Ο Ελληνικός Στρατός, στην πρώτη περίοδο της βασιλείας του Γεωργίου Α΄έθεσε τα θεμέλια για την περαιτέρω ανάπτυξή του. Ήταν η περίοδος της ανασυγκρότησης.
Η εκθρόνιση του Όθωνα (10 Οκτωβρίου 1862) σηματοδότησε την έναρξη μίας νέας χαοτικής κατάστασης για τη χώρα.
Η ενθρόνιση του νέου βασιλιά Γεωργίου, έναν χρόνο αργότερα, κατασίγασε προσωρινά τα πάθη και επέφερε σχετική ομαλότητα.
Σε αυτό βοήθησε και η παραχώρηση στην Ελλάδα των Επτανήσων.
Αναφορικά με τον στρατό πάντως η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι ζοφερή. Ο οργανισμός του 1833, με τις πολλές τροποποιήσεις του, ίσχυε ακόμα και δεν αναθεωρήθηκε παρά το 1876.
Βάσει του οργανισμού ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να αριθμεί 12.000 άνδρες.
Αντί αυτού διέθετε λιγότερους από 8.000. Οι κατ’ έτος κληρωτοί δεν ξεπερνούσαν τους 2.500 άνδρες.
Ο εφοδιασμός του στρατού σε υλικά επιστρατεύσεως και σε σύγχρονο και επαρκή οπλισμό ήταν οικτρός.
Η ανάγκη ενίσχυσης των Κρητών επαναστατών με όπλα και εφόδια και ο φόβος εκδήλωσης τουρκικής επίθεσης κατά του μητροπολιτικού εδάφους, υποχρέωσαν την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, να προβεί σε αγορές οπλισμού και σε ενίσχυση της δύναμης του στρατού, που το 1867 έφτασε τους 31.400 άνδρες.
Στον οργανωτικό τομέα και την περίοδο αυτή οι πειραματισμοί συνεχίστηκαν. Στο Όπλο του Πεζικού καταργήθηκαν δέκα εφεδρικά τάγματα, όλοι οι λόχοι των λοιπών ταγμάτων εξομοιώθηκαν και τον Δεκέμβριο του 1867 συγκροτήθηκαν τέσσερα τάγματα ευζώνων, των πέντε λόχων (644 άνδρες ανά τάγμα).
Τα δέκα τάγματα πεζικού (τα πρώην γραμμής) διέθεταν, το καθένα, έξι λόχους, με συνολική ανά τάγμα δύναμη 870 ανδρών.
Το 1868 υπήρξε έτος ανασυγκρότησης και του ιππικού. Πρώτα απ’ όλα εξαφανίστηκε η λόγχη από το οπλοστάσιο του ιππικού και η Ιππαρχία των Ακροβολιστών, όπως ονομάστηκε, απέκτησε και πέμπτη ίλη.
Την περίοδο αυτή η εκπαίδευση των ιππέων εντατικοποιήθηκε και δόθηκε έμφαση στην απόκτηση ικανότητας πεζομαχίας.
Η δύναμη του Μηχανικού αυξήθηκε επίσης και το 1866 συγκροτήθηκε το πρώτο τάγμα μηχανικού, δυνάμεως τεσσάρων λόχων σκαπανέων.
Τότε περίπου συγκροτήθηκε η βασιλική φρουρά με την ονομασία Άγημα. Αποτελείτο από δύο λόχους πεζικού και μία ίλη ιππικού.
Στον τομέα του υλικού οι εξελίξεις ήταν σημαντικές μετά το 1876. Το έτος αυτό αγοράστηκαν 8.000 τυφέκια και αραβίδες Μυλωνά.
Το όπλο αυτό, υποδείγματος 1872, των 11 χλστ. ήταν επινόησης του Έλληνα αρχιτεχνίτη Πυροβολικού Ευστάθιου Μυλωνά. Το 1877 όμως, με το ξέσπασμα του νέου Ρώσο-τουρκικού πολέμου, αγοράστηκαν επειγόντως από τη Γαλλία τυφέκια και αραβίδες Gras και περίστροφα Μ.1874.
Το τυφέκιο Gras ήταν ένα μεγάλου μήκους (1,3 μέτρα) οπισθογεμές όπλο με κινητό ουραίο. Τροφοδοτείτο με ένα φυσίγγιο τη φορά, είχε βάρος 4,2 κιλών και διαμέτρημα 11 χλστ.
Για την εποχή του “ο γκρας”, όπως έμεινε γνωστό το όπλο στην Ελλάδα, ήταν ένα από τα καλύτερα τυφέκια του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι στον Ελληνικό Στρατό παρέμεινε σε υπηρεσία ως το 1941.
Οι λοιπές μονάδες εφοδιάστηκαν με την αραβίδα πυροβολικού Gras, μήκους 99 εκατοστών και βάρους 3,3 κιλών. Στο όπλο αυτό προσαρμοζόταν σπαθοειδής, μήκους 50 περίπου εκατοστών, ξιφολόγχη του τυφεκίου Chassepot.
Το περίστροφο Μ.1874 είχε βάρος ενός κιλού, διαμέτρημα 11,4 χλστ. και τροφοδοτείτο με έξι φυσίγγια.
Το Πυροβολικό εφοδιάστηκε το 1866, με γαλλικά εμπροσθογεμή πυροβόλα ραβδωτής κάννης των 4 και των 12 λιβρών. Λίγο μετά όμως, το 1877 εξοπλίστηκε με τα γερμανικά οπισθογεμή πυροβόλα Krupp των 75 χλστ.
Το φρουριακό πυροβολικό εφοδιάστηκε με πυροβόλα των 87 χλστ. Τα πυροβόλα Krupp είχαν δοκιμαστεί με απόλυτη επιτυχία στον Γάλλο-πρωσικό Πόλεμο του 1870-71. Είχαν διπλάσιο σχεδόν βεληνεκές από τα παλαιά εμπροσθογεμή πυροβόλα και εξαιρετική ακρίβεια βολής.
Η Μεραρχία Στερεάς διέθετε τις Ταξιαρχίες Αθηνών και Μεσολογγίου και η Μεραρχία Πελοποννήσου τις Ταξιαρχίες Πατρών και Κερκύρας. Κάθε ταξιαρχία διέθετε δύο συντάγματα πεζικού (δύο τάγματα ανά σύνταγμα) και ένα τάγμα ευζώνων.
Ο αριθμός των λόχων ανά τάγμα μειώθηκε σε τέσσερις. Οι μεγάλες μονάδες του πεζικού δεν διέθεταν οργανικά αποσπάσματα των λοιπών όπλων και σωμάτων.
Το ιππικό ανασυγκροτήθηκε σε σύνταγμα των δύο επιλαρχιών, χωρίς όμως να αυξηθεί η δύναμή του. Το πυροβολικό ανασυγκροτήθηκε σε σύνταγμα των τριών μοιρών (μία πεδινή και δύο ορειβατικές) με τέσσερις πυροβολαρχίες ανά μοίρα.
Οι οργανωτικές μεταβολές πάντως δεν σταμάτησαν. Το 1878 οι νεοσύστατες μεραρχίες και ταξιαρχίες πεζικού διαλύθηκαν και τα τάγματα έγιναν και πάλι ανεξάρτητα.
Το 1881 το πεζικό οργανώθηκε σε 31 τάγματα, 9 τάγματα ευζώνων,13 έμπεδους λόχους και 80 μεταγωγικούς ουλαμούς πεζικού. Μετά όμως την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, τέσσερα τάγματα πεζικού και οι έμπεδοι λόχοι διαλύθηκαν.
Την ίδια περίοδο ενισχύθηκε και το ιππικό που τώρα αποτελείτο από τρεις ιππαρχίες και μία έμπεδη ίλη. Το 1882 συγκροτήθηκε και τέταρτη ιππαρχία. Το 1883 όμως οι ιππαρχίες διαλύθηκαν και στη θέση τους συστήθηκαν τρία συντάγματα ιππικού, με τέσσερις ίλες ανά σύνταγμα.
Το 1881 επίσης είχε διαλυθεί και το Σύνταγμα Πυροβολικού και είχε επανασυσταθεί το Αρχηγείο Πυροβολικού.
Σε αυτό υπήχθησαν τέσσερα ανεξάρτητα τάγματα πυροβολικού, των τεσσάρων πυροβολαρχιών έκαστο, ένα τάγμα φρουριακού πυροβολικού, τέσσερις συζυγαρχίες, δύο έμπεδες πυροβολαρχίες, ένας λόχος ελατών και το οπλοστάσιο με τις εφορίες υλικού πολέμου. Λίγο καιρό αργότερα συστήθηκε και Επιθεώρηση Πυροβολικού.