Η επανεκκίνηση της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας

ΖΕΥΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ

Γράφουν ο Δρ Άρης Γεωργόπουλος* και ο Τάσος Ροζολής*

Η συνεχιζόμενη κρίση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο καταδεικνύει, με τον πιο
εμφατικό τρόπο την ανάγκη εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και ενίσχυσης
της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Οι σχετικές εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη
Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για το νέο εξοπλιστικό και την αναδιάρθρωση της εγχώριας
αμυντικής βιομηχανίας κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση και κρίνονται απολύτως
θετικές.

Αυτό που μένει είναι η έγκαιρη και μεθοδική υλοποίηση αυτών των εξαγγελιών. Βασική
προϋπόθεση είναι ο σχεδιασμός μιας στιβαρούς βιομηχανικής στρατηγικής η οποία θα
ανταποκρίνεται στις προτεραιότητες ασφάλειας και άμυνας της Ελλάδας με έμφαση στις
νέες «έξυπνες τεχνολογίες» και η οποία θα υποστηρίζεται από το κατάλληλο νομικό πλαίσιο.

Η Κυβέρνηση έχει υποβάλει σχέδιο νόμου για την αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου
ανάθεσης αμυντικών συμβάσεων το οποίο βρίσκεται σε διαβούλευση.

Βασική παράμετρος του νέου νομοθετικού πλαισίου θα παραμείνει φυσικά η Ευρωπαϊκή
Οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις στους τομείς άμυνας και ασφάλειας καθώς και οι
γενικοί κανόνες και αρχές του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου. Σε αυτό το σημείο είναι
απαραίτητη μια επισήμανση/διευκρίνιση για την αποφυγή παρεξηγήσεων (που δυστυχώς
υπήρξαν στο παρελθόν). Είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε το Ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για
τις αμυντικές συμβάσεις ως τροχοπέδη που εμποδίζει την ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής
βιομηχανίας. Αντίθετα πρέπει να επικεντρωθούμε στους μηχανισμούς του πλαισίου αυτού
που μπορούν να βοηθήσουν την εξωστρεφή ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής
βιομηχανίας.

Πιο συγκεκριμένα, οφείλουμε να παραδειγματιστούμε, πολιτική ηγεσία και εταιρείες
αμυντικής τεχνολογίας, από τις πολιτικές και πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών, των
οποίων η βιομηχανική βάση αποτελείται κυρίως από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που
δεν έχουν άμεση πρόσβαση στις εφοδιαστικές αλυσίδες των Ευρωπαϊκών αμυντικών
κολοσσών.

Αν και με σαφώς λιγότερο επιτακτικές αμυντικές ανάγκες σε σύγκριση με την Ελλάδα,
καταφέρνουν να κινηθούν επιτυχώς εντός του ίδιου νομικού πλαισίου επί τη βάσει ενός
εμπεριστατωμένου στρατηγικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη της αμυντικής τους
βιομηχανίας ως μοχλού για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της «Ευρωπαϊκής
Αμυντικής βιομηχανικής και Τεχνολoγικής Βάσης». Αυτός ο προσανατολισμός και πρακτικές
είναι συμβατός με το Ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο όπως κατέδειξε πρόσφατα η απόφαση της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής να σταματήσει τη διαδικασία επί παραβάσει που είχε κινήσει
εναντίον της Ολλανδίας σχετικά με συμφωνίες/προγράμματα βιομηχανικής συμμετοχής
(αντισταθμιστικά) της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας (υπόθεση με την οποία έχει
ασχοληθεί άμεσα o Άρης Γεωργόπουλος).

Πιστεύουμε ότι η υλοποίηση των κυβερνητικών εξαγγελιών πρέπει να κινηθεί στους εξής γενικούς άξονες:

1. Αναμόρφωση του Εθνικού νομοθετικού/κανονιστικού πλαισίου ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν όλα τα περιθώρια που δίνει το Ευρωπαϊκό κεκτημένο για την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Εκπόνηση βιομηχανικής αμυντικής στρατηγικής στα πρότυπα βέλτιστων πρακτικών που εφαρμόζονται σε άλλα Ευρωπαϊκά κράτη, η οποία θα επικαιροποιείται σε τακτά διαστήματα και θα έχει ως περιεχόμενο τη χαρτογράφηση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και τη θέσπιση βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων για την ανάπτυξή της.

2. Επίτευξη Βιομηχανικών επιστροφών αξίας τουλάχιστον ίσης με το 30% της αξίας των εξοπλιστικών. Είτε με τη συμμετοχή της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας στην εφοδιαστική αλυσίδα των κατασκευαστών για τις παγκόσμιες πωλήσεις τους (και όχι μόνο για τις εγχώριες, όπως ατυχώς συμβαίνει μέχρι σήμερα), είτε με την ανάληψη από την Εγχώρια Αμυντική Βιομηχανία της εν συνεχεία υποστήριξης των οπλικών συστημάτων, για προφανείς λόγους ασφάλειας εφοδιασμού (να σημειωθεί εδώ, ότι η διάρκεια ζωής των αμυντικών συστημάτων είναι κατά μέσο όρο 30 με 40 έτη και το κόστος υποστήριξης τους τουλάχιστον διπλάσιο η και τριπλάσιο του κόστους αρχικής προμήθειας), είτε τέλος με την από κοινού ανάπτυξη αμυντικών συστημάτων. Οι βιομηχανικές αυτές επιστροφές ενώ δεν αυξάνουν το κόστος προμήθειας των συστημάτων, θα προκαλέσουν έκρηξη επενδύσεων και ανάπτυξης (στο υπό συζήτηση εξοπλιστικό πρόγραμμα αξίας 10-15 Δις η αξία τους είναι 3-4,5 Δις άμεσων επενδύσεων σε τομείς υψηλής τεχνολογίας).

3. Επιμόρφωση των εγχώριων Αμυντικών Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων στο να αντιληφθούν τις ευκαιρίες που δημιουργούνται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (ΕΤΑ) και το νέο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενης, από Ευρωπαϊκά κονδύλια, ερευνητικής/βιομηχανικής συνεργασίας στους χώρους άμυνας και ασφάλειας. Ο στόχος είναι η αλλαγή νοοτροπίας και προσέγγισης της αγοράς προς την κατεύθυνση της εξωστρέφειας.

4. Σύνδεση της εγχώριας βιομηχανικής βάσης με ερευνητικά Πανεπιστημιακά κέντρα. Η παρούσα συγκυρία αποτελεί μοναδική ευκαιρία για την επανεκκίνηση της Ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας ως βασικού πυλώνα για την άμυνα, την ασφάλεια και την τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας και δεν πρέπει να πάει χαμένη. Όλοι οι αρμόδιοι φορείς, πολιτική ηγεσία, εταιρίες, ερευνητικά κέντρα οφείλουν να αδράξουν την ευκαιρία και να κινηθούν άμεσα και οργανωμένα προς αυτή την κατεύθυνση μαθαίνοντας από τα λάθη, τις χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος και έχοντας επίγνωση τον προοπτικών του μέλλοντος.

*Δρ Άρης Γεωργόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Ευρωπαϊκού και Δημοσίου Δικαίου και Επικεφαλής της Ερευνητικής Ομάδας για τις Αμυντικές και Στρατηγικές Προμήθειες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νόττιγχαμ (Nottingham).
*Τάσος Ροζολής, Πρόεδρος Συνδέσμου Ελληνικών Αμυντικών Βιομηχανιών (ΣΕΚΠΥ), Δνων Σύμβουλος ΑΚΜΩΝ ΑΕ, Οικονομολόγος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ