Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν: Ο θρύλος των αιθέρων του Α’ ΠΠ

Στις 2 Μαίου 1892 μια ευχάριστη αναστάτωση επικρατούσε στην οικία του βαρόνου Άλμπερτ φον Ριχτχόφεν, καθώς ακούγονταν τα κλάματα του γιου του.

 

Ο Επίλαρχος Ριχτχόφεν δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του. Κρατούσε στην αγκαλιά του τον γιό του, αυτόν που ήλπιζε ότι θα συνέχιζε την μακρόχρονη πολεμική παράδοση της οικογενείας τους.

Ο διάδοχος του βαρόνου έλαβε το όνομα Μάνφρεντ Άλμπερτ. Σε ηλικία 13 ετών ο Μάνφρεντ εισήχθη στο στρατιωτικό κολέγιο του Βάλστατ. Εκεί εκλήθη να αντιμετωπίσει την σκληρή πειθαρχία της σχολής. Από εκεί θα αποφοιτούσε ένας τέλειος στρατιώτης.

Τελικά, αφού φοίτησε και στη στρατιωτική σχολή του Γκρος Λίχτερφελντε και στη σχολή πολέμου του Βερολίνου, ονομάστηκε, το 1912, υπίλαρχος και τοποθετήθηκε σε σύνταγμα Ουλάνων (λογχοφόρων).

 




 

Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έδρασε για λίγο στο ρωσικό μέτωπο και κατόπιν πολέμησε στο Δυτικό.

Στα τέλη Μάιου του 1915 ο Μάνφρεντ μαζί με άλλους 30 υποψηφίους παρουσιάστηκε στην Εκπαιδευτική Αεροπορική Μονάδα υπ’ αρίθμο 7, στην Κολωνία. Εκεί θα ελάμβανε την ειδικότητα του ιπταμένου παρατηρητή.

Στις 21 Ιουνίου, μετά το πέρας της εκπαίδευσής του, ήρθε η διαταγή τοποθέτησής του σε μάχιμη μονάδα.

Αυτή ήταν η Αεροπορική Μονάδα 69, η οποία υποστήριζε τις επιχειρήσεις της 11ης Στρατιάς του φον Μάκενσεν, στο ρωσικό μέτωπο.




 

Κατόπιν μετατέθηκε στο Δυτικό Μέτωπο και πάλι. Το φθινόπωρο του 1915 όμως αποφάσισε να μάθει να πετά! Τα Χριστούγεννα είχε πλέον πτυχίο χειριστή.

Ο Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν υπήρξε πολύ τυχερός στην αρχή της σταδιοδρομίας του ως χειριστής καταδιωκτικών, αφού βρέθηκε δίπλα στους πρωτοπόρους άσσους των αιθέρων τους Μπέλκε και Ίμμελμαν.

Οι δύο αυτοί άσσοι υπήρξαν από κάθε άποψη τα πρότυπα του. Όχι μόνο γιατί ήταν άριστοι κυνηγοί των ουρανών, αλλά και γιατί , λόγω της νεότητας του όπλου στο οποίο υπηρετούσαν, η δράση τους ετύγχανε άμεσης αναγνώρισης τόσο από τον Κάιζερ, όσο και από τους πολλούς ανώνυμους Γερμανούς πολίτες.

 




 

Ο Ριχτχόφεν μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο χειριστών του Ντέμπεριτς τοποθετήθηκε στην 8η Μοίρα της 2ης Πτέρυγας , η οποία στάθμευε στην περιοχή του Μετς.

Στις γύρω μοίρες άρχισαν στο μεταξύ να συγκεντρώνονται και τα άλλα «αστέρια» της γερμανικής αεροπορίας, όπως ο Όσβαλντ Μπέλκε και ο αδερφός του Βίλχελμ, ενόψει της επιθέσεως στο Βερντέν.

Όπως ήταν φυσικό, ως νέος χειριστής, ο Μάνφρεντ δεν θα πετούσε με ένα από τα πολύτιμα μονοπλάνα της Fokker αλλά με ένα παλαιό, διθέσιο Albatros B.

To αεροσκάφος αυτό δεν έφερε οπλισμό. Ο Μάνφρεντ όμως έπεισε τους μηχανικούς του να προσαρμόσουν ένα πολυβόλο στο άνω τμήμα της άνω πτέρυγας του διπλάνου, ώστε αυτό να μπορεί να βάλει πάνω από τον άξονα περιστροφής της έλικας.




 

«Όλοι γελούσαν», έγραφε αργότερα ο Ριχτχόφεν, «αλλά εγώ είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στον συνδυασμό».

Πραγματικά λίγες μόνο ημέρες αργότερα η έμπνευση του απέδωσε. Καθώς πετούσε κοντά στο οχυρό Νταουμόντ, κοντά στο Βερντέν, αντελήφθηκε ένα γαλλικό αναγνωριστικό να υπερίπταται των φίλιων θέσεων.

Αμέσως βύθισε το Albatros και κατευθύνθηκε εναντίον του. Ο παρατηρητής του ετοιμάστηκε να πυροβολήσει μόλις ο Μάνφρεντ τον έφερνε στην κατάλληλη γωνία.

 




 

Με έκπληξη όμως διαπίστωσε ότι ο χειριστής του κινείτο κατευθείαν προς το γαλλικό αεροσκάφος και έβαλε συνεχείς ριπές με το πολυβόλο.

Ξαφνικά το γαλλικό αεροσκάφος άρχισε να βγάζει καπνό. Έκανε μια απότομη στροφή προς το έδαφος, έπεσε σε περιδίνηση και τελικά «καρφώθηκε» στο έδαφος φλεγόμενο.

Ήταν η πρώτη νίκη του σε αερομαχία, η οποία όμως δεν του αναγνωρίστηκε αφού δεν ήταν δυνατό να επιβεβαιωθεί.




 

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1916, μία μόλις ημέρα μετά την παραλαβή από την μοίρα των πρώτων έξι Albatros D I, ο Μπέλκε απογειώθηκε από τη βάση, επικεφαλής πέντε ακόμα αεροσκαφών.

Στο κόκπιτ ενός Albatros βρισκόταν και ο Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν. «Είμασταν όλοι νέοι χειριστές, χωρίς καμιά επιβεβαιωμένη κατάρριψη. Ακούγαμε σαν προσευχή του λόγους του Μπέλκε», διηγείτο αργότερα ο Μάνφρεντ.

Κάποια στιγμή ο Μπέλκε εντόπισε εχθρικά αεροσκάφη και άφησε τους «αετούς» του να επιτεθούν. Ο ίδιος παρέμεινε πίσω τους, έτοιμος να τους καλύψει.




 

Ο Μάνφρεντ επιτέθηκε αμέσως σε ένα διθέσιο βρετανικό F.E.2b. Ο Βρετανός πιλότος, ο ανθυπολοχαγός Μόρρις, ήταν έμπειρος και με επιδέξιους ελιγμούς κατόρθωσε να αποφύγει τις τρείς πρώτες επιθέσεις του Ριχτχόφεν.

Την στιγμή όμως που ήταν βέβαιος ότι είχε αποφύγει το Albatros, αυτό εμφανίστηκε από το πουθενά στην ουρά του και από μικρή απόσταση άνοιξε πυρ.

Τα πολυβόλα του Ριχτχόφεν κροτάλισαν και ξαφνικά ο κινητήρας του εχθρικού αεροσκάφους έπαψε να λειτουργεί. Ο Βρετανός παρατηρητής, ήδη νεκρός, είχε σταματήσει να βάλει.

 




 

Αν και με τον κινητήρα του εκτός λειτουργίας, ο Βρετανός χειριστής κατόρθωσε να προσγειώσει το αεροσκάφος του στις γερμανικές γραμμές.

Ο Ριχτχόφεν τον ακολούθησε και προσγειώθηκε κοντά του, τόσο αδέξια μάλιστα που παραλίγο και θα κατέστρεφε το καινούργιο του Αlbatros.

Έφτασε δίπλα στο εχθρικό σκάφος τη στιγμή που Γερμανοί στρατιώτες τραβούσαν έξω τον νεκρό παρατηρητή και τον ετοιμοθάνατο χειριστή.

Ήταν η πρώτη του επιβεβαιωμένη κατάρριψη. Θα ακολουθούσαν άλλες 79.

Την Κυριακή 21η Απριλίου 1918 η μοίρα του Ριχτχόφεν βρισκόταν σε επιφυλακή. Το πρωινό η ορατότητα ήταν περιορισμένη.

Λίγες ώρες αργότερα όμως ο δυνατός ανατολικός άνεμος διέλυσε την ομίχλη. Γύρω στις 10.30 ο ήχος της τηλεφωνικής συσκευής τάραξε τον Γερμανό τηλεφωνητή.

 




 

«Βρετανικά αεροσκάφη πλησιάζουν», έλεγε το μήνυμα. Οι χειριστές έτρεξαν στα αεροσκάφη τους. Τα τριπλάνα Fokker Dr. I ζωντάνεψαν.

Οι κινητήρες τους τέθηκαν σε λειτουργία και ένα προς ένα άρχισαν να τροχοδρομούν και να απογειώνονται. Επικεφαλής ενός σμήνους τέθηκε φυσικά ο ίλαρχος Ριχτχόφεν. Πετούσε με το κόκκινο τριπλάνο 425/17. Ξάφνου εντόπισαν τον εχθρό και του επιτέθηκαν.

Ο Χανς Ιωακείμ Βολφ, ένας από τους χειριστές που πετούσε πλάι στον Ριχτχόφεν περιγράφει τη σκηνή : «Δεν είχαμε καλά-καλά φτάσει στην περιοχή γύρω από το Χαμέλ, όταν είδαμε επτά βρετανικά Sopwith Camel.

Εκτός από τα πέντε αεροσκάφη του σμήνους μας υπήρχαν και αεροσκάφη της Jasta (Μοίρας) 5, σε κάποια όμως απόσταση από εμάς. Σε αυτά επιτέθηκαν άλλα επτά Camel. Ένα ή δύο από αυτά ήρθαν καταπάνω μας. Άρχισε η μάχη.




 

Κατά τη διάρκεια της μάχης είδα τον κύριο Ίλαρχο κοντά μου.

Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε βάλλει…ξαφνικά είδα το κόκκινο αεροσκάφος να βάλει εναντίον ενός Camel το οποίο βυθίστηκε και έφυγε προς τα δυτικά…κοίταξα μακριά και είδα τον κύριο Ίλαρχο να πετά χαμηλά πάνω από τον ποταμό Σομ, ακολουθώντας τον Άγγλο…αναρωτήθηκα γιατί ο Ίλαρχος καταδιώκει έναν αντίπαλο τόσο μακριά εντός των εχθρικών γραμμών…κοίταξα ολόγυρα για τον Ίλαρχο αλλά είδα μόνο τον Κάργιους (άλλος χειριστής της Jasta11)….δεν υπήρχε κανένα ίχνος του Ιλάρχου».

Την επόμενη μέρα ο αξιωματικός αεροπορικών επιχειρήσεων της στρατιάς ενημέρωσε τους πιλότους της Jasta ότι ο διοικητής τους είχε μάλλον προσγειωθεί στις εχθρικές γραμμές.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα ο Ριχτχόφεν σκοτώθηκε γύρω στις 11.45 καταδιώκοντας το Sopwith Camel του υπολοχαγού Μέι. Μια βολίδα τον είχε πλήξει στην πλάτη και είχε φτάσει στην καρδία του κάνοντας την να πάψει να κτυπά.

Την τιμή για τον θάνατο του Ριχτχόφεν είχε μέχρι πρότινος ο Καναδός Λοχαγός Μπράουν. Σύμφωνα με ένα άλλο ενδεχόμενο ο Ριχτχόφεν δέχθηκε τη θανάσιμη βολίδα από τα πυρά εδάφους.

 




 

Η νεκροψία δεν διαφώτισε την κατάσταση, καθώς η γωνία εισδοχής της βολίδας δεν μπορούσε να αναγκάσει τους ειδικούς να καταλήξουν σε ακριβή συμπεράσματα. Όποια πάντως και αν ήταν η αλήθεια σημασία είχε ως ο «αθάνατος» Ριχτχόφεν ήταν νεκρός. Οι σύντροφοι του πίστευαν πως είχε αιχμαλωτιστεί.

Από την αυταπάτη του έβγαλαν οι Βρετανοί, όταν μερικές μέρες αργότερα έριξαν στις γερμανικές γραμμές ένα μήνυμα που ανέφερε τον θάνατο του, καθώς και φωτογραφίες από την πραγματικά τιμητική νεκρώσιμη τελετή.

Ακολούθησε επίσημη τελετή και στο Βερολίνο προς τιμή του μεγάλου νεκρού. Μετά τη λήξη της ανθρωποσφαγής η σορός του μεταφέρθηκε στη Γερμανία. Ο μεγάλος πολεμιστής των αιθέρων αναπαύτηκε τελικά για πάντα.

 




 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ