήτημα προς επίλυση είναι να διατηρηθεί η εύθραυστη ισορροπία αναφορικά με τους Παλαιστινίους. Όμως, η Αθήνα ακολουθεί και εδώ σταθερή πολιτική υποστηρίζοντας την ειρηνική συμβίωση των δύο λαών.

 

*Ο Νικολάου Νικόλαος είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας και κάτοχος MSc Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

nnikolaou618@gmail.com
https://internationalaffairsanalysis.blogspot.com/

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ