Ο Ρακοσυλλέκτης, η τουριστική πράκτορας κι ο έμπορος χαλιών στη Σμύρνη – Μια ελληνική ιστορία κατασκοπείας

ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία για ταινία, ένα κατασκοπευτικό “στόρι” χωρίς James Bond.

Είναι κάτι που συνέβη εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στην πολύπαθη Σμύρνη με πρωταγωνιστές Έλληνες και Τούρκους, με πρόσημο εθνικό κι από τις δύο πλευρές και κυρίως με σεβασμό στις αξίες του ανθρωπισμού, αν ποτέ είναι δυνατό να ειπωθεί κάτι τέτοιο για “κατασκοπευτικές ιστορίες”.

Πρωταγωνιστές της ιστορίας μας είναι μια ομάδα Ελλήνων στρατιωτικών και πολιτών και μια ομάδα Τούρκων πρακτόρων της ΜΙΤ. Όπως είπαμε συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του ’90, τότε που όπως και τώρα το Αιγαίο μύριζε …μπαρούτι. Οι επιλογές του Ανδρέα Παπανδρέου στα θέματα της εθνικής ασφάλειας υπήρξαν πάντα αξιόλογες. Έτσι και η επιλογή του Ναυάρχου Λεωνίδα Βασιλικόπουλου που ανέλαβε τις τύχες της ΕΥΠ το 1993 κι έμελε να είναι ο τελευταίος στρατιωτικός που διετέλεσε διοικητής της υπηρεσίας. Υποδιοικητής ανέλαβε ένας επίσης εξαιρετικός αξιωματικός ο Υποστράτηγος Χρήστος Δενδραμής. Μετά από μια περίοδο (1989 – 1993) κατά την οποία η ΕΥΠ πιο πολύ “νοιαζόταν” για το σκάνδαλο Κοσκωτά παρά για τις εξωτερικές απειλές, ο Ναύαρχος Βασιλικόπουλος προέβη σε βαθιές τομές κι ανέπτυξε συστηματική δράση, κυρίως σε οτιδήποτε αφορούσε την Τουρκία αλλά και τα Βαλκάνια εν γένει (βλ. Ερζεγοβίνη).

Μια από τις δράσεις του, η οποία καλώς έως και σήμερα δεν έχει γίνει ευρέως γνωστή, κάτω από τη μύτη των συμμάχων χωρών του ΝΑΤΟ, ήταν να δημιουργήσει, να εκπαιδεύσει και να δώσει αποστολές σε μικρές ομάδες (νεαρών κυρίως) στελεχών με πατριωτικό φρόνημα. Αυτές οι ομάδες, που δρούσαν στα όρια της νομιμότητας ενίοτε, υπήρξαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές, ενώ δε συνδέονταν απευθείας με την κεντρική υπηρεσία, κυρίως λόγω των “συμμαχικών” παρεμβάσεων ( κι ο νοών νοείτω).

Ένα καλοκαιράκι, να κάτι σαν σήμερα, μια από αυτές τις ομάδες ανέλαβε μια 7ήμερη αποστολή στη Σμύρνη. Αποτελούμενη από έναν έμπορο χαλιών, μια τουριστική πράκτορα, έναν καλλιτεχνικό φωτογράφο και μια δημοσιογράφο life style περιοδικού είχε αποστολή να συλλέξει χρήσιμες πληροφορίες για εκπαιδευτικές και επιχειρησιακές δραστηριότητες μονάδων και υπηρεσιών της 4ης Τουρκικής Στρατιάς.

Αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, έκανε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη διαμονή της, πήγε τις βόλτες της στην παραλία της Σμύρνης και την επόμενη μέρα πήγε να συναντήσει το σύνδεσμο της στην πόλη, έναν Τούρκο (;) ρακοσυλλέκτη, λίγο έξω από την πόλη. Ο έμπορος χαλιών και οι δύο εκπρόσωποι του Τύπου δεν πήγαν στη συνάντηση, αλλά περιηγήθηκαν στα αξιοθέατα που βρίσκονταν κι αυτά λίγο έξω από την πόλη με ένα τοπικό οδηγό, φίλο του ρακοσυλλέκτη. Αφού έβγαλαν αρκετές φωτογραφίες, έφαγαν και ήπιαν, γύρισαν το βραδάκι στην πόλη και βρήκαν εκεί όλους τους άλλους δύο.

Την επόμενη μέρα, οι εκπρόσωποι του Τύπου μαζί με την τουριστική πράκτορα πήγαν να φωτογραφήσουν τουριστικούς προορισμούς και να συζητήσουν με επιχειρηματίες της περιοχής για επαγγελματικές συνεργασίες. Ο έμπορος χαλιών περιηγήθηκε στην πόλη για να δει ενδιαφέροντα καταστήματα για την εργασία του αλλά και να συναντηθεί με 1-2 ανθρώπους, γνωστούς του ρακοσυλλέκτη, για να συζητήσουν για κοινωνικά θέματα, να ανταλλάξουν απόψεις και δώρα (μια φωτογραφική μηχανή, μια κάμερα λήψης βίντεο, κι κάποια άλλα μικροδωράκια). Το περίεργο στην όλη ιστορία ήταν πως όπου και να πήγε ο έμπορος χαλιών τον κεράσανε κι από κάτι, πράγμα που φαινόταν φυσικό στην αρχή για όσους γνωρίζουν την τουρκική κουλτούρα.

Κατά το βραδάκι, ο έμπορος χαλιών πήγε να βρει έναν επιχειρηματία – εισαγωγέα για να μιλήσουν για εμπορικά θέματα. Τη συνάντηση την είχε κλείσει το ίδιο πρωί σε ένα από τα καταστήματα που είχε πάει. Το ραντεβού ήταν ορισμένο για τις 9 σε συγκεκριμένο και πολυσύχναστο εστιατόριο της πόλης. Όμως αντί να έρθει ο επιχειρηματίας ήταν εκεί δύο Τούρκοι αστυνομικοί με πολιτικά (έδειξαν τις υπηρεσιακές τους ταυτότητες) οι οποίοι παρακάλεσαν τον έμπορο χαλιών να τους ακολουθήσει.

Παρά την αρχική του έκπληξη, ο έμπορος χαλιών, με πολύ άνεση και χωρίς καμία αντίδραση τους ακολούθησε, μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν για άγνωστη κατεύθυνση. Αποβιβάστηκαν σε έναν μεγάλο αστυνομικό σταθμό, μετά από περίπου μιάμιση ώρα κι εκεί αφού ζητήθηκαν από τον έμπορο χαλιών τα ταξιδιωτικά του έγγραφα, του ανακοινώθηκε που θα “έμενε” μαζί τους μέχρι να γίνει έλεγχος στα χαρτιά του. Εκείνο που δεν του είπαν ήταν πως ο έλεγχος θα διαρκούσε πέντε μέρες.

Έτσι ο έμπορος χαλιών μεταφέρθηκε σε μια κλειστή φυλακή, περίπου μια ώρα μακριά από τον αστυνομικό σταθμό, διαμαρτυρόμενος για την όλη κατάσταση (ήπια αλλά συστηματικά, όπως είχε μάθει). Παρέμεινε σε ένα κελί για 4 εικοσιτετράωρα το οποίο μοιράστηκε με άλλους τρεις. Δε μας είπε αν το κελί αυτό ήταν αρκετά ευρύχωρο και τι ανέσεις είχε, πάντως όταν απελευθερώθηκε την πέμπτη μέρα, ένιωσε πολύ καλύτερα.

Τον ξαναγύρισαν στην πόλη, εκεί απ’ όπου τον πήραν, κι ο έμπορος χαλιών επέστρεψε στο ξενοδοχείο του, απ’ όπου οι φίλοι τους είχαν φύγει. Βρήκε στο δωμάτιο του ένα σημείωμα στ’ αγγλικά που του έδινε οδηγίες για το τι θα έκανε από την ώρα εκείνη και μετά. Ένας φίλος του ρακοσυλλέκτη (και φαίνεται πως είχε πολλούς) τον συνάντησε λίγο αργότερα σε μια ταβέρνα, λέγοντας του πως τον πέρασε γι’ άλλον (οδηγία στο σημείωμα) αλλά τον ρώτησε 2-3 πραγματάκια και του είπε που τον περίμενε το εισιτήριο της επιστροφής.

Ο έμπορος χαλιών πήγε την επόμενη μέρα στο ταξιδιωτικό γραφείο για να πάρει το εισιτήριο κι εκεί βρήκε έναν Τούρκο ιχθυέμπορα που του είπε πως θα ταξίδευαν μαζί το απόγευμα.

Την επόμενη μέρα ο έμπορος χαλιών συναντήθηκε σ’ ένα νησί με τους φίλους του από το ταξίδι κι έφυγε φορτωμένος με πολλές “αναμνήσεις” για την Αθήνα όπου και τις παρέδωσε σε άλλους για να τις μοιραστεί μαζί τους και με την πεποίθηση πως η περιπέτειά του άξιζε.

Χρόνια μετά έμαθε πως η απελευθέρωση του οφειλόταν στους φίλους του ρακοσυλλέκτη, που όπως φαίνεται ήταν και πολλοί και καλοί αλλά και δυνατοί.

Η παραπάνω ιστορία μπορεί να είναι πραγματική ή φανταστική, γράφτηκε για να αποδοθεί τιμή στο Βασίλειο Γιαννόπουλο, τη σημαντική εθνική του δράση, το ρόλο που διαδραμάτισε αλλά και το γεγονός πως ουδέποτε διαφήμισε τις σπουδαίες υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα και το λαό της. Η μνήμη του θα είναι αιώνια χαραγμένη σε κείνους που τον γνώρισαν, ο συγκεκριμένος δε χρειάζεται φανφάρες και λόγια πολλά και παχιά. Του έφτανε η γεμάτη ζωή που πέρασε και η αναγνώριση από όλους.

“Αν τα πούμε τη Δευτέρα καλώς, ειδάλλως ραντεβού στον άλλο κόσμο”.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ