Ο Μερκούριος Μπούας αποτελεί μια από τις σημαντικότερες, αν και εν πολλοίς άγνωστες, προσωπικότητες του ελληνισμού της εποχής της Αναγέννησης.
Στα τέλη του 15ου αιώνα η πόλη της Πίζας είχε υποταχθεί στην γειτονική και ισχυρότερη Φλωρεντία.
Οι Πιζάτες, εκμεταλλευόμενοι την γαλλική εισβολή του 1495, είχαν κατορθώσει να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους.
Ωστόσο μετά την αποχώρηση των Γάλλων η θέση της Πίζας κατέστη κρίσιμη, καθώς δεν μπορούσε μόνη της να αντιμετωπίσει την ισχύ της Φλωρεντίας.
Για τον λόγο αυτό οι Πιζάτες ζήτησαν την συνδρομή της Βενετίας.
Οι Βενετοί δέχτηκαν να βοηθήσουν τους Πιζάτες, εξασφαλίζοντας εμπορικά ανταλλάγματα στο επίνειο της Πίζας, το Λιβόρνο και σχημάτισαν ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα, από μισθοφόρους, στο οποίο περιλαμβάνονταν και 300 Στρατιώτες, υπό τον Μερκούριο Μπούα.
Αφού η βενετική δύναμη έφτασε κοντά στην Φλωρεντία, με εισήγηση του Μερκούριου, παρέμεινε στρατοπεδευμένη, για να αναπαυθούν άνδρες και άλογα. Την επομένη οι Έλληνες ανέλαβαν να ανιχνεύσουν την περιοχή.
Ο Μερκούριος κινήθηκε με τους άνδρες του στο εχθρικό έδαφος, προσπαθώντας να παραμείνει όσο το δυνατό αθέατος. Και το κατόρθωσε.
Το τμήμα των Ελλήνων πλησίασε, χωρίς να γίνει αντιληπτό, την ελεγχόμενη από τους Φλωρεντίνους, μικρή πόλη του Πιομπίνο.
Ο Μερκούριος βλέποντας ότι οι αντίπαλοι δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία του αποφάσισε να επιτεθεί κατά της πόλης, αιφνιδιαστικά, πριν η φρουρά προλάβει να αντιδράσει. Οι Έλληνες κινήθηκαν αστραπιαία και πριν οι φρουροί προλάβουν να κλείσουν τις πύλες, βρέθηκαν εντός τα πόλης!
Η απώλεια όμως του Πιομπίνο προκάλεσε την αντίδραση των Φλωρεντινών, οι οποίοι συγκέντρωσαν ένα στράτευμα 3.000 ανδρών – εκ των οποίων οι 1.000 περίπου ήταν βαριά θωρακισμένοι ιππότες – και κινήθηκαν σε συνάντηση του βενετικού τμήματος, το οποίο δεν αριθμούσε περισσότερους από 2.000 άνδρες.
Από αυτούς όμως οι 300 ήταν Στρατιώτες και μάλιστα διοικούμενοι από τον Μερκούριο.
Στην σύγκρουση που ακολούθησε, ο Μερκούριος και οι Στρατιώτες του βρίσκονταν και πάλι στην εμπροσθοφυλακή.
Όταν είδαν τους πολυάριθμους στρατιώτες της Φλωρεντίας απέναντί τους, κατέφυγαν σε ένα τέχνασμα, παλιό όσο και ο πόλεμος, την προσποιητή φυγή.
Όταν όμως είδαν τους ιππότες της Φλωρεντίας να αντεπιτίθενται, έκαναν στροφή 180ο και άρχισαν να καλπάζουν, αλλόφρονες προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Στην πραγματικότητα όμως χωρίστηκαν σε δύο τμήματα και τάχθηκαν εκατέρωθεν του μοναδικού δρομολογίου, από όπου υποχρεωτικά θα περνούσαν οι καταδιώκοντες τους Φλωρεντινοί.
Οι Φλωρεντινοί καταδίωξαν τους Έλληνες σε απόσταση 3χλμ, περίπου, όταν ξαφνικά δέχτηκαν και στα δύο πλευρά τους την αντεπίθεση των Ελλήνων!
Σύντομα οι 3.000 Φλωρεντινοί είχαν σχηματίσει μια μάζα αλόγων και ανδρών, με τα πρώτα να καταπατούν τους δεύτερους και τους Έλληνες να καλπάζουν γύρω τους να τους λογχίζουν, να αναστρέφουν και κατόπιν πάλι να επιστρέφουν για το τελικό πλήγμα με τον βαρύ κεφαλοθρύστη, στο πλήγμα του οποίου ούτε οι βαριές πανοπλίες άντεχαν.
Σύντομα η σύγκρουση εξελίχθηκε σε σφαγή. Πανικόβλητοι άνδρες αλληλοσκοτώνονταν προσπαθώντας να διαφύγουν. Δεν το κατόρθωσαν.
Μόλις 14 άνδρες ξέφυγαν από τους 3.000. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν.