Η γερμανική Σχολή Πολέμου. Εισαγωγή – εκπαίδευση – αποφοίτηση.

Η Σχολή Πολέμου του προπολεμικού γερμανικού στρατού ήταν ουσιαστικό μέρος μιας εξαντλητικής διαδικασίας που σκοπό είχε να παράξει κορυφαίους επαγγελματίες.

 

 

Σε προηγούμενο άρθρο παρουσιάσαμε το επιτελείο της γερμανικής μεραρχίας στον Β΄ Π.Π. και διαπιστώσαμε τον μικρό αριθμό των μελών του και τους χαμηλούς βαθμούς των αξιωματικών που το επάνδρωναν. Ιδιαίτερα αναφερθήκαμε στον Αξιωματικό Ia ο οποίος στο επίπεδο της μεραρχίας είχε τα καθήκοντα του Διευθυντή Επιχειρήσεων – Επιτελάρχη και ήταν αυτός που ουσιαστικά «έτρεχε» τη μεραρχία ώστε ο διοικητής της να μπορεί να βρίσκεται στο κρισιμότερο σημείο της επιχείρησης.

Σε αυτό το άρθρο θα παρουσιάσουμε το σύστημα που παρήγαγε αυτούς τους επιτελικούς αξιωματικούς, την προέλευση του και τις διαδικασίες του.

Οι αξιωματικοί «στο Γενικό Επιτελείο»

Ο γερμανικός στρατός δεν δημιούργησε έναν εγκέφαλο στο αρχηγείο του αλλά ένα νευρικό δίκτυο που απλώνονταν σε όλη την έκταση του στρατεύματος. Γι΄ αυτό συνέστησε ένα ιδιαίτερο σώμα αξιωματικών, του αξιωματικούς «στο Γενικό Επιτελείο» (im Generalstab). Έτσι οι αξιωματικοί «στο Γενικό Επιτελείο» δεν ήταν απαραίτητα οι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο επιτελείο του αρχηγείου του στρατού αλλά όλοι οι αξιωματικοί που άνηκαν σε αυτό το σώμα ανεξάρτητα από το που υπηρετούσαν.

Οι αξιωματικοί «στο Γενικό Επιτελείο» υπηρετούσαν διαδοχικά σε επιτελικές και διοικητικές θέσεις ενώ στις επιτελικές τους θέσεις υπηρετούσαν εναλλάξ στο επιτελείο του αρχηγείου και στο επιτελείο κάποιου σχηματισμού. Ο μικρότερος σχηματισμός στον οποίο μπορούσε να υπηρετήσει ως επιτελής ένας αξιωματικός «στο Γενικό Επιτελείο» ήταν η μεραρχία.

Κάποιος αξιωματικός μπορούσε να εισέλθει στο σώμα των αξιωματικών «στο Γενικό Επιτελείο» εάν κατάφερνε να:

  • Να εισαχθεί στη Σχολή Πολέμου.
  • Να αποφοιτήσει από αυτήν.
  • Να διέλθει με επιτυχία τη δοκιμαστική περίοδο ενός έτους που ακολουθούσε.

Πριν εξετάσουμε λεπτομερέστερα αυτό το σύστημα θα αναφερθούμε σύντομα στην προέλευση του ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι διαδικασίες του.

Οι ρίζες

Μετά την ήττα των Πρώσων στην Ιένα το 1806 από τον Ναπολέοντα ο Στρατηγός φον Σκάρνχορστ αναδιοργάνωσε τον πρωσικό στρατό και δημιούργησε ένα σώμα επιτελικών αξιωματικών που δεν περιορίζονταν στο αρχηγείο του στρατού αλλά υπηρετούσαν και στους μάχιμους σχηματισμούς. Καθώς οι ανώτερες διοικητικές θέσεις καταλαμβάνονταν δικαιωματικά από αριστοκράτες χωρίς ουσιαστική στρατιωτική εκπαίδευση ο Σκάρνχορστ επεδίωξε να τοποθετήσει δίπλα σε κάθε διοικητή έναν καταρτισμένο και δυναμικό επιτελάρχη.

Επειδή χαμηλής εκπαίδευσης αριστοκράτες συνέχιζαν να καταλαμβάνουν υψηλές διοικητικές θέσεις η σχέση διοικητή – επιτελάρχη εξελίχθηκε σε ένα ιδιόμορφο καθεστώς συνδιοίκησης. Η ιδιαιτερότητα αυτή έφτασε στο απόγειο της στον Α΄ Π.Π. όπου αυτό το καθεστώς συνδιοίκησης οδήγησε κάποιες φορές σε αδιέξοδες καταστάσεις. Στον μεσοπόλεμο ο γερμανικός στρατός προσπάθησε να αμβλύνει τις οξύτητες και να ενισχύσει τη θέση του διοικητή αλλά εξαιτίας αυτής της παράδοσης η θέση του επιτελάρχη στον γερμανικό στρατό παρέμεινε σε πολύ υψηλό επίπεδο, αδιανόητο για άλλους στρατούς.

Η Σχολή Πολέμου

Για την εκπαίδευση των επιτελικών αξιωματικών ο πρωσικός στρατός ίδρυσε το 1810 το Γενικό Σχολείο Πολέμου, το οποίο το 1859 μετονομάστηκε σε Ακαδημία Πολέμου (Kriegsakademie). Για λόγους συνάφειας με τον όρο που χρησιμοποιείται σε εμάς η «Kriegsakademie» θα αναφέρεται στη συνέχεια ως Σχολή Πολέμου.

Σχολή Πολέμου
Το κτήριο της Σχολής Πολέμου στο Βερολίνο, το 1938.

Η εισαγωγή στη Σχολή Πολέμου γινόταν με εξετάσεις. Όλοι οι αξιωματικοί στο βαθμό του λοχαγού έπρεπε να δώσουν αυτές τις εξετάσεις. Η διαδικασία επιλογής ήταν ιδιαίτερα αυστηρή. Το 1935, για παράδειγμα, από τους 1.000 υποψηφίους, επιτυχόντες ήταν οι 150. Πέραν της βαθμολογίας στις εξετάσεις μεγάλη σημασία είχε και η αξιολόγηση του διοικητή του συντάγματος στο οποίο υπηρετούσε ο υποψήφιος. Ακόμη και αν κάποιος συγκέντρωνε υψηλή βαθμολογία έμενε απέξω αν είχε κακή αξιολόγηση από τον διοικητή του. Όσοι αποτύγχαναν είχαν άλλη μία ευκαιρία την επόμενη χρονιά. Ένας μικρός αριθμός από τους επιτυχόντες έδινε στη συνέχεια εξετάσεις για την εισαγωγή του στο πολυτεχνείο και ακολουθούσε τεχνική σταδιοδρομία.

Η εκπαίδευση στη Σχολή Πολέμου ήταν διετής. Στο τέλος του πρώτου έτους ένα ποσοστό περίπου 20% απορρίπτονταν, ενώ αποτυχόντες υπήρχαν και στο τέλος του δεύτερου έτους. Μετά το πέρας της εκπαιδεύσεως τους στη Σχολή οι επιτυχόντες αξιωματικοί τοποθετούνταν δοκιμαστικά για ένα έτος στο Γενικό Επιτελείο του Αρχηγείου του Στρατού ή στα επιτελεία των Στρατιωτικών Περιοχών που ήταν σχηματισμοί ισοδύναμοι σώματος στρατού. Η τοποθέτηση αυτή θεωρούνταν συνέχεια της εκπαίδευσης. Στο τέλος, όσοι ολοκλήρωναν και αυτό το στάδιο της εκπαίδευσης τους με επιτυχία χαρακτηρίζονταν ως αξιωματικοί «στο Γενικό Επιτελείο» (im Generalstab) και τοποθετούσαν τα αρχικά αυτά (i.G.) μετά τον βαθμό τους. Οι αξιωματικοί αυτοί αποτελούσαν ένα 5-7% των υποψηφίων που είχαν συμμετάσχει στις αρχικές εξετάσεις. Όταν ξέσπασε ο Β΄ Π.Π., τον Σεπτέμβριο του 1939, ο γερμανικός στρατός είχε 25.000 αξιωματικούς. Από αυτούς αξιωματικοί «στο Γενικό Επιτελείο» ήταν οι 500, ποσοστό 2%.

Η εμπειρία στη Σχολή Πολέμου

Σχολή Πολέμου
Εκπαίδευση στη γερμανική Σχολή Πολέμου το 1935.

Ο καλύτερος τρόπος για να περιγραφεί η εκπαίδευση στη Σχολή Πολέμου είναι μέσα από τα λόγια αυτών που είχαν φοιτήσει. Γι΄ αυτό επέλεξα να παρουσιάσω την περιγραφή του Συνταγματάρχη (i.G.) Fritz Behrendsen, ο οποίος φοίτησε στη Σχολή Πολέμου το διάστημα 1936-38.

Προετοιμασία για τις εξετάσεις και εξετάσεις

«Μετά τον Α΄ Π.Π. η προετοιμασία για τις εξετάσεις γίνονταν με διδασκαλία μέσω αλληλογραφίας, διαλέξεις και εκπαίδευση στο πεδίο. Όλες οι μορφές προετοιμασίας διεξάγονταν από αξιωματικούς «στο Γενικό Επιτελείο» που υπηρετούσαν στην Στρατιωτική Περιοχή που υπηρετούσε κάθε υποψήφιος. Η προετοιμασία κατευθύνονταν από τον επιτελάρχη της Στρατιωτικής Περιοχής ο οποίος λειτουργούσε με βάση τις οδηγίες του Γενικού Επιτελείου του Αρχηγείου του Στρατού. Η περίοδος της προετοιμασίας διαρκούσε από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάρτιο.

»Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας ο υποψήφιος λάμβανε προβλήματα τακτικής από τους αξιωματικούς «στο Γενικό Επιτελείο» της Στρατιωτικής Περιοχής με συστημένη αλληλογραφία. Ο υποψήφιος αξιωματικός με τη λήψη της επιστολής απαλλάσσονταν από τα καθήκοντα του και ήταν υποχρεωμένος να ταχυδρομήσει τις λύσεις του εντός 24ώρου. Ο αξιωματικός που είχε αποστείλει τα προβλήματα διόρθωνε τις λύσεις του υποψηφίου, έγραφε τις παρατηρήσεις του στο περιθώριο των σελίδων της λύσης μαζί με ένα συμπερασματικό σχόλιο και έστελνε τις λύσεις πίσω στον υποψήφιο μαζί με μία αναλυτική κριτική και μία δική του λύση. Τα προβλήματα προέρχονταν από τα πεδία της εφαρμοσμένης τακτικής και της στρατιωτικής επιστήμης. Τα τακτικά προβλήματα ως επί το πλείστον αναφέρονταν στο ενισχυμένο σύνταγμα πεζικού.

»Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας έλαβαν χώρα δύο περίοδοι διαλέξεων, 3-4 ημερών η κάθε περίοδος, στην έδρα της Στρατιωτικής Περιοχής. Σε αυτές διδάσκονταν τακτική, κάποιες γνώσεις οικονομικών, ιστορία, γεωγραφία, στρατιωτική ιστορία, μηχανική, διαβιβάσεις και θέματα αεροπορίας. Η έμφαση δίνονταν στη σύνταξη διαταγών και στην εκτίμηση της κατάστασης στο πλαίσιο της εφαρμοσμένης τακτικής για το ενισχυμένο σύνταγμα πεζικού. Οι διαλέξεις διεξάγονταν σε αντιστοιχία με τα αντικείμενα στα οποία θα εξετάζονταν αργότερα οι υποψήφιοι.

»Η εκπαίδευση στο πεδίο ήταν οργανωμένη έτσι ώστε να αντιληφθούν οι εκπαιδευτές τόσο τις γνώσεις των υποψηφίων στα βασικά της τακτικής όσο και την ποιότητα του χαρακτήρα τους. Οι υποψήφιοι έπρεπε να εκπαιδευτούν να παίρνουν γρήγορα τακτικές αποφάσεις και να χρησιμοποιούν ορθά τη στρατιωτική ορολογία στις διαταγές.

»Πέρα από τις μορφές εκπαίδευσης που εκτέθηκαν παραπάνω οι υποψήφιοι ενθαρρύνονταν να μελετούν εκτενέστατα και μόνοι τους. Στην αρχή της προετοιμασίας στους υποψήφιους γνωρίζονταν ποια πεδία της στρατιωτικής ιστορίας, της στρατιωτικής επιστήμης ή των πολιτικών επιστημών θα έπρεπε να μελετήσουν. Έτσι ο υποψήφιος έπρεπε να μελετήσει τη σχετική βιβλιογραφία και να απομνημονεύσει τα ουσιώδη. Μία ξένη γλώσσα της επιλογής του υποψηφίου ήταν μέρος των εξετάσεων. Σημασία είχαν ακόμη και τα επιτεύγματα στον αθλητισμό.

»Η συγκεκριμένη προετοιμασία για τις εξετάσεις, στις οποίες συμμετείχαν όλοι οι αξιωματικοί μιας συγκεκριμένης ηλικιακής κλάσης, ήταν επαρκής γι΄ αυτούς που γνώριζαν τα βασικά της εφαρμοσμένης τακτικής. Δεν ήταν όμως επαρκής για τον υποψήφιο που μετά τη στρατιωτική ακαδημία δεν είχε την ευκαιρία να επεκτείνει την εμπειρία τους πέρα από τα όρια του λόχου στον οποίο υπηρετούσε.

»Οι εξετάσεις για τη Σχολή Πολέμου ήταν γραπτές και με επίβλεψη. Οι εξετάσεις περιείχαν πολλά προβλήματα από το πεδίο της τακτικής και ένα από τη στρατιωτική ιστορία, τη στρατιωτική επιστήμη, τη μηχανική, κλπ. Τα θέματα ήταν εντός των αντικειμένων που είχαν διδαχθεί κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. Η λύση των προβλημάτων όμως ήταν δύσκολη γιατί ο χρόνος που δίνονταν ήταν περιορισμένος. Στην εφαρμοσμένη τακτική, για παράδειγμα, στον υποψήφιο δίνονταν 4 ή 5 ώρες για να διαβάσει το πρόβλημα, να σχεδιάσει τα δεδομένα στο χάρτη, να βρει τη λύση και να τη γράψει με το χέρι. Η σχεδίαση και το γράψιμο από μόνα τους έπαιρναν 2 με 3 ώρες. Μόνο οι αξιωματικοί που είχαν την απαιτούμενη συγκέντρωση μπορούσαν να γράψουν μία ικανοποιητική λύση σε τόσο σύντομο χρόνο. Το διαγώνισμα του υποψηφίου δεν έφερε το όνομα του αλλά ένα αριθμό. Το όνομα ήταν άγνωστο στον αξιωματικό «στο Γενικό Επιτελείο» στο Βερολίνο που διόρθωνε το γραπτό και βαθμολογούσε από το 1 έως το 9. Έτσι αποφεύγονταν περιπτώσεις ευνοιοκρατίας. Τα διάφορα αντικείμενα των εξετάσεων είχαν τον δικό τους συντελεστή βαρύτητας. Η βαθμολογία που έπαιρνε ο υποψήφιος από τα διαφορετικά αντικείμενα πολλαπλασιάζονταν με τον συντελεστή που είχε το κάθε αντικείμενο και το άθροισμα έβγαζε τη συνολική βαθμολογία του υποψηφίου. Ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Αρχηγείου του Στρατού αποφάσιζε πόσοι υποψήφιοι θα εισέρχονταν κάθε χρόνο στη Σχολή Πολέμου. Οι υποψήφιοι που αποτύγχαναν μπορούσαν να ξαναδώσουν για να αντιμετωπιστούν περιπτώσεις ασθένειας ή ατυχημάτων. Εκτός από τη βαθμολογία η αξιολόγηση του υποψηφίου από τον διοικητή του συντάγματος που υπηρετούσε είχε αποφασιστική σημασία για την είσοδο του στη Σχολή Πολέμου. Ακόμη κι αν ο υποψήφιος συγκέντρωνε πολύ υψηλή βαθμολογία δεν μπορούσε να εισέλθει στη Σχολή εάν η αξιολόγηση του ήταν κακή. Έτσι ήταν στην ευχέρεια των αξιωματικών που υπηρετούσαν στις μονάδες να κρατούν έξω από το σώμα των αξιωματικών «στο Γενικό Επιτελείο» εκείνους τους υποψήφιους που θεωρούσαν ότι οι προσωπικότητες τους δεν ήταν επαρκείς. Βέβαια, ο διοικητής που συνέτασσε κάποια κακή αξιολόγηση ήταν υπεύθυνος γι΄ αυτή. Η υπέρμετρη φιλοδοξία για παράδειγμα θεωρούνταν μειονέκτημα και μπορούσε να είναι εμπόδιο για την είσοδο κάποιου στη Σχολή Πολέμου.

»Η προετοιμασία και οι εξετάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω θεωρούνταν από τους υποψήφιους ως δίκαιοι μηχανισμοί για την επιλογή των καλύτερων. Αν και οι νεαροί αξιωματικοί έχουν έφεση στο να ασκούν κριτική, δεν άκουσα ποτέ κάποιον να κριτικάρει το σύστημα εισαγωγής. Ο επιπλέον σκοπός που επιτύγχανε το Αρχηγείο του Στρατού ήταν μέσω αυτής της διαδικασίας να λάβουν όλοι οι νεαροί αξιωματικοί επαρκή εκπαίδευση στα ουσιώδη του επαγγέλματος τους πριν αναλάβουν τα καθήκοντα του διοικητή λόχου και να τους εμφυσήσει το ενδιαφέρον να μελετούν από μόνοι τους. Το επιπλέον βάρος που έπεφτε στους ώμους των αξιωματικών «στο Γενικό Επιτελείο» της κάθε Στρατιωτικής Περιοχής ήταν μεγάλο, καθώς η δουλειά που έπρεπε να κάνουν για την προετοιμασία των υποψηφίων ήταν επιπλέον της συνήθους εργασίας τους και γινόταν συνήθως τη νύχτα.

Σχολή Πολέμου

»Η εκπαίδευση στη Σχολή Πολέμου ήταν ακόμη υπό την επήρεια του δημιουργού του γερμανικού Γενικού Επιτελείου, του Μόλτκε, και βασίζονταν στην εμπειρία του Α΄ Π.Π. Η εφαρμοσμένη τακτική του πεζικού ήταν το επίκεντρο της εκπαίδευσης. Ο σκοπός της ήταν να διαμορφώσει ένα αξιωματικό ο οποίος ως βοηθός της διοίκησης είχε πλήρη γνώση όλων των θεμάτων διοίκησης και εφοδιασμού μίας μονάδας συνδυασμένων όπλων. Να μορφωθεί δηλαδή ένας αξιωματικός ως γενικός επιτελής με την αληθινή σημασία του όρου και όχι ως ειδικός επιτελής. Μεγάλη έμφαση δίνονταν στην ανάπτυξη των ικανοτήτων δημιουργικής σκέψης και δράσης. Όχι τυπικοί γραφειοκράτες αλλά ταλέντα που θα κατείχαν με μοναδικό τρόπο την τέχνη τους έπρεπε να εκπαιδευτούν ή μάλλον να ανακαλυφθούν. Οι ποιότητες του χαρακτήρα θεωρούνταν πολύ σημαντικές. Η εμπειρία του Α΄ Π.Π. κατά τη διάρκεια του οποίου οι αξιωματικοί στο μέτωπο αποξενώθηκαν από τους αξιωματικούς «στο Γενικό Επιτελείο» είχε σημαντική μεταπολεμική επίδραση. Το σύστημα της εκπαίδευσης στη Σχολή Πολέμου ήταν περίπου ως εξής.

»Η εκπαίδευση ξεκινούσε τον Οκτώβριο και τέλειωνε τον Ιούνιο του μεθεπόμενου έτους. Η περίοδος αυτή θεωρητικής εκπαίδευσης διακόπτονταν από ορεινές δραστηριότητες (2 εβδομάδες), επίσκεψη στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ (1 εβδομάδα) και τακτική εκπαίδευση στο πεδίο (2 εβδομάδες). Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο πρόγραμμα τουλάχιστον μία μέρα την εβδομάδα, κάθε βδομάδα, αφιερώνονταν σε εκπαίδευση στο πεδίο με τη μορφή της σπουδής του εδάφους. Τον Ιούνιο και για τους τρεις μήνες του θέρους οι μαθητές κατανέμονταν σε μονάδες διαφορετικού Όπλου από αυτό που άνηκαν οι ίδιοι. Η θερινή περίοδος έληγε με τη συμμετοχή σε ασκήσεις, στις οποίες οι μαθητές συμμετείχαν στο διευθύνον επιτελείο της άσκησης, από όπου αναμένονταν ότι θα αποκτούσαν την πρώτη τους εμπειρία από την εργασία των επιτελείων των ανώτατων κλιμακίων. Στις 1 Οκτωβρίου ξεκινούσε το δεύτερο έτος της θεωρητικής εκπαίδευσης στη Σχολή. Με αυτούς τους εναλλασσόμενους ρυθμούς η εκπαίδευση διαρκούσε συνολικά τρεις περιόδους με ένα έτος σε κάθε περίοδο, με διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις. Η βασική μονάδα εκπαίδευσης ήταν η Εκπαιδευτική Ομάδα (ΕΟ) που αποτελούνταν από περίπου 25 αξιωματικούς. Η εκπαίδευση ήταν υπό την επίβλεψη ενός «αρχηγού της ΕΟ», ο οποίος ήταν ένας προσεκτικά επιλεγμένος αξιωματικός που είχε υπηρετήσει με επιτυχία ως Αξιωματικός Ia σε κάποια μεραρχία. Η ΕΟ αποτελούνταν από αξιωματικούς διαφορετικών όπλων και κοινωνικής καταγωγής. Οι αρχηγοί των (συνήθως) πέντε ΕΟ ήταν υπό τις διαταγές του υπεύθυνου για το συγκεκριμένο έτος σπουδών. Στην κορυφή όλων βρίσκονταν ο διοικητής της Σχολής. Η σημαντικότερη ευθύνη του υπεύθυνου για το έτος σπουδών ήταν να εξασφαλίζει ότι η εκπαίδευση σε όλες τις ΕΟ εκπλήρωνε τα στάνταρντ που είχαν τεθεί. Έλεγχε τα προβλήματα που έβαζαν οι αρχηγοί των ΕΟ και εξασφάλιζε την ομοιογενή τακτική προσέγγιση σε όλα τα σημαντικά θέματα που είχαν σχέση με τη στρατιωτική διοίκηση. Ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Αρχηγείου του Στρατού ήταν ο άμεσος προϊστάμενος του διοικητή της Σχολής. Συνήθως είχε ζωηρό ενδιαφέρον για την εκπαίδευση της νέας γενιάς των αξιωματικών «στο Γενικό Επιτελείο» και ασχολούνταν με αυτήν στο μέτρο που είχε διαθέσιμο χρόνο. Η προσωπικότητα που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση των μελλοντικών επιτελικών αξιωματικών ήταν ο αρχηγός της ΕΟ. Επέβλεπε συνολικά την εκπαίδευση σε όλα τα αντικείμενα και ο ίδιος δίδασκε τακτική. Η τακτική ήταν το επίκεντρο όλου του εκπαιδευτικού συστήματος. Όλα τα άλλα αντικείμενα προσαρμόζονταν σε αυτήν. Στο πρώτο έτος το ενισχυμένο σύνταγμα πεζικού ήταν το πλαίσιο διδασκαλίας για τη σύνταξη των διαταγών, την εκτίμηση της κατάστασης και τη λήψη απόφασης. Στο δεύτερο έτος το πλαίσιο αυτό ήταν η ενισχυμένη μεραρχία πεζικού και η τεθωρακισμένη μεραρχία. Βασισμένη στην παλαιά παράδοση, στην πλούσια εμπειρία του Α΄ Π.Π. και στην μεταπολεμική εμπειρία, η εκπαίδευση στη διοίκηση μη-μηχανοκίνητου πεζικού ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο. Όλα τα προβλήματα, όμως, που προέκυψαν από τη μηχανοκίνηση ή μάλλον είχαν αρχίσει να αποκτούν στρατιωτική σημασία για τη Γερμανία μετά το 1933, αντιμετωπίζονταν πολύ επιφανειακά. Δεν υπήρχε κανένα τμήμα που να είχε εμπειρία στη διοίκηση και στον εφοδιασμό μεγάλων μηχανοκίνητων μονάδων. Οι ιδέες για τον μηχανοκίνητο πόλεμο, στον οποίο αναπτύσσονταν ταχύτητες αδιανόητες για το πεζικό που βάδιζε, που προπαγανδίζονταν από τον Γκουντέριαν και τις νεαρές του τεθωρακισμένες μονάδες, δεν είχαν εισέλθει στη Σχολή πριν την έναρξη του Β΄ Π.Π.

»Η διδασκαλία της στρατιωτικής ιστορίας δεν είχε μεγάλη αξία με τη μορφή που γίνονταν. Αναφέρονταν πολλές λεπτομέρειες των στρατιωτικών ζητημάτων των παλαιών πολέμων αντί η διδασκαλία να επικεντρώνεται στα ουσιώδη της σχέσης μεταξύ της πολιτικής, της οικονομίας και του πολέμου. Αποδείχθηκε χωρίς αποτέλεσμα η διδασκαλία αυτού του αντικειμένου από απόστρατους αξιωματικούς οι οποίοι δεν είχαν ζωντανή σύνδεση με τον στρατό. Ως εξήγηση γι΄ αυτό το έλλειμμα αναφέρονταν ότι λόγω της ανασυγκρότησης του στρατού δεν υπήρχαν αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί για να αναλάβουν την εκπαίδευση σε αυτό το αντικείμενο.

»Τα ειδικά αντικείμενα που διδάσκονταν ήταν: Η επιστήμη των υπηρεσιών εφοδιασμού, οι μεταφορές, οι διαβιβάσεις, το μηχανικό και τα τεθωρακισμένα.

»Ενώ στα ζητήματα των υπηρεσιών εφοδιασμού και των μεταφορών η εκπαίδευση παρείχε επαρκείς γνώσεις ώστε οι μαθητές να γνωρίσουν το εύρος της επιτελικής εργασίας που απαιτούσαν σε αυτούς τους τομείς, η εκπαίδευση στα άλλα ειδικά αντικείμενα δεν ήταν επαρκής. Η εκπαίδευση στα τεθωρακισμένα ήταν ιδιαίτερα κακή καθώς περιορίζονταν στην περιγραφή του πως εμφανίστηκαν τα πρώτα άρματα μάχης στο Δυτικό Μέτωπο το 1917-18. Η εκπαίδευση στη συνεργασία του στρατού με την αεροπορία επιχειρούσε να διδάξει ότι ήταν γνωστό εκείνα τα χρόνια και αυτά που ήταν γνωστά δεν ήταν πολλά. Σε κάθε περίπτωση ο μαθητής αποκτούσε μία ιδέα για το εύρος και την ταχύτητα που αποκτούσε ο σύγχρονος πόλεμος όταν συμμετείχε σε αυτόν μία ισχυρή αεροπορία. Φυσικά, διδάσκονταν μόνο η άμεση συνεργασία μεταξύ αεροπορίας και στρατού για τον σκοπό της χερσαίας μάχης και η εκμετάλλευση της αεροπορικής αναγνώρισης. Τα προβλήματα του εξοπλισμού, οι σχέσεις μεταξύ της πολεμικής ισχύος και της οικονομίας καθώς και άλλα σχετικά θέματα αναπτύσσονταν σε διαλέξεις. Η αξία αυτών των διαλέξεων συνήθως δεν ήταν μεγάλη γιατί πολλοί αξιωματικοί δεν κατανοούσαν τις δυνάμεις που επενεργούσαν στη σύγχρονη οικονομία. Ειδικότερα, αυτές οι διαλέξεις δεν πετύχαιναν να σκιαγραφήσουν σωστά την εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από την παγκόσμια οικονομία. Το ταξίδι μίας εβδομάδας στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, που πραγματοποιούνταν στο δεύτερο έτος της φοίτησης, δεν ήταν αρκετό για να παράσχει επαρκή κατανόηση της σύγχρονης οικονομίας.

»Η προσκόλληση σε μία μονάδα διαφορετικού Όπλου από αυτό που προέρχονταν ο μαθητής κατά τη διάρκεια του θέρους μεταξύ του πρώτου και δεύτερου έτους της Σχολής περιορίζονταν σε τόσο λίγες εβδομάδες ώστε ο μαθητής δεν κατανοούσε σε βάθος τις συνθήκες των άλλων Όπλων. Στα χρόνια της ανασυγκρότησης του στρατού οι διοικητές των μονάδων γενικά δεν είχαν χρόνο για να ασχοληθούν με τους μαθητές της Σχολής Πολέμου που προσκολλούνταν στις μονάδες τους. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις ήταν δυνατό για τους διοικητές αυτούς να υποβάλλουν στη Σχολή μία τεκμηριωμένη αξιολόγηση του μαθητή που είχε προσκολληθεί στη μονάδα τους. Οι περισσότεροι διοικητές υπέβαλαν αξιολογήσεις που περιείχαν τυπικές φράσεις.

»Η εκπαίδευση ολοκληρώνονταν με ταξίδι στη δυτική Γερμανία που κρατούσε αρκετές εβδομάδες. Τακτικές ασκήσεις διεξάγονταν με τη μορφή της σπουδής του εδάφους. Εκεί οι αρχηγοί των ΕΟ είχαν την ευκαιρία να αξιολογήσουν ακόμη μία φορά τους μαθητές τους και ιδιαίτερα αυτούς για τους οποίους δεν είχαν διαμορφώσει την τελική τους κρίση. Βέβαια, αυτό το τελευταίο τεστ δεν μπορούσε να είναι αποφασιστικής σημασίας γιατί αν δύο χρόνια δεν ήταν αρκετά για να αποφασιστεί αν ο μαθητής ήταν κατάλληλος για να χαρακτηριστεί αξιωματικός «στο Γενικό Επιτελείο» αυτό δεν μπορούσε να γίνει στο τέλος. Πιστεύω ότι ήταν περισσότερο ζήτημα να δοθεί η δυνατότητα στον διοικητή της Σχολής, ο οποίος ήταν παρών στη δραστηριότητα, να κρίνει ο ίδιος τις περιπτώσεις εκείνες των αξιωματικών που ήταν στο όριο να απορριφθούν. Έτσι η προσοχή εστιάζονταν στους μαθητές εκείνους που χαρακτηρίζονταν «οριακές περιπτώσεις», ενώ οι πολύ καλοί μαθητές και αυτοί που ήταν δεδομένο ότι θα απορρίπτονταν περνούσαν στο παρασκήνιο. Με την εκ των υστέρων γνώση μπορεί να ειπωθεί ότι αυτού του είδους η τελευταία δοκιμασία ήταν χρήσιμη. Σε αντίθεση με τις εισαγωγικές εξετάσεις ο κριτής γνώριζε πολύ καλά τους μαθητές καθώς είχε περάσει δύο χρόνια μαζί τους κι έτσι αυτή η δοκιμασία ήταν προσφορότερη από τις εξετάσεις που διεξάγουν τα πανεπιστήμια. Τα γνωρίσματα από τα οποία έπρεπε να διέπονται οι αξιωματικοί «στο Γενικό Επιτελείο» ήταν: γενική πνευματική ικανότητα, γρήγορη αντίληψη, ικανότητα για ορθή και λογική σκέψη, ικανότητα για γρήγορη λήψη αποφάσεων, ικανότητα για γρήγορη κατανόηση των ουσιωδών κάθε προβλήματος και της συσχέτισης των προβλημάτων και ιδιαίτερα ικανότητα του αξιωματικού να σκέπτεται δημιουργικά και να μην προσκολλάται σε κάποιο συγκεκριμένο σχήμα. Επίσης ιδιαίτερη σημασία είχε η ικανότητα του αξιωματικού να εργάζεται αποδοτικά για μεγάλη χρονική περίοδο χωρίς να κουράζεται.

»Για λόγους εκπαίδευσης αλλά και διαμόρφωσης του χαρακτήρα ήταν επιθυμητό οι αξιωματικοί αμέσως μετά τη Σχολή Πολέμου να τοποθετούνταν στο Γενικό Επιτελείο του Αρχηγείου του Στρατού ως δόκιμοι αξιωματικοί «στο Γενικό Επιτελείο». Η διαφορά μεταξύ θεωρίας και πράξης έπρεπε να καταδειχθεί με καθαρότητα στον απόφοιτο της Σχολής ο οποίος έρχονταν πλήρης θεωρητικών γνώσεων. Οι αξιωματικοί που είχαν τη δικαιοδοσία να εκφέρουν την τελική κρίση για τον δόκιμο αξιωματικό έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να διερευνήσουν εάν αυτός εκτός από τη θεωρητική ικανότητα μπορούσε να ανταποκριθεί και στην πρακτική εργασία και μπορούσε να υποστηρίξει και να επιβάλει τις θέσεις του απέναντι σε αρχαιότερους αξιωματικούς χωρίς να γίνεται αυθάδης. Μόνο όταν τα προηγούμενα είχαν διαπιστωθεί και αρκετή εμπειρία από το Γενικό Επιτελείο είχε συγκεντρωθεί ο νέος αξιωματικός «στο Γενικό Επιτελείο» μπορούσε να τοποθετηθεί σε κάποιον σχηματισμό του στρατού.

Δεν μπορώ να πω εάν η περίοδο της δόκιμης υπηρεσίας μετά το 1933 άλλαξε σε σχέση με ότι συνέβαινε πριν το 1914. Ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Αρχηγείου του Στρατού έθετε ο ίδιος τακτικά προβλήματα στους δόκιμους Γενικούς Επιτελείς για να εξασφαλίσει την ομοιογένεια των απόψεων και των αντιλήψεων. Συχνές συναντήσεις μεταξύ του Αρχηγού και των δόκιμων Γενικών Επιτελών εξυπηρετούσαν τον σκοπό αυτό.

»Τα επιτεύγματα του σώματος των αξιωματικών «στο Γενικό Επιτελείο» κατά τον Β΄ Π.Π. είναι απόδειξη ότι αυτή η διαδικασία επιλογής ήταν σωστή και ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να γίνει στην ειρήνη ώστε να επιλέγονται οι καταλληλότερες προσωπικότητες. Οι αδυναμίες χαρακτήρα που παρουσίασαν κάποιοι δεν απέδειξαν το αντίθετο. Όλοι όσοι εμπλέκονταν με τη διαδικασία είχαν την τάση να αναζητούν εκείνους τους αξιωματικούς που δεν ήταν κατάλληλοι για να τους αποκλείσουν στα διάφορα στάδια αυτής της διαδικασίας. Εγώ δεν θα μπορούσα να προτείνω μία καλύτερη διαδικασία από αυτήν που χρησιμοποιούσαμε τότε. Η αρχή της επιλογής ήταν η εξής: χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική καταγωγή, η οικονομική επιφάνεια ή οι διασυνδέσεις ο καλύτερος αξιωματικός ήταν αυτός που θα εισέρχονταν στο σώμα και εκεί θα τοποθετούνταν στη θέση που θα μπορούσε να προσφέρει τα περισσότερα. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για τις εξετάσεις αλλά και στη Σχολή Πολέμου όλοι οι αξιωματικοί είχαν την αίσθηση ότι η διαδικασία ήταν δίκαια. Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι κακές κρίσεις υπήρξαν σε ικανούς μαθητές που απορρίφθηκαν από τη Σχολή επειδή αντιμετώπισαν την εχθρότητα του αρχηγού της ΕΟ. Οι αξιωματικοί που κατάφερναν να εισέλθουν στο σώμα σε σχέση με αυτούς που αρχικά είχαν συμμετάσχει στις εξετάσεις ήταν γύρω στο 5-7%. Το ποσοστό αυτό βέβαια εξαρτιόνταν και από τις ανάγκες που είχε κάθε χρόνο ο στρατός».

Εδώ τελειώνει η περιγραφή του Behrendsen. Κατά δήλωση του Λίντελ-Χαρτ οι Γερμανοί στρατηγοί του Β΄ Π.Π. «ήσαν το καλύτερο ολοκληρωμένο προϊόν του επαγγέλματος τους». Εγώ θα ήθελα να επισημάνω ότι η δημιουργία μίας τέτοιας ελίτ ήταν δυνατή στη γερμανική κοινωνία αλλά ίσως δεν θα ήταν εφικτή ή επιθυμητή αλλού.

Βιβλιογραφία

Behrendsen, Fritz. (1949). «Training and Development of German General Staff Officers, Vol. XXII». MS P-031a. U.S. Army, Europe, Historical Division.

Liddell Hart, B. H. (1950). Η Άλλη Πλευρά του Λόφου. Μετάφραση: Νικολάου Παπαρρόδου (1950). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Σπύρου Α. Τζηρίτα.

Zabecki, David T. (2008). Chief of Staff: The Principal Officers Behind History’s Great Commanders. Annapolis: Naval Institute Press.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ