Κορνήλιος Καστοριάδης: Αποκαλύπτοντας τον Πόλεμο του Κόλπου

Πύραυλοι κρουζ και τόμαχοκ εισέβαλαν πάλι στα “σπίτια μας”. Ζούμε ημέρες 1991; Ας δούμε τι έλεγε για τον πόλεμο του Κόλπου ο Κορνήλιος Καστοριάδης

του Κορνήλιου Καστοριάδη*

Όσο δεν είμαστε ειλικρινείς σε σχέση με τη φύση της σύγκρουσης, τα αληθινά κίνητρα και των δύο πλευρών καθώς και τις πιο πιθανές επιδράσεις των προβλεπόμενων αποτελεσμάτων, πρέπει να απορρίψουμε το ερώτημα του αν ήταν απαραίτητο ή όχι να γίνει ο πόλεμος. Ο Σαντάμ Χουσεΐν δε θα μπορούσε να νοιάζεται λιγότερο για τους Παλαιστίνιους.

Και το ίδιο συμβαίνει και με το Κοράνι. Το ζήτημα (των Παλαιστινίων) του ήρθε στο μυαλό όταν, αντιμέτωπος με τις βίαιες αντιδράσεις λόγω της προσάρτησης του Κουβέιτ, έπρεπε πια να βρει κάποιους συμμάχους στα βιαστικά.

Η κατάκτηση του Κουβέιτ, από την άλλη, είναι αυστηρά συνδεδεμένη με εδαφικούς, οικονομικούς σκοπούς καθώς και ζητήματα σχέσεων εξουσίας.

Αν τα σύνορα του Κουβέιτ είναι τεχνητά, το ίδιο συμβαίνει και με το Ιράκ και με όλα τα υπόλοιπα κράτη στην περιοχή (και πολλά άλλα).

Το 1980, ο Σαντάμ δεν επιτέθηκε στο Ιράν για να απελευθερώσει τους Παλαιστίνιους άλλα, μάλλον, για να αυξήσει τα εδάφη του και τις (πλουτοπαραγωγικές) πηγές του και, βέβαια, για να πείσει τους Δυτικούς και τους Σοβιετικούς να τον εξοπλίσουν σαν αστακό.

Δεν εκπροσωπεί τους φτωχούς έναντι των πλουσίων, ή το Νότο έναντι του Βορρά. Καταδυναστεύει μια πλούσια, από φυσική άποψη, χώρα την οποία έχει καταστρέψει για να εξοπλίσει τον εαυτό του και να διατηρήσει το δικό του καθεστώς τρόμου.

Κόβει τους αντιπάλους του κομματάκια και έχει ήδη πνίξει με χημικά αέρια την Κουρδική μειονότητα.

Μόνο οι «προοδευτικοί» είναι έτοιμοι να τα ξεχάσουν όλα αυτά, την ώρα που ο Σαντάμ πλαισιώνει με ευχαρίστηση το μπλοκ των εκτελεστών (Στάλιν, Μάο, Κάστρο, Πολ Ποτ) τους οποίους πάντοτε πρόθυμα υπερασπίζονταν.

Οι Δυτικοί μιλάνε για «νόμο». Να μια αστεία ιδέα, να υπερασπίζεσαι το νόμο και τα ανθρώπινα δικαιώματα υπερασπιζόμενος τον Hafez El-Assad και τον βασιλιά Fahd. Μιλάνε επίσης για «διεθνή νόμο».

Αυτός ο αναμφισβήτητα ελαστικός νόμος ήταν και παραμένει σε χειμέρια νάρκη όποτε πρόκειται για τη Δυτική Όχθη, το Λίβανο, την Κύπρο, τη Γρενάδα, τον Παναμά. Κανείς δεν είναι εναντίον του αυτό-καθορισμού για τους Κουβεϊτιανούς.

Επίσης, θα έπρεπε να ζητήσουμε τον αυτό-καθορισμό των Παλαιστινίων, των Κούρδων (που σφάχτηκαν με πλήρη συνεργασία του Σαντάμ, των Ιρανών και των συμμάχων μας, των Τούρκων), του λαού του Τιμόρ και διάφορων άλλων ανάμεσα σε λαούς της Βαλτικής, της Αρμενίας, της Γεωργίας και πάει λέγοντας.

Οι Δυτικοί λένε, επίσης, ότι δε μπορούσαν να αφήσουν την εξουσία του Σαντάμ να μεγαλώσει υπέρμετρα, με το ρίσκο να αποκτήσει άμεση ή έμμεση κυριαρχία (μέσω του ελέγχου των τιμών) πάνω σε ένα μεγάλο ποσοστό των παγκοσμίων πετρελαϊκών πηγών, και με τον κίνδυνο να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή και να επιτεθεί στη Σαουδική Αραβία και/ ή το Ισραήλ. Ας υποθέσουμε ότι το Ιράκ θα συντριβόταν.

Ωστόσο, μια άλλη, ακόμη πιο τρομερή τοπική υπερδύναμη, το Ιράν, θα εγκαθιδρυόταν. Και η Συρία, με τα σχέδιά της για τον Λίβανο και τους στόχους της να «ξεκαθαρίσει» με το Ισραήλ, θα γινόταν ακόμη πιο απειλητική.

Σε αντίθεση με όσα λέγονται, οι αληθινοί πολεμικοί στόχοι των ΗΠΑ λίγο έχουν να κάνουν με το πετρέλαιο: με πάνω από 25 δολάρια το βαρέλι, άλλες πηγές ενέργειας μοιάζουν να αποτελούν το μέσο όρο.

Οι στόχοι των ΗΠΑ έχουν να κάνουν, βασικά, με την αρκετά μυωπική βούληση των ΗΠΑ να επιβάλλουν την «τάξη» τους. Αυτή η νέα τάξη περνάει μέσα από τη συντριβή του Ιράκ.

Να υποθέσουμε (ξανά) ότι το Ιράκ συντρίβεται. Το αποτέλεσμα στην περιοχή, και σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες (εξαιρούμενης της Τουρκίας, προς το παρόν), θα είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο χάος.

 

Η ιδέα ότι ένα «Διεθνές Συνέδριο» θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, είναι βέβαια παραμύθι για μικρά παιδιά.

Το μίσος και η αγανάκτηση όχι μόνο από πλευράς των αραβικών, αλλά ακόμη και των μουσουλμανικών, πληθυσμών (βλέπε, ήδη, το Πακιστάν) έχουν πλέον φτάσει σε σημείο παροξυσμού.

Ό,τι κι αν συμβεί, ο Σαντάμ θα μεταμορφωθεί —και έχει ήδη γίνει αυτό— σε έναν ήρωα.

Τέτοια είναι η συγγένεια που ο θρησκευτικός φανατισμός μοιράζεται με τα παρανοϊκά συστήματα της σκέψης: όταν είσαι νικητής, ήταν ο Θεός που σας έκανε να θριαμβεύσετε/ όταν είσαι νικημένος, αυτός σας έδωσε τη δόξα του μάρτυρα.

Τα αποτελέσματα θα ήταν ακριβώς τα ίδια και αν αφήναν τον Σαντάμ να καταβροχθίσει το Κουβέιτ.

Οι Δυτικοί ήταν και παραμένουν εγκλωβισμένοι μέσα σε μια παγίδα την οποία, κυρίως, έφτιαξαν οι ίδιοι εξοπλίζοντας τον Σαντάμ, αφήνοντας το παλαιστινιακό ζήτημα να σαπίσει και πάει λέγοντας.

Τώρα δημιουργούν μια κατάσταση της οποίας τα ανεξέλεγκτα αποτελέσματα θα συνειδητοποιούμε για δεκαετίες. Ο φανατισμός έχει νικήσει.

Χαρακτηριστικά, οι λίγοι Άραβες διανοούμενοι οι οποίοι, φαινόταν, ότι είχαν αφομοιώσει τις αξίες της κριτικής και του στοχασμού, σήμερα, συμμετέχουν ενεργά στη μυθοποίηση της Αραβικής ιστορίας: οι Άραβες ήταν, για 13 αιώνες, αγνά λευκά περιστεράκια/ όλα τα δεινά που υπέφεραν, τους τα προξένησε η Δυτική αποικιοκρατία.



 

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για λογαριασμό της Wall Street σκλαβώθηκαν από τους ομόθρησκούς τους, τους Τούρκους. Και ότι ο Δυτικός Ιμπεριαλισμός θα εξηγούσε το πώς κάποιοι από αυτούς σκλάβωσαν τους Κούρδους, άλλοι τους Βερβερίνους, και οι Μαυριτανοί Άραβες τους Μαύρους Αφρικανούς στα εδάφη τους.

Οι Παλαιστίνιοι παραμένουν οι χαμένοι. Στο κρατικό επίπεδο, η Αραβική αλληλεγγύη είναι ένα παραμύθι. Όλες οι αραβικές κυβερνήσεις δε θα μπορούσαν να νοιάζονται λιγότερο για τους Παλαιστίνιους, αλλά έχουν και κάθε συμφέρον να μη λυθεί ποτέ το παλαιστινιακό ζήτημα.

Με το τίμημα μερικών δολαρίων για κάποια από αυτά, κάποιας προφορικής πόζας για άλλα, αυτά τα σάπια καθεστώτα αναζητούν στη φτήνια έναν διαβολικό εξωτερικό εχθρό στον οποίο το πάθος και το μίσος των αντίστοιχων πληθυσμών τους μπορεί να στραφεί.

Το Ισραήλ δε θέλει να δώσει πίσω τις περιοχές και δε θα το κάνει ποτέ εθελοντικά. Αν το ήθελε, θα το είχε ήδη κάνει.

Το είδος του παζαρέματος που συνεχίζει γύρω από το αν η ΟΑΠ είναι αρκετά αντιπροσωπευτική ή όχι (για το ντόπιο πληθυσμό) θα έπρεπε καλύτερα να αφεθεί στις ανοιχτές «αγορές» της περιοχής.

Οι, υπό διεθνή εποπτεία, εκλογές θα έδειχναν ποιος είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικός ή όχι.

Αυτό που η Ισραηλινή «Δεξιά» θέλει και αυτό που η «Αριστερά» δεν τολμά στα αλήθεια να αντιμετωπίσει, είναι η οριστική προσάρτηση της δεξιάς όχθης της Ιορδανίας, θέτοντας ένα λίθο για ένα ακόμη «Μεγαλύτερο Ισραήλ».

 

Ότι αυτός ο τελευταίος σκοπός είναι καθαυτός ένα ντελίριο, δεν αλλάζει τίποτα. Αν και ήταν βυθισμένοι μέσα σε αυτό, μόνο τρεις δεκαετίες ή τρεις αιώνες πιο πριν, οι Δυτικοί είναι ανίκανοι να κατανοήσουν τι μπορεί να συνεπάγεται ένας θρησκευτικής έμπνευσης εθνικισμός (μεταξύ των Αράβων καθώς και των Ισραηλινών).

Έπειτα υπάρχει η ψευδαίσθηση των τεχνο-στρατιωτικών λύσεων, του ηλεκτρονικού warfare και της νίκης Nescafe: είκοσι μέρες αφού ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις, οι Ιρακινοί είναι ακόμη ικανοί να καταρρίπτουν κάποια από τα αεροπλάνα της συμμαχίας και μια ιρακινή φάλαγγα διείσδυσε για δεκάδες ώρες σε περιοχή της Σαουδικής Αραβίας, χωρίς να γίνει καν αντιληπτό.

Κάποιο απόγεμα, μερικοί Ιρακινοί συνταγματάρχες μπορεί να αδειάσουν τα ρεβόλβερ τους πάνω στον Σαντάμ ή το πεζικό στο Κουβέιτ μπορεί να καταρρεύσει.

Το πιο πιθανό είναι οι Ιρακινοί να αντισταθούν για πολύ καιρό. Οι στρατηγοί βιάστηκαν να δηλώσουν ότι το Ιράκ δεν είναι Βιετνάμ και ότι, ελλείψει μιας ζούγκλας για να κρυφτούν, οι Ιρακινοί, λόγω των βομβαρδισμών, (απλώς) θα σταυρώσουν τα χέρια.

Για ακόμη μία φορά, αυτοί οι στρατηγοί έχουν διαπράξει την αγαπημένη τους γκάφα: ξεχνούν πως οι πόλεμοι έχουν να κάνουν με ανθρώπους. Η έρημος δεν είναι ζούγκλα.

Ωστόσο, μέχρι να υπάρξουν αντιδράσεις για το αντίθετο, το Ιράκ και το Βιετνάμ έχουν σίγουρα ένα κοινό: μια μεγάλη μάζα ανθρώπων που είναι πρόθυμη να πεθάνει παρά να παραδοθεί. (Ότι «οι λόγοι» τους μπορεί να είναι τρελοί, δεν αλλάζει τίποτα.)

Όταν θα έρθει η ώρα να εκδιωχθούν οι Ιρακινοί από τα καταφύγιά τους σε μάχες από κοντά και όταν το νούμερο των ανθρώπινων, από την πλευρά της συμμαχίας, απωλειών θα αρχίσει να φτάνει σε υψηλά επίπεδα, θα είναι κοινωνιολογικά ενδιαφέρον να μελετήσουμε την εξέλιξη της κοινής γνώμης στη Δύση καθώς και στο Maghreb.

 


Με την εξαίρεση λίγων περιπτώσεων, οι Δυτικοί διανοούμενοι δε συμπεριφέρθηκαν, μέχρι στιγμής, και πολύ καλύτερα από τους Μουσουλμάνους αδελφούς τους.

Η μεγάλη πλειοψηφία παρέμεινε σιωπηλή. Ανάμεσα σε αυτούς που μίλησαν δημόσια, κάποιοι υποχωρούν στον εκβιασμό του «Αραβισμού», του «Ισλάμ», της «Δυτικής Ενοχής» ή ενδίδουν στο ηλίθιο μίσος τους για τις ΗΠΑ, οτιδήποτε κι αν κάνουν αυτές.

Άλλες φορές, παραδίδονται στη ντροπιαστική τους σαγήνη για τους τυράννους και την κτηνώδη δύναμη.

Άλλοι — των οποίων τα μυαλά καταλαμβάνονται από τον απόλυτο τρόμο που όντως εκφράζει ο Σαντάμ και εμπνέουν το καθεστώς και ο φανατισμός του — παραβλέπουν με προθυμία τα κίνητρα και τους πολεμικούς στόχους των Δυτικών, των ντροπιαστικών τους συμμαχιών, την υποκρισία της επίκλησης του «νόμου», τον τρόπο με τον οποίο ο πρόεδρος George Herbert Walker Bush έχει διατάξει «πρόσω ολοταχώς!» προς τον πόλεμο και τις απαράδεκτες πρακτικές της Ισραηλινής κυβέρνησης.

Αν, όπως έχει σωστά ειπωθεί, κάποιος θα έπρεπε να μετρήσει ανάμεσα στα βασικά θύματα αυτού του πολέμου τις μάλλον μικρές ελπίδες για δημοκρατία και εκκοσμίκευση που υπήρχαν στο μουσουλμανικό κόσμο, ο πόλεμος ρίχνει, επίσης, άπλετο φως στη λειτουργία των περί πολλού Δυτικών «δημοκρατιών».

Όπως αναμενόταν, όλα «εκτελέστηκαν» από τα «εκτελεστικά στελέχη» (executives)· ο ρόλος των πολιτών στον προσδιορισμό των μέσων και των σκοπών ήταν μηδενικός.

Θα ειπωθεί ότι οι δημοσκοπήσεις αναφέρουν πλατιά υποστήριξη του κόσμου για την κυβερνητική πολιτική.

Ας μιλήσουμε λίγο για αυτό. Λίγες μέρες πριν ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες, μια δημοσκόπηση έδειξε ότι τα τρία τέταρτα (3/4) των Γάλλων σκέφτηκαν πως «Κανένας λόγος, δεν έχει σημασία πόσο δίκαιος μπορεί να είναι, δε δικαιολογεί τον πόλεμο».

Αυτή είναι μια τερατώδης θέση: αν αυτή η ευγενική μορφή προτεινόταν πάντα, αυτοί οι ίδιοι Γάλλοι θα ήταν ακόμη δούλοι. Μικρή η σημασία.

Η κυβέρνηση πολύ λίγο ανησύχησε γύρω από αυτό το αξιαγάπητο αποτέλεσμα της δημοσκόπησης. Και καλά έκανε. Μερικές μέρες αφού ξέσπασαν οι εχθροπραξίες, περισσότερο από τα δύο τρίτα (2/3) των ίδιων Γάλλων επιδοκίμασαν τον πόλεμο.

Αυτή η αντιστροφή της κοινής γνώμης δεν μπορεί να αποδοθεί σε έναν επιπρόσθετο στοχασμό πάνω στο ζήτημα — στις αρχές του Γενάρη όλα τα δεδομένα ήδη ήταν εκεί — ή στο τεχνητό της δημοσκόπησης.

Είναι λυπηρό να το πεις αλλά οι άνθρωποι έχουν ήδη επιλέξει τη νικήτρια πλευρά, ενθουσιασμένοι καθώς είναι από την εναέρια, ηλεκτρονική επίδειξη ισχύος της Αμερικής. Αυτό το είδος «πολιτών» είναι που κατασκευάζει σήμερα η «δημοκρατία».

Η σύγκρουση ήδη προχωράει για τα καλά πέρα από την περίπτωση του Σαντάμ Χουσεΐν και του Ιράκ.

Υπάρχει μέσα σε μια διαδικασία αυτό-μετασχηματισμού της σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα, από τη μια μεριά, σε κοινωνίες που κρατήθηκαν στις δαγκάνες ενός ανυποχώρητου θρησκευτικού φαντασιακού, που πλέον επαναδραστηριοποιείται και επανενισχύεται, και, από την άλλη, στις Δυτικές κοινωνίες τις οποίες, με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, έχουν ξεπεράσει αυτό το φαντασιακό αλλά έχουν αποδειχθεί ανίκανες να μεταδώσουν στο υπόλοιπο του κόσμου οτιδήποτε άλλο από τις τεχνικές του πολέμου και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Τα πολυβόλα και οι τηλεοράσεις μάλλον, παρά το habeas corpus, αποδείχθηκαν ότι είναι εξαγώγιμα. Σε αυτή την κατάσταση και οι δύο πλευρές βρίσκονται σε κρίση.

Αυτό που έχει σημασία για μας στη Δύση είναι ότι η παρούσα κατάσταση των κοινωνιών μας τις καθιστά ανίκανες να ασκήσουν οποιαδήποτε άλλη πέρα από την υλική επιρροή.

Μια κοινωνία αφιερωμένη στο πνεύμα του καταναλωτή, που ξοδεύει χρήματα και κάνει ζάπινγκ στην τηλεόραση, δεν μπορεί να διαβρώσει την ανθρωπολογική πυγμή του Κορανίου ή, για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, του Ινδουισμού.



 

Απαθείς πολίτες, θρονιασμένοι στους μικρούς τους ιδιωτικούς κόσμους, δεν προσφέρουν παραδείγματα προς μίμηση ή εξώθηση για στοχασμό σε ανθρώπους που, χαμένοι στο μοντέρνο κόσμο τους, πλέον πισωγυρίζουν στην εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Θα έπρεπε κάποιοι/ες να εκλέξουν άλλους ανθρώπους, όπως πρότεινε κάποτε ο Μπρεχτ; Σίγουρα, όχι. Θα έπρεπε οι άνθρωποι να αλλάξουν. Ποιος θα τους αλλάξει λοιπόν; Οι άνθρωποι πρέπει να αλλάξουν τον εαυτό τους. Για αυτή την αλλαγή, ο καθένας μπορεί να συμβάλει, εντός και γύρω από αυτήν, κάθε φορά που είναι έτοιμη να εκφραστεί.

Μέχρι να έρθει μια τέτοια αλλαγή, δε θα υπάρχει τίποτα ποτέ παρά μόνο ψεύτικες απαντήσεις σε τερατώδη και ασθενή ερωτήματα.

*Πηγή: eranistis.net Το κείμενο γράφτηκε το 1991 προς δημοσίευση σε κάποιο αμερικάνικο μέσο, όλα εκ των οποίων το απέρριψαν. Περιλήφθηκε στο βιβλίο Άνοδος της ασημαντότητας (στην αγγλική έκδοση – The rising tide ofinsignificancy).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ