Η μάχη της Πελαγονίας (Καστοριάς) 1259

Η μάχη της Πελαγονίας αποδείχτηκε καταλυτική για τις ελληνικές δυνάμεις της Νίκαιας και την μετέπειτα  ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης

 

Γράφει ο Έκτωρ – Ευάγγελος Χαρατσής*

Το σωτήριο έτος 1258-9, η ελληνική επικράτεια ήταν κατακερματισμένη σε μικρές δεσποτείες, δουκάτα και πριγκιπάτα, φραγκικής ή ελληνικής προέλευσης.
Τα κυριότερα ήταν: το βυζαντινό δεσποτάτο της Ηπείρου με πρωτεύουσα την Άρτα, υπό την ηγεσία ενός κλάδου της οικογένειας των Αγγέλων-Κομνηνών-Δουκών, η βυζαντινή «Αυτοκρατορία» της Νίκαιας υπό την ηγεσία μελών αρχικά της οικογένειας Λάσκαρη-Δούκα και αργότερα της οικογένειας των Παλαιολόγων, το φραγκικό Πριγκιπάτο της Αχαϊας υπό τον Οίκο των Βιλλαρδουίνων και επίσης το φραγκικό δουκάτο Αθηνών-Θηβών υπό τον Οίκο των Ντε λα Ρος.

Η μάχη της Πελαγονίας διεξήχθη κοντά στην Καστοριά. Η νικηφόρα έκβασή της αποδείχτηκε καταλυτική για τις ελληνικές δυνάμεις της Νίκαιας και την μετέπειτα  ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261, από τα στρατεύματα του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου.
Η ιστορική πραγματικότητα της συγκεκριμένης εποχής είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκη καθώς μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204, οι πιο πολλοί περιφερειακοί ηγεμόνες Λατίνοι, Ρωμιοί (Βυζαντινοί), ή Σλάβοι συνδέονταν μεταξύ τους με γάμους άλλοτε εικονικούς άλλοτε ουσιαστικούς, οι οποίοι παράλληλα καθόριζαν και τις εφήμερες συμμαχίες των μικρών κρατιδίων τους.

Ο σημαντικότερος Φράγκος ηγεμόνας της εποχής εκείνης ήταν ο Γουλλιέλμος Βιλλαρδουίνος, ο οποίος είχε παντρευτεί την πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή Δούκαινα, κόρη του Μιχαήλ Β’ δεσπότη της Ηπείρου.
Ήταν ο αναμφισβήτητος ηγεμόνας της Πελοποννήσου (Μοριάς) και το παρατσούκλι του ήταν ο «μακρυδόντης», επειδή τα δόντια του λόγω έντονου προγναθισμού καβαλούσαν το κάτω χείλος του.

Διατηρούσε τον φεουδαρχικό τίτλο του επικυρίαρχου έναντι των υπόλοιπων υποτελών του Φράγκων βασσάλων, όπως των ηγεμόνων του δουκάτου Αθηνών –Θηβών και των Λομβαρδών, που είχαν κατακτήσει την Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου.
Παράλληλα, είχε μεριμνήσει για το κτίσιμο του περίφημου κάστρου του Μυστρά κοντά στην Σπάρτη, ώστε να αναγκάσει τους ανυπότακτους Μανιάτες του Ταϋγέτου να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του, ενώ το 1249, είχε κατορθώσει μετά από πολύχρονη πολιορκία τριών ετών, να καταλάβει το απόρθητο σχεδόν «υπερνεφελές» κάστρο της Μονεμβασιάς.

μεσαιωνική Ελλάδα
Μεσαιωνικός χάρτης Ελλάδας 1278 – Αν και ο συγκεκριμένος χάρτης είναι ύστερος της μάχης της Πελαγονίας, ωστόσο τα εδαφικά όρια των λατινικών ή ελληνικών κτίσεων δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά με εξαίρεση την επάνδρωση κάποιων στρατηγικών οχυρών όπως του Μυστρά και της Μονεμβασιάς..




Η φήμη του σπαθιού του ήταν τόσο μεγάλη στην δυτική Ευρώπη, ώστε του είχε επιτραπεί τιμητικά να στελεχώσει με περίπου 400 ιππότες τον σταυροφορικό στρατό του περίφημου Αγίου Λουδοβίκου, βασιλέα της Γαλλίας, ο οποίος το 1249-50 είχε ηγηθεί της αποκαλούμενης Ζ’ Σταυροφορίας κατά της μουσουλμανικής Αιγύπτου.
Επίσης, διατηρούσε το προνόμιο να «κόβει» νομίσματα ίδιας μορφής όπως τα περίφημα γαλλικά δουκάτα, γεγονός που ισχυροποιούσε την οικονομική δύναμη του κρατιδίου του.

Το φθινόπωρο του 1258, οι βυζαντινές δυνάμεις της Νίκαιας υπό την ηγεσία του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου και του δομέστικου Αλέξιου Στρατηγόπουλου, πέρασαν σε ευρωπαϊκά εδάφη και διαχείμασαν στην Μακεδονία έτοιμες να αντιμετωπίσουν την επόμενη άνοιξη, τις συμμαχικές δυνάμεις του Βιλλαρδουίνου και του δεσποτάτου της Ηπείρου.
Ο δεσπότης της Ηπείρου ήταν επίσης σύμμαχος με τον Μανφρέδο Χόχενστάουφεν βασιλιά της Σικελίας (1258-66), αφού ο τελευταίος είχε παντρευτεί την Ελένη, την μεγάλη κόρη του Βυζαντινού ηγεμόνα της Ηπείρου. Ως ένδειξη της φιλίας του, ο Μανφρέδος είχε στείλει στο λιμάνι του Αυλώνα μία αξιόμαχη δύναμη 400 Γερμανών ιπποτών επιβεβαιώνοντας την τριπλή συμμαχία του Βασιλείου της Σικελίας, του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του Πριγκιπάτου της Αχαϊας εναντίον της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας.

Οι συγκεκριμένοι Γερμανοί πολεμιστές φημίζοντο για τον τρόπο που μάχοντο, καθώς σχημάτιζαν έφιππες «σφήνες», απομίμηση ουσιαστικά των άλλοτε τακτικών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με τις οποίες συνέτριβαν εύκολα τις αντίπαλες δυνάμεις στο πεδίο της μάχης.
Ειδικότερα έφεραν ενισχυμένη θωράκιση πανοπλίας καθώς επένδυαν με τμήματα ενισχυμένων μεταλλικών πλακών τα αλυσοχιτώνια τους, γεγονός που αποτελούσε στρατιωτική καινοτομία για τον τρόπο του μάχεσθαι της εποχής εκείνης!

Την Άνοιξη του 1259, ο στρατός της Νίκαιας προέλασε ταχύτατα κατά μήκος της Εγνατίας Οδού καταλαμβάνοντας τα σημαντικά οχυρά της Οχρίδας και της Δεάβολης. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος.
Ο δεσπότης Μιχαήλ της Ηπείρου αναγκάστηκε να αναδιπλώσει τις δυνάμεις του, συνολικά περίπου 15.000 άντρες, που βρίσκονταν κατασκηνωμένοι στην ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς.
Μαζί με τις δυνάμεις του νόμιμου υιού του Νικηφόρου και τους Βλάχους ιππείς του νόθου υιού του, Ιωάννη Δούκα της Θεσσαλίας, υποχώρησαν βιαστικά, αναζητώντας ουσιαστικά καταφύγιο στην απρόσιτη οροσειρά της Πίνδου, έτσι ώστε να προσεγγίσουν το ισχυρό άγημα του Μανφρέδου, που βρισκόταν ακόμα στον Αυλώνα.

Φράγκος ευγενής
Έργο του Angus Mc Bride, από το βιβλίο Η Ουγγαρία και η πτώση της Ανατολικής Ευρώπης (1000-1568), Εκδόσεις Osprey.
Εικονίζεται Φράγκος ευγενής (αριστερά) να αντιμετωπίζει (δεξιά) Βυζαντινούς επίλεκτους μαχητές. Οι Έλληνες στρατιώτες φέρουν στρογγυλές ασπίδες, κωνικά μυτερά κράνη ανατολικής προέλευσης και κυρτά σπαθιά. Αντίθετα ο Φράγκος, πολεμιστής φέρει μακρύ ξίφος, κράνος δυτικού τύπου, με ειδική βάση προσαρμογής για να στηρίζει βαρελοειδούς τύπου μεγάλο κράνος. Φέρει επίσης περικνημίδες από ενισχυμένο δέρμα, και αλυσοχιτώνιο κάτω από τον έγχρωμο επενδύτη του, στο οποίο επαναλαμβάνει τα «χρώματά» της ασπίδας και του οικόσημού του.




Παράλληλα, ο Βιλλαρδουίνος επικεφαλής του ενωμένου φραγκικού στρατού της Πελοποννήσου και των υποτελών του (Θήβας, Εύβοιας, νησιών Αιγαίου), μίας δύναμης περίπου 15.000 αντρών, έσπευσε να διασχίσει τον Κορινθιακό κόλπο στη Ναύπακτο και στη συνέχεια να κατευθυνθεί προς την Ελασσόνα της Θεσσαλίας, για να ενωθεί με τον στρατό των Ηπειρωτών και των Γερμανών συμμάχων του.
Απέναντί τους βρίσκονταν οι ευέλικτες αλλά μικρότερες σε μέγεθος δυνάμεις της Νίκαιας, αποτελούμενες από περίπου 10.000 άντρες στελεχωμένους με έφιππα τμήματα Ούγγρων, Σέρβων, Βούλγαρων, Τούρκων και Κουμάνων ιππέων, ενισχυμένων με τοξότες και βοηθητικό ελαφρύ πεζικό.

Οι ιστορικές πηγές δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές σχετικά με την ακριβή πορεία της τελικής μάχης και τις λεπτομέρειες της, ωστόσο είναι δεδομένο ότι οι Έλληνες της Ηπείρου δεν εμπιστεύονταν τους Φράγκους του Βιλλαρδουίνου, ούτε τους Γερμανούς του Μανφρέδου.
Αν και στο πρώτο στάδιο της ανοιξιάτικης εκστρατείας ο αυτοκρατορικός στρατός της Νίκαιας είχε κυριαρχήσει, εντούτοις, η έλευσις των δυνάμεων των Φράγκων και των Γερμανών, θεωρητικά μετατόπιζε την ισχύ προς το στρατόπεδο των Ηπειρωτών.
Ιστορικά οι Βυζαντινοί δυσκολεύονταν να νικήσουν τους σιδηρόφρακτους βαριά οπλισμένους Φράγκους ιππείς, που δέσποζαν σαν «άρματα μάχης» στις συγκρούσεις της εποχής εκείνης.

Η μάχη της Πελαγονίας διεξήχθη στο σημερινό οροπέδιο Άργους Ορεστικού-Μεσοποταμίας σε μία περιοχή την οποία ο ιστορικός Ακροπολίτης αναφέρει ως λόγγο Βορίλλα πλησίον της Καστοριάς.
Για να αντιπαρέλθει του τακτικού πλεονεκτήματος των Φράγκων ιππέων, ο Ιωάννης Παλαιολόγος προφύλαξε το ολιγάριθμο βαρύ ιππικό του αναπτύσσοντας το σε παρακέιμενους λόφους, ενώ διέταξε το ελαφρύ ασιατικό ιππικό του και τους Ούγγρους ιπποτοξότες του να εφαρμόσουν τις κλασσικές τακτικές επίθεσης φθοράς και σύντομης αποχώρησης (hit and run), που ήταν διαδεδομένες στις συγκρούσεις των νομαδικών λαών της ασιατικής στέππας!

Σύμφωνα με τις αντικρουόμενες ιστορικές πηγές στο στρατόπεδο των Ηπειρωτών-Φράγκων είχε επέλθει διάσπαση καθώς οι Φράγκοι ευγενείς του Μορέα είχαν προσβάλλει με πρόστυχα υπονοούμενα την τιμή της Βλάχας συζύγου του νόθου Ιωάννη Δούκα της Θεσσαλίας.

Ο νεαρός αριστοκράτης αποφάσισε να αυτομολήσει εγκαταλείποντας τον συνασπισμό της Ηπείρου και προσχωρώντας στις δυνάμεις της Νίκαιας αποφασισμένος να εκδικηθεί παραδειγματικά τους Φράγκους ευγενείς.
Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι οι Ηπειρώτες είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι ενδεχόμενη νίκη των Φράγκων θα σήμαινε και το δικό τους τέλος ως κρατίδιο, οπότε αποφάσισαν να ακολουθήσουν μία νέα πολιτική. Έτσι και ο δεσπότης Μιχαήλ Β’ απέσυρε τα στρατεύματα του προς την οχυρωμένη περιοχή Πρίλαπος (Πρίλεπ) στα εδάφη των σημερινών Σκοπίων, κίνηση που είχε προβλεφθεί από τον Παλαιολόγο.

Η προδοτική τακτική των Ηπειρωτών έγινε αντιληπτή και από τον Βιλλαρδουίνο ο οποίος προς στιγμή στο στρατιωτικό Συμβούλιο των Φράγκων πριν την μάχη, πρότεινε στους βαρώνους του να αποσυρθούν στον Μορέα, όμως ο πολεμοχαρής ευγενής Γοδεφρείδος ντε Μπρυγέρ ξακουστός βαρώνος της Καρύταινας και ανιψιός του Γουλλιέλμου παρότρυνε τον θείο του και τους υπόλοιπους Φράγκους ευγενείς να επιτεθούν χωρίς φόβο ώστε να συνθλίψουν το άθλιο στράτευμα και τον συρφετό των «Γρυπών»-μίας προσβλητικής φράσης κατά των Ελλήνων- τους οποίους θεωρούσε κατώτερους από σκυλιά σε επίπεδο πολεμικής αξίας.

ΒΔ Ελλάδα
Χάρτης βορειοδυτικής Ελλάδας.
Η μεσαιωνική μάχη της Πελαγονίας 1259, διεξήχθη στην ευρύτερη πεδιάδα της περιοχής Άργος Ορεστικού. Οι διάφορες φάσεις της εκστρατείας αλλά και της συγκεκριμένης μάχης, διεξήχθησαν συνολικά σε περιοχές που είναι σήμερα κατανεμημένες στον ελλαδικό χώρο αλλά και σε γειτονικά κράτη.




Στην αποφασιστική μάχη που ακολούθησε οι Τούρκοι, οι Κουμάνοι και οι ευέλικτοι Ούγγροι ιπποτοξότες του αυτοκρατορικού στρατού της Νίκαιας αποδεκάτισαν με συνεχείς βολές τα άλογα των δυσκίνητων Φράγκων και των Γερμανών ιπποτών, οι οποίοι αναγκάζονταν να ξεπεζέψουν για να αντιμετωπίσουν τα στίφη των Ασιατών μισθοφόρων του Παλαιολόγου.
Οι Νικαιώτες ιππείς απέφυγαν έξυπνα την κατά μετωπο σύγκρουση στην οποία δεν θα είχαν καμία τύχη και με μεθοδικότητα και υπομονή λύγισαν το σθένος των απελπισμένων Φράγκων, οι οποίοι δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες «άνανδρες» συγκρούσεις εξ’ αποστάσεως. Πάνω στα μικρόσωμα άλογα τους ράντιζαν με αιχμηρά βέλη τους θωρακισμένους ιππότες που δεν είχαν τρόπο διαφυγής.

Ο φραγκικός στρατός αποσυντέθηκε και ο πληγωμένος ελαφρά Βιλλαρδουίνος συνελήφθη ενώ κρυβόταν ταπεινωμένος σε μία θημωνιά με ξερά σπαρτά, ανίκανος να αποδεχτεί ότι αυτός, ο μεγαλοπρεπής πολέμαρχος, είχε ηττηθεί από ολιγάριθμους αντιπάλους.
Έμεινε αιχμάλωτος στη Νίκαια επί δύο χρόνια αρνούμενος να πληρώσει λύτρα στους Έλληνες για την απελευθέρωσή του, μέχρι που το 1261, οι Νικαιώτες ανακατέλαβαν την Πόλη!
Τον επόμενο χρόνο αποδεχόμενος την αναμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή του Παλαιολόγου και με την σύμφωνη άδεια του Συμβουλίου των ευγενών της Αχαϊας, δέχτηκε να παραχωρήσει στους Βυζαντινούς τρία κομβικά κάστρα στην γη της Λακωνίας: εκείνα της Μονεμβασιάς, του Μυστρά και της Μεγάλης Μαϊνης, σηματοδοτώντας την τελική φάση ανόδου και πτώσης της βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της δυναστείας των Παλαιολόγων.

*Ο Έκτωρ – Ευάγγελος Χαρατσής είναι υποψήφιος διδάκτορας εγκληματολογίας στο τμήμα της Νομικής Αθήνας. Έχει M. Sc. στην Ανακριτική Ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ (2000), ενώ έχει διδάξει το μάθημα της ανακριτικής στην Σχολή Αξιωματικών της ΕΛ. ΑΣ. (2001-2004).

Έχει γράψει τα βιβλία “Εκατονταετής Πόλεμος 1337-1453”, “Οι Οθωμανοί κατακτούν τα Βαλκάνια 1340-1540”, “Η Εκστρατεία του Βατερλώ”, ενώ συμμετείχε στην συγγραφική ομάδα του βιβλίου “Η Ρωσική Εκστρατεία του 1812”.

Βιβλιογραφία

  • Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα-Ουίλλιαμ Μίλλερ, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1997.
  • Το Πριγκιπάτο του Μορέως Δημήτριου Κατσαφάνα, Εκδόσεις ΙΔΙΟΜΟΡΦή, 2003.



ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ