Η διαδικασία της “γνώσης”

γνωση

Γράφει ο Αναστάσιος Μητρόπουλος, Συνταγματάρχης ε.α.

Όταν λέμε «γνωρίζω», αναφερόμαστε στη γνώση η οποία βασίζεται σε κάτι που αποδεδειγμένα είναι ορθό, πχ. γνωρίζω ότι 1+1=2, ή ότι η γη είναι στρογγυλή και περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, διότι έχει αποδειχθεί επιστημονικά.
Από την αντίθετη πλευρά υπάρχει η άγνοια. Π.χ. «δε γνωρίζω αν υπάρχουν εξωγήινοι».
Όμως επειδή ο εγκέφαλός μας νιώθει άβολα με την αποδοχή της άγνοιας, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να αντικατασταθεί η “άγνοια” με τη “γνώση”, εξέλιξε μια διαδικασία με την οποία συλλέγουμε διάφορες πληροφορίες, στοιχεία, ή ενδείξεις και προσπαθούμε συνδυάζοντάς τα, να φτάσουμε σε μια θεωρία, η οποία να είναι όσο το δυνατόν κοντά στην πραγματικότητα.
Όμως στην πράξη δημιουργείται το εξής πρόβλημα: Ο άνθρωπος δε λειτουργεί όπως ένας υπολογιστής που σε κάθε περίπτωση τροφοδοτείται με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, υπολογίζει, συγκρίνει και καταλήγει ψυχρά σε αμερόληπτα συμπεράσματα.
Αντιθέτως, ο ανθρώπινος εγκέφαλος κουβαλάει και ένα πρωτόγονο κομμάτι που προσπαθεί με πάρα πολλούς τρόπους να το απομακρύνει από τον κόσμο της λογικής. Έτσι λοιπόν, το τι θα πιστέψουμε δεν εξαρτάται μόνο από τα στοιχεία, αλλά και από τι θέλουμε να πιστέψουμε ή τι μας συμφέρει να πιστέψουμε, δίνοντας μας ένα ουτοπικό «εξελικτικό πλεονέκτημα» από αυτό που πιστεύουν οι άλλοι γύρω μας.
Είναι τόσο ισχυρό αυτό το αρχέγονο κομμάτι του εγκέφαλου μας, που συχνά αψηφά ή διαστρεβλώνει τις πιθανότητες και μας κάνει να ενστερνιζόμαστε θέσεις μόνο και μόνο επειδή μας είναι πολύ βολικές ή αρεστές.
Ένας από τους κύριους λόγους που ωθούμαστε να πιστέψουμε σε διάφορους ισχυρισμούς και θεωρίες, είναι στις περιπτώσεις που είμαστε φανατικά ενταγμένοι σε μια ομάδα ανθρώπων με συγκεκριμένη κοσμοθεωρία. Με λίγα λόγια, τα «πιστεύω» μας αλληλοεπιδρούν το ένα με το άλλο και αλληλοεπηρεάζονται, αφού το ένα «πιστεύω» προέρχεται από κάποιο άλλο «πιστεύω» που ήδη προϋπάρχει.
Το πρόβλημα με όλη αυτή τη διαδικασία είναι ότι, μερικές φορές, τα προϋπάρχοντα «πιστεύω» μας είναι τόσο ισχυρά, ώστε συνήθως πρώτα καταλήγουμε σε έναν ισχυρισμό για κάποιο γεγονός, και μετά ψάχνουμε να βρούμε στοιχεία που να τον επιβεβαιώνουν. Όμως αυτά τα στοιχεία είναι συνήθως επιλεκτικά και κάποιες φορές μη έγκυρα, αρκεί να επιβεβαιώνουν τον ήδη υπάρχοντα ισχυρισμό μας. Έτσι λοιπόν, χρησιμοποιούμε μόνο εκείνα που μας βολεύουν και μας επιβεβαιώνουν και θα απαξιώσουμε ή θα απορρίψουμε αυτά που έρχονται σε αντίθεση με τα πιστεύω μας.
Με λίγα λόγια, χρησιμοποιούμε μια εντελώς αντίστροφη διαδικασία από αυτή της επιστήμης. Δηλαδή, αντί να συλλέξουμε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προσπαθώντας να φτάσουμε σε μια θεωρία που να ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν κοντά στην αλήθεια (όπως συμβαίνει στην επιστήμη), πιστεύουμε ήδη σε μια θεωρία, -τη δική μας αλήθεια- και μετά προσπαθούμε να συλλέξουμε επιλεκτικά τα στοιχεία που την επιβεβαιώνουν.
Όταν δε, είμαστε προσηλωμένοι φανατικά στη θεωρία αυτή, δεν ασχολούμαστε καν με την αξιοπιστία αυτών των στοιχείων, αρκεί αυτά να είναι βολικά με τη θεωρία μας και συγχρόνως απορρίπτουμε με κλειστά μάτια οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που έρχονται σε αντίθεση με τα πιστεύω μας, ακόμα και αν αυτά τα στοιχεία είναι ακράδαντα.
Συνήθως η ανάπτυξη διαφόρων θεωριών, αποτελεί έναν αμυντικό μηχανισμό, που εξυπηρετεί την ψυχολογική ανάγκη των ανθρώπων, να αποφύγουν την τρομακτική αποδοχή ενός απειλητικού χαοτικού κόσμου, που δε μπορούν ούτε να κατανοήσουν, ούτε να ελέγξουν, ούτε και να προβλέψουν.
Για αυτό και συνήθως αυτές οι θεωρίες γιγαντώνονται σε περιόδους όπου βιώνουμε απρόβλεπτες και έντονες καταστάσεις που επηρεάζουν δραματικά τη ζωή μας και ταράζουν την καθημερινότητά μας, και που μας είναι δύσκολο να τις αποδεχτούμε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ