Η μάχη της Νιγρίτας αποτέλεσε το πρώτο πεδίο σύγκρουσης Ελλήνων-Βουλγάρων και προάγγελο του επερχόμενου Β’ Βαλκανικού Πολέμου, πριν την έκρηξή του.
Στις 22 Οκτωβρίου 1912 η περιοχή της Νιγρίτας Σερρών απελευθερώθηκε, μετά από μάχη με την εκεί τουρκική φρουρά. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ελληνικές αρχές.
Στις 26 Νοεμβρίου αφίχθη στην περιοχή βουλγαρική δύναμη 1.200 ανδρών.
Οι Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν την ελληνική ανεκτικότητα και όχι μόνο δεν αποχώρησαν, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά και απέστειλαν τμήματά τους μέχρι την Ασπροβάλτα, με προφανή στόχο να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή, επιχειρώντας να εγκαταστήσουν, με τη βία, βουλγαρικές αρχές.
Η ελληνική διοίκηση αποφάσισε, κατόπιν τούτων, να ενισχύσει τις ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή, στο διάστημα Δεκεμβρίου 1912 – Φεβρουαρίου 1913.
Στις 16 Φεβρουαρίου απόσπασμα κομιτατζήδων, υπό τον αρχικομιτατζή Λευτέροφ, επιτέθηκε σε ελληνικό πλοίο που είχε αγκυροβολήσει στον όρμο των Νέων Κερδυλίων, εκφορτώνοντας τρόφιμα και εφόδια για τα ελληνικά τμήματα.
Η ελληνική φρουρά ανταπέδωσε τα πυρά και η σύγκρουση, σε λίγο, γενικεύτηκε και διήρκεσε επτά ολόκληρες ώρες, με απώλειες εκατέρωθεν.
Την ίδια ώρα ένα βουλγαρικό μικτό απόσπασμα πεζικού, ιππικού και πυροβολικού επιτέθηκε στη Νιγρίτα.
Τα ελληνικά τμήματα αναπτύχθηκαν έξω από την κωμόπολη, απαγορεύοντας την είσοδο στους Βούλγαρους.
Στις 20 Φεβρουαρίου οι Βούλγαροι εξαπέλυσαν γενική επίθεση κατά των ελληνικών τμημάτων, σε όλο το μήκος της γραμμής διαχωρισμού που είχε συμφωνηθεί.
Το βάρος της βουλγαρικής επίθεσης δέχτηκε ένας ελληνικός λόχος που είχε εγκατασταθεί αμυντικά στο χωριό Τερπνή, βορειοδυτικά της Νιγρίτας.
Αν ο λόχος ανατρεπόταν, η Νιγρίτα θα «έπεφτε». Οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να αποκρούσουν τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν 150 νεκρούς και τραυματίες.
Τα ελληνικά τμήματα είχαν 14 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών. Η Νιγρίτα όμως είχε, δυστυχώς προσωρινά, σωθεί.