Κυπριακό: Λύση ή διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας

Κυπριακό: Κινδυνεύει η Κύπρος να μετατραπεί σε τουρκική επαρχία μακροπρόθεσμα; Τι πραγματικά συζητούν στο Κρανς Μοντανά; Ποια σενάρια οδηγούν σε διχοτόμηση;

 
Γράφει ειδικός συνεργάτης
Σήμερα υπάρχει: ένα κυρίαρχο κράτος που λέγεται Κυπριακή Δημοκρατία.
Είναι ισότιμο μέλος της ΕΕ και του ΟΗΕ. Έχει ενεργό ρόλο στο διεθνές ενεργειακό παιχνίδι, εξασφαλίζοντας συμμαχίες με τις μεγαλύτερες παγκοσμίως εταιρείες εξόρυξης υδρογονανθράκων, αμερικάνικές, γαλλικές, ιταλικές κλπ.
Έχει κάνει συμμαχίες που λειτουργούν και σε στρατιωτικό επίπεδο με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και ασφαλώς την Ελλάδα. Έχει άριστες σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.
Είναι ένα κράτος με μοναδική γεωγραφική θέση. Βρίσκεται πάνω στο σταυροδρόμι Ευρώπης – στην οποία άλλωστε ανήκει – Ασίας και Αφρικής.
Είναι η μοναδική χώρα παγκοσμίως που γεφυρώνει τρεις Ηπείρους.
Σε επίπεδο ανεξαρτησίας βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από την Ελλάδα, η οποία τελεί υπό καθεστώς επιτροπείας λόγω μνημονίων, όπου ακόμα και για να μειώσει τον ΦΠΑ στα σουβλάκια πρέπει να το εγκρίνει η ευρωενωσιακή γραφειοκρατία.
Η σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία διαθέτει Ένοπλες Δυνάμεις με ισχυρή αποτρεπτική ισχύ, που σημαίνει ότι τυχόν προσπάθεια της Τουρκίας για επέκταση της κατοχής θα είχε πολύ υψηλό τίμημα.
Είναι ένα δεύτερο ελληνικό κράτος όχι μόνο γλωσσικά αλλά και πολιτιστικά και με την έννοια της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης.
Αυτή λοιπόν η χώρα έχει ένα μειονέκτημα, είναι ακρωτηριασμένη εδαφικά. Το 36% του εδάφους της κατέχεται από μια άλλη χώρα.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι μέχρι ποιο τίμημα πρέπει να πληρώσει, για ν’ αποκαταστήσει την εδαφική της ακεραιότητα.
Αν λοιπόν «λύση» του Κυπριακού θα σήμαινε απώλεια όλων των παραπάνω πλεονεκτημάτων προκειμένου να προκύψει ένα νέο κρατικό μόρφωμα, που υποτίθεται θα εξασφάλιζε την ενότητα του κυπριακού κράτος, τότε αυτή δεν είναι λύση αλλά διάλυση.
Όταν μιλάμε για ενότητα του κυπριακού κράτους θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ήδη το 25%-30% του συνολικού πληθυσμού του νησιού είναι Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι έποικοι.
Συνεπώς, ακόμα και αυτό που εμφανίζεται σήμερα, σαν εδαφικός ακρωτηριασμός της σημερινής Κυπριακής Δημοκρατίας, εξαιτίας της τουρκικής κατοχής, είναι πολύ σχετικό μέγεθος γιατί σε κάθε περίπτωση στο τμήμα αυτό του εδάφους του νησιού αντιστοιχεί ο τουρκοκυπριακός και ο de facto τουρκικός πληθυσμός των εποίκων που είναι πλέον δεύτερης και τρίτης γενιάς. Άρα σε κάθε περίπτωση το σύνολο του κυπριακού εδάφους δεν μπορεί να ανήκει μόνο στους ελληνοκύπριους.
Στη βάση, λοιπόν, της αρχής της αναλογικότητας, εάν υπάρξει μια διευθέτηση στο εδαφικό που θα κατεβάσει το τουρκικό εδαφικό ποσοστό στο 25-30% του νησιού, θα ήταν η ιδανική αναλογία σημερινού πληθυσμού και εδάφους.
Εκτός αν κάποιος προτείνει την απομάκρυνση από το νησί των Τουρκοκυπρίων και όσων Τούρκων έχουν ενσωματωθεί σε αυτό τον πληθυσμό. Μην ξεχνάμε ότι το 1974 υπήρχε – ανεξαρτήτως αιτίων και συνθηκών – μια στρατιωτική ήττα για την ελληνική πλευρά.
Όλα αυτά τα χρόνια, και παρά την πολεμική ήττα, η ελληνική διπλωματία κατάφερε να περιχαρακώσει και να εγκλωβίσει γεωγραφικά και πολιτικά τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής.
Από ‘κει και πέρα, δηλαδή πέρα από το εδαφικό, αρχίζει το ξήλωμα, στο βωμό της λύσης, των δικαιωμάτων της ελληνοκυπριακής πλευράς και η επέκταση των συνεπειών της τουρκικής εισβολής στο σύνολο του εδάφους της Κύπρου. Αυτό γιατί σε όλα τα άλλα ζητήματα δίνει η ελληνική πλευρά για να πάρει μια υποτιθέμενη λύση.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι τι κράτος, με τι υπόσταση, τι ισχύ και τι ασφάλεια θα προκύψει μετά από μια λύση, σύμφωνα με όσα συζητούνται και όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Δηλαδή, το κράτος αυτό θα έχει τουλάχιστον τα χαρακτηριστικά που έχει σήμερα η έστω και λαβωμένη εδαφικά κυπριακή δημοκρατία;
Αν δεν τα έχει κατ’ ελάχιστον αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να καταλυθεί το σημερινό κυπριακό κράτος και στη θέση του να προκύψει ένα προτεκτοράτο είτε της ΕΕ είτε του ΝΑΤΟ, είτε των πετρελαϊκών πολυεθνικών, είτε της Τουρκίας υπό την ομηρεία της οποία θα τελεί.
Γιατί τέτοιο θα είναι αν δεν έχει στρατό και πρωτογενές δικαίωμα άμυνας και ασφάλειας. Εκτός αν είναι ένα κράτος με δύο στρατούς έναν ελληνοκυπριακό και έναν τουρκοκυπριακό. Βέβαια, υπάρχει και η εκδοχή ενός μικτού στρατού. Ας δούμε και το παράδειγμα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Όμως αλήθεια, υπάρχει κανείς που πιστεύει, ότι η Τουρκία θα παραιτηθεί από τα στρατηγικά της συμφέροντα στην Κύπρο, για την διεκδίκηση των οποίων χρησιμοποιεί την τουρκοκυπριακή μειονότητα; Εκτός εάν υποστεί γενικευμένη ήττα αλλά προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν υπάρχει.
Ως προς της Ελλάδα: Σε περίπτωση τέτοιας «λύσης» του Κυπριακού, θα υπάρχουν σοβαρές συνέπειες για την Ελλάδα στο γεωπολιτικό πεδίο. Πρώτα απ’ όλα θα πάψει να υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία σαν προνομιακός εταίρος της και σαν ντεφάκτο δεύτερο ελληνικό κράτος.
Είναι προφανές ότι τα τρίγωνα συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, ακυρώνονται ή στην καλύτερη περίπτωση τελούν υπό τουρκική έγκριση και ομηρεία μέσω της τουρκοκυπριακής εξουσίας στο νέο κυπριακό κράτος.
Η ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο παύει με μιας να υπάρχει.
Η ενεργειακή στρατηγική της Ελλάδας και η προοπτική δημιουργίας αγωγών μεταφοράς στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας του φυσικού αερίου της νοτιοανατολικής Μεσογείου (Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου) ακυρώνεται ή στην καλύτερη περίπτωση τελεί υπό την έγκριση και με τους όρους της Τουρκίας.
Το ενδεχόμενο διευθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου παύει να υπάρχει. Η Ελλάδα παύει να έχει ένα κράτος συμπαραστάτη στην ΕΕ και άλλα διεθνή φόρα.
Για το θέμα των εγγυήσεων: Το σωστό θα ήταν να θέτει ζήτημα εγγυήσεων και ασφάλειας η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, δηλαδή της πλήρους αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων, η πλευρά που θα τελούσε σε καθεστώς ανασφάλειας θα ήταν η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Ας δούμε συγκεκριμένα το σκηνικό που θα διαμορφωθεί:
Σε ένα ενιαίο κράτος της Κύπρου, χωρίς ξένα στρατεύματα, το πιθανότερο είναι αυτό το κράτος να είναι και αποστρατιωτικοποιημένο, όπως πρόβλεπε το σχέδιο Ανάν, δηλαδή διάλυση της Εθνικής Φρουράς και αποχώρηση της ΕΛΔΥΚ.
Αν λοιπόν προκύψει ένα ζήτημα, μια τουρκική στρατιωτική επέμβαση θα ήταν υπόθεση ενός απλού στρατιωτικού περιπάτου και τότε δεν υπάρχει κανένας να ρίξει έστω και μια ντουφεκιά για την τιμή των όπλων.
Αυτό λοιπόν που απαιτείται είναι εγγυήσεις για την ελληνική πλευρά.
Η μόνη σοβαρή, αξιόπιστη και αποτελεσματική εγγύηση για την ασφάλεια μιας χώρας, ακόμα και μικρής, είναι η δική της πρωτογενής στρατιωτική ισχύς που μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά σε συνδυασμό με τις συμμαχίες που θα έχει και τους γενικότερους συσχετισμούς.
Συμπερασματικά η μόνη ρεαλιστική διαπραγμάτευση που μπορεί να γίνει για το Κυπριακό είναι αυτή για το εδαφικό, όπου η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πάρει πίσω κάποια εδάφη δίνοντας ως αντάλλαγμα στην τουρκική πλευρά εξουσίες στο δικό της όμως τμήμα, που σήμερα τελεί υπό καθεστώς μη διεθνούς αναγνώρισης, και όχι στο σύνολο της Κύπρου.
Από ‘κει και πέρα καμία υποχώρηση στο σημερινό κεκτημένο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ακόμα και σε μια χαλαρή συνομοσπονδία, απαραίτητη προϋπόθεση για κατοχύρωσης του κεκτημένου της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ένας μοναδικός και απαράβατος όρος για το τουρκοκυπριακό τμήμα, να υπάρχει έλεγχος των πληθυσμιακών ροών και της μετανάστευσης από την Τουρκία, πράγμα που θα ισχύει και για την ελληνοκυπριακή πλευρά και την Ελλάδα.
Σε αντίθετη περίπτωση ολόκληρη η Κύπρος θα μετατραπεί αργά ή γρήγορα σε τουρκική επαρχία.
Δεν είναι διχοτόμηση αυτό, καθώς αφήνει ανοιχτή την προοπτική προσέγγισης των δύο κοινοτήτων.
Πάντως, στο βαθμό που η όποια διχοτόμηση δεν οδηγεί στην ένωση του τουρκοκυπριακού τμήματος με την Τουρκία και υπάρχει έλεγχος των πληθυσμιακών ροών από την Τουρκία, είναι προτιμότερη από την ομηρεία του συνόλου της Κύπρου από την Τουρκία.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ