Οι Μυκήνες αποτέλεσαν το κέντρο του ομώνυμουμ, μεγάλου, πολιτισμού που άνθισε στην Ελλάδα από τη 2η χιλιετία π.Χ. και άφησε πίσως του έντονες μνήμες.
Οι οχυρώσεις αποτελούσαν την παθητική άμυνα των τότε κοινωνιών και οι στρατοί τους την ενεργητική.
Οι παλαιότερες οχυρώσεις στον ελλαδικό χώρο, σε μνημειακή κλίμακα, εντοπίζονται στην κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού, στη Θεσσαλία.
Οι νεολιθικές ακροπόλεις του Σέσκλου (5800 – 4400 π.Χ.) και του Διμηνίου (4800 – 3500 π.Χ.) αποτελούν τα πρώτα δείγματα οχυρωτικής.
Οι οχυρώσεις του Σέσκλου είναι πολύ πιο απλές, σε σχέση με τις αντίστοιχες του Διμηνίου, προφανώς λόγω της απουσίας πολιορκητικών μηχανών εκείνη την εποχή.
Οι οχυρώσεις του Διμηνίου όμως, αντίστοιχες των οποίων συναντούμε σε ολόκληρη την νησιωτική Ελλάδα, ήταν κατασκευασμένες με επάλληλες σειρές τειχών, οι οποίες σχημάτιζαν συνεχείς περιβόλους, δαιδαλώδους διάταξης.
Στο κέντρο της ακρόπολης υπήρχε το μέγαρο του ηγεμόνα, το τελευταίο κέντρο άμυνας της ακρόπολης. Με τον ίδιο τρόπο οχυρώθηκαν αργότερα οι ακροπόλεις της Πολιόχνης, της Τροίας, της Λέρνης, αλλά και οι κυκλαδικές.
Την παλαιά παράδοση ακολούθησαν και οι κατασκευαστές των περίφημων μυκηναϊκών οχυρώσεων. Ο λόφος των Μυκηνών, ύψους 280 μέτρων, κατοικείτο από το 3000 π.Χ.
Τα τείχη της ακροπόλης, συνολικού μήκους 900 μέτρων, έχουν κτιστεί από τον 14ο ως τον 13ο αιώνα π.Χ. και περικλείουν έκταση συνολικού εμβαδού 30.000 τετραγωνικών μέτρων (η χρονολόγηση πάντως των τειχών με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας, που εφάρμοσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ιωάννης Λυριντζής, έδωσε διαφορετικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τα οποία τα Κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών κτίστηκαν την 3η χλστιετία π.Χ.).
Συνήθως στις ακροπόλεις συνυπάρχουν τρεις οικοδομικοί ρυθμοί, ο Κυκλώπειος, ο Ισοδομικός και ο Πολυγωνικός. Δεν γνωρίζουμε το ακριβές ύψος των τειχών.
Το σωζόμενο τείχος στις Μυκήνες φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 8,25 μέτρα.
Η οικοδόμηση των ακροπόλεων αποδεικνύει περίτρανα τη βαθιά, επιστημονική, τολμούμε να πούμε, γνώση των Μυκηναίων, στον τομέα της οχυρωματικής επιστήμης.
Η προσέγγιση του αντιπάλου έπρεπε να είναι όσο το δυνατό δυσχερής και η μορφή της οχύρωσης έπρεπε να εξασφαλίζει στον αμυνόμενο την απαραίτητη, σε περιπτώσεις πολιορκίας, οικονομία δυνάμεων.
Οι πύλες, τα πλέον νευραλγικά σημεία του τείχους, έπρεπε να είναι άριστα προστατευμένα, πλαγιοφυλασσόμενα από δύο ή και τρεις πλευρές.
O εξωτερικός της πύλης δρόμος είχε τη μορφή ανηφορικής αναβάθρας (φυσική στις ακροπόλεις των Μυκηνών, της Αθήνας και της Άρνης, τεχνητή στην Τίρυνθα) και ήταν στενός ώστε να μην είναι δυνατή η ταυτόχρονη προσέγγιση μεγάλου αριθμού αντιπάλων πολεμιστών.
Σύμφωνα με τη μυθολογία ο πρώτος που κατασκεύασε τέτοιες οχυρώσεις ήταν ο Δαίδαλος στον Ακράγαντα της Σικελίας.
Ακόμα όμως και αν ο αντίπαλος κατόρθωνε να διασπάσει την πύλη και να εισχωρήσει στο οχυρό, μέσω διαδρόμων η επίθεση του διοχετευόταν επάνω στις εφεδρικές δυνάμεις των αμυνομένων.
Ο στενός δρόμος, πίσω από την πύλη προστατευόταν βόρεια από το παλαιό οχυρωματικό τείχος, την τειχοποιία του ανωφερούς διαδρόμου, ο οποίος οδηγούσε στο ανάκτορο.
Αν ένα εχθρικό τμήμα κατόρθωνε να εισβάλει στην ακρόπολη από την πύλη των Λεόντων, θα δεχόταν άμεσα πλήγματα από τρεις κατευθύνσεις, ταυτόχρονα.
Προστατευμένοι πίσω από την τειχοποιία του ανωφερούς διαδρόμου, οι Μυκηναίοι θα ήταν σε θέση να εξαπολύσουν θεριστικές «ομοβροντίες» βλημάτων κατά των αντιπάλων, την ώρα που αυτοί θα δέχονταν την έφοδο άλλων φίλιων δυνάμεων, οι οποίες θα ήταν σε θέση να εξορμήσουν εναντίον τους από το ύψος του Ταφικού Κύκλου Α.
Η ακρόπολη των Μυκηνών δεν ήταν εξαρχής τόσο ισχυρά οχυρωμένη.
Η ακρόπολη υδρευόταν από δύο πηγές. Η πρώτη η Περσεία (η πηγή του Περσέα, ιδρυτή των Μυκηνών) βρίσκεται σε απόσταση 360 μέτρων από την ανατολική πλευρά του τείχους. Το νερό της πηγής διοχετευόταν, μέσω φρεάτων και αγωγών, εντός της ακρόπολης.
Το νερό μιας ακόμα πηγής, η οποία βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του τείχους, διοχετευόταν στην υπόγεια κιστέρνα, την οποία ακόμα και σήμερα μπορεί να δει ο επισκέπτης. Η δεξαμενή αυτή είχε βάθος 5 μέτρων.
Δίπλα της βρίσκεται και η λεγόμενη βόρεια πύλη, μια μικρή πυλίδα κατασκευασμένη όμως και ενταγμένη στο σύστημα οχύρωσης της ακρόπολης όπως και η πύλη των Λεόντων. Η τελευταία πήρε το όνομα της από την ανάγλυφη παράσταση των δύο λιονταριών (ή γρυπών, σύμφωνα με ορισμένους).
Στην παράσταση των λιονταριών έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες.
Σύμφωνα με τον αντιναύαρχο Π. Κώνστα οι δύο λέοντες συμβόλιζαν την μυκηναϊκή κυριαρχία σε στεριά και θάλασσα (περίπου όπως και ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου συμβόλιζε την κυριαρχία του σε Ανατολή και Δύση).
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γ. Μυλωνά όμως το ανάγλυφο ήταν απλώς σύμβολο-οικόσημο του βασιλικού οίκου των Μυκηνών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογη πύλη («πύλη των Σφιγγών») υπήρχε και στα τείχη της χιττιτικής πρωτεύουσας Χαττούσα.