Η πορεία του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΑΓΚΥΡΑ

Μικρασιατική εκστρατεία. Σαν σήμερα, στις 29 Αυγούστου 1921, δόθηκε η τελευταία προ της Αγκύρας μάχη με πρωταγωνίστρια την Ι Μεραρχία.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Βλάχος, Αντιστράτηγος ε.α.

ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΗΡΩΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ!!!!

ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΕ ΓΚΡΟΤΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ  (Αύγουστος του 1921) –

Όσο προχωρούσε, όμως, ο Eλληνικός Στρατός (προς την Άγκυρα), τόσο – κι αυτό καθημερινά – γινόταν αντιληπτό το πόσο πρόχειρη ήταν από άποψη ψυχολογίας η απόφαση για την εκστρατεία.

Οι καταστάσεις στην πραγματικότητα ήσαν πιο περίπλοκες απ’ ότι στα χαρτιά. Ο δρόμος προς την Άγκυρα στρωνόταν με κορμιά – ελληνική ή τουρκικά αδιάφορο – που έμοιαζαν με πριονισμένους κορμούς δένδρων. Για ένα μαχητή που είχε πείρα της σκληρής πραγματικότητας ήταν πλέον εμφανές ότι οι εύκολες αποφάσεις και τα εύκολα συμπεράσματα μπορούν να αποδειχθούν επικίνδυνα.

Μπορεί ο ελληνικός στρατός, όπως είδαμε, να έφθασε ως το Πολατλή, αλλά οι δυσκολίες της εκστρατείας φάνηκαν από την πρώτη στιγμή. Συγκλονιστική η περιγραφή του πρίγκιπα Ανδρέα. Μία φράση αρκεί:

«Η Ταξιαρχία Ιππικού, ελλείψει πετάλων, είχε το ήμισυ των ίππων της άχρηστον, οι δε ιππείς αυτής εχρησιμοποιούντο ως πεζοί δια τας προφυλακάς, και το έτερον ήμισυ, ελλείψει κριθής  (κριθαριού) … και χόρτου (…) ήτο σχεδόν άχρηστον».

Τα προβλήματα έγιναν εντονώτερα μετά την 15η Αυγούστου. Την επομένη το απόγευμα ο στρατηγός Αλέξ. Κοντούλης, έστειλε τον Διευθυντή του 4ου Γραφείου Εφοδιασμού αντ/χη Γεώργιο Σπυρίδωνος στα μετόπισθεν να οργανώσει φάλαγγα ανεφοδιασμού. Ο ικανώτατος και προβλεπτικώτατος αυτός αξιωματικός παρέλαβε τρία εξοπλισμένα αυτοκίνητα, γύρισε πίσω και με απίστευτη δραστηριότητα, την επομένη μπήκε επικεφαλής μιας εφοδιοπομπής, την οποία αποτελούσαν 120 κατάφορτα αυτοκίνητα.

Δεν είχε, όμως, η φάλαγγα προχωρήσει ούτε 20 χλμ. όταν δέχθηκε επίθεση τμημάτων τουρκικού ιππικού. Η φάλαγγα διαλύθηκε αλλά δεν καταστράφηκε. Αντιστάθηκε και 70 αυτοκίνητα έφθασαν στον προορισμό τους. Τα 40 γύρισαν πίσω. Μόνο 10 καταστράφηκαν˙ οι οδηγοί και οι επιβαίνοντες οπλίτες σκοτώθηκαν. Όσο προχωρούσαν οι ημέρες και προχωρούσε βαθύτερα ο ελληνικός στρατός, τόσο γινόταν φανερό πως ο πιο επικίνδυνος εχθρός – πέρα από το έδαφος και το κλίμα – ήταν το τουρκικό ιππικό, που είχε αρχηγό έναν ικανώτατο αξιωματικό, τον Φαχρεντίν Αλτάν, που ήξερε να αιφνιδιάζει.

Εφάρμοζε την τακτική που είχε εφαρμόσει στο Μεξικό ο μεγάλος αντάρτης Πάντσο Βίλλα (ή Βίγια). Εμφανιζόταν απροσδόκητα εκεί όπου δεν τον περίμενε κανείς. Κι αυτό παρά λίγο να κοστίσει ακριβά. Ο Φαχρεντίν Αλτάν είχε πληροφορηθεί από κατασκόπους και αιχμαλώτους ότι στο χωριό Ουζούνμπεη οι Έλληνες είχαν δημιουργήσει αεροδρόμιο, οπότε ο κίνδυνος βομβαρδισμού της Άγκυρας ήταν προφανής. Οι πληροφοριοδότες του είχαν γελασθεί από την προσγείωση ενός αεροπλάνου που μετέφερε τον Αρχιστράτηγο Αναστ. Παπούλα και τον διάδοχο Γεώργιο στο εν λόγω χωριό.

Στις 15 Αυγούστου, ενώ μαίνονταν οι μάχες στο Καλέ Γκρότο, ο Φαχρεντίν, εν είδει αντιπερισπασμού, σκέφθηκε να καταλάβει το χωριό αυτό, χωρίς να ξέρει την παρουσία των υψηλών προσώπων, τα οποία βρίσκονταν εκεί, προστατευόμενα μόνο από το τάγμα της φρουράς.

Επικεφαλής μιας μεραρχίας και μιας ταξιαρχίας ιππικού επιτέθηκε με σκοπό να καταλάβει το Ουζούνμπεη και να απαλλάξει την Άγκυρα από την απειλή βομβαρδισμών. Η αντίσταση, όμως, ήταν πεισματική και παρά την αριθμητική του υπεροχή, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει. Αν ήξερε τι «τεφαρίκια» θα έπεφταν στα χέρια του, θα επέμενε περισσότερο και θα ζητούσε μεγαλύτερη συνδρομή.

Το τι έχασε το έμαθε μετά˙ ήταν όμως αργά.

Όπως ο γερμανικός στρατός στα τέλη του φθινοπώρου του 1941 είχε φθάσει έξω από τη Μόσχα, όμοια και ο ελληνικός, παρά τις δυσκολίες του εδάφους και τη σκληρή αντίσταση βρισκόταν στις παρυφές της Άγκυρας. Από κάποια υψώματα η πόλη ήταν ορατή. Ο σιδηροδρομικός της σταθμός είχε βομβαρδισθεί. Τότε είχε λεχθεί ότι τραυματίσθηκε ο Κεμάλ. Μια επίθεση ακόμη και η πόλη θα έπεφτε.

Η ώρα της «Κόκκινης Μηλιάς» είχε φθάσει. Αλλά δεν υπήρχαν πλέον αποθέματα υλικά, σωματικά και ψυχικά για ένα τέτοιο εγχείρημα. Χρειάζονταν νέες δυνάμεις και με υψηλότερο ηθικό. Μπροστά στο αδιέξοδο, στη Στρατιά επικρατούσε σκεπτικισμός. Quo vadimus? Πού πορευόμεθα; Ήταν πλέον σαφής η αδυναμία του ελληνικού στρατού για νέες επιθετικές ενέργειες. Έτσι αποφασίστηκε – χωρίς να λεχθεί ρητά – η διεξαγωγή πολέμου τύπου χαρακωμάτων. Άλλ’ αυτό προϋπόθετε μέσα που δεν ήσαν επαρκή στον ελληνικό στρατό. Δεν είχε εξασφαλισθεί ο άνετος ανεφοδιασμός. Γράφει ο Βασιλόπαις Ανδρέας:

«Την πρωίαν της 26ης (Αυγούστου 1921) ο επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού αντισυντ. Παπάγος ελθών εις το στρατηγείον μου μοι ανέφερεν ότι δεν υπήρχε πλέον χόρτον εν τη περιοχή εις ακτίνα 10 χλμ. ότι οι ίπποι έθνησκον μεθ’ εκάστην ελλείψει τροφής, και ότι πέταλα δεν είχον ληφθή εισέτι κ.λπ. Εν γένει αι ελλείψεις του Σώματος εγένοντο ολοέν επί μάλλον και μάλλον αισθηταί˙ πυρομαχικά είχον ληφθή ελάχιστα, άρτος επί (=για ) 9 ημέρας εν και εν τέταρτον μερίδος˙ εστερούμεθα παντελώς καυσίμου ύλης και από τριών ημερών δεν ήτο δυνατόν να παρασκευασθή πρωινόν ρόφημα, ενώ το ψύχος ήτο λίαν αισθητόν˙ ο ιματισμός (ρουχισμός) και η υπόδυσις των ανδρών εν αθλία καταστάσει˙ τα μεταγωγικά, μεταφέροντα ελάχιστα είδη εκ μεγάλης αποστάσεως, υφίσταντο καθημερινάς προσβολάς, αναγκαζούσας την διάθεσιν διαφόρων αποσπασμάτων προς συνοδείαν των».

Ο ελληνικός στρατός πλησίασε στα περίχωρα της Άγκυρας, όπου συνάντησε σθεναρή αντίσταση αλλά και δυναμικές αντεπιθέσεις. Παρ’ όλα αυτά τα ελληνικά τμήματα κατόρθωσαν να συγκρατήσουν και να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις αυτές. Καμμιά επιτυχία των Τούρκων δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας, ώστε να δικαιολογείται, όπως θα δούμε, η εσπευσμένη υποχώρηση από τα πρόθυρα της Άγκυρας. Ο πρίγκιπας Ανδρέας στο βιβλίο του γράφει: «Αναμφισβήτητον τυγχάνει ότι η απόφασις της αποχωρήσεως ελήφθη λίαν εσπευσμένως».

Ο ελληνικός στρατός, όμως, δεν αναχαιτίσθηκε από τον Κεμάλ και τους στρατηγούς του. Αναχαιτίσθηκε από «στρατηγό» σαν αυτόν που αναχαίτισε το χιτλερικό στρατό μπρος στη Μόσχα και το 1821 τον Γαλλικό – έστω κι αν μπήκε στη Μόσχα. Στην περίπτωση του ελληνικού στρατού λειτούργησαν δύο αρνητικοί παράγοντες: το έδαφος και η δυσχέρεια του ανεφοδιασμού.

«Όστις έζησε το δράμα του Σαγγαρίου είναι αδύνατον να λησμονήση το μαρτύριον της Στρατιάς. Αι μακραί φάλαγγές της προήλαυνον βραδέως, η κόπωσις ήτο εξαντλητική, η βλάστησις, αραιά και θαμνώδης, δεν επροστάτευε από τον καυστικόν ήλιον των τροπικών, η γη εφλέγετο, η πείνα και η δίψα εβασάνιζε, τα σπάνια φρέατα δεν επήρκουν δια να δροσίσωσι τους διψώντας».

Η τελευταία μάχη – Το βασιλικό διάγγελμα.

Η τελευταία προ της Αγκύρας μάχη δόθηκε στις 29 Αυγούστου με πρωταγωνίστρια την Ι. Μεραρχία, εναντίον της οποίας ο αντίπαλος ενήργησε κυκλωτική επίθεση. Και όντως κυκλώθηκε.

Άλλ’ ο Μέραρχος, αφού τοποθέτησε σε γραμμή μάχης το 1/38 Ευζώνων, τη διλοχία σκαπανέων και το λόχο του στρατηγείου, μπόρεσε να αναχαιτίσει την επίθεση, μέχρι την εσπέρα, οπότε έφθασαν οι ζητηθείσες ενισχύσεις από το Β’ Σώμα Στρατού και συγκεκριμένα η V Μεραρχία, η οποία κύκλωσε τον κυκλώσαντα την Ι Μεραρχία τουρκικό στρατό.

Ακολούθως, συνδυασμένη επίθεση του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων από τα μέσα, και της V Mεραρχίας από τα έξω, προκάλεσε αληθινή πανωλεθρία στον αντίπαλο, που υποχώρησε σε κατάσταση διαλύσεως και το παράδειγμά του ακολούθησαν κι άλλες τουρκικές μεραρχίες.

« Η Ι. Μεραρχία λοιπόν εξήλθε νικήτρια από την τελευταίαν αυτήν φάσιν του αγώνος διατηρήσασα την ελευθερίαν της ενεργείας», γράφει ένας από αυτούς που εξιστόρησαν την επική αυτή πορεία.

Αλλά ο ελληνικός στρατός χωρίς εφεδρεία είχε φθάσει στο «μη περαιτέρω». Δεν ήταν μόνον ο ελληνικός στρατός που βρισκόταν στα όρια της εξαντλήσεώς του. Το ίδιο ίσχυε και για τον τουρκικό στρατό. Εδώ, όμως, υπήρχε χέρι πιο ισχυρό. Ένα αντίγραφο διαταγής του Κεμάλ που βρέθηκε στα θυλάκια σκοτωμένου Τούρκου αξιωματικού, δείχνει εύγλωττα σε ποια αγωνιώδη κατάσταση είχε περιέλθει ο τουρκικός στρατός.

Η διαταγή έλεγε:

«Η ωχυρωμένη γραμμή του Τσαλ όρους είναι η τελευταία άμυνα την οποία θ’ αντιτάξωμεν κατά των απίστων επιδρομέων. Ουδείς πρέπει ν’ αφήση ζων την θέσιν του. Εάν χαθή αύτη, ανοίγεται ο τάφος της Τουρκίας. Έχετε υπόψη ότι όπισθέν σας είναι πολυβόλα δια να φονεύσουν πάντα όστις λιποψυχήση».

Η διαταγή αυτή δείχνει τη μαχητική αποφασιστικότητα του Κεμάλ, δείχνει, όμως, και το άλλο: οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να πιστεύουν στην τελική επικράτηση των Ελλήνων. Ο στρατηγός Μπουλαλάς από τον οποίο αντιγράψαμε τη διαταγή του Κεμάλ παρατηρεί:

«Η αγωνία των Τούρκων από την ελληνικήν επιτυχίαν της 16ης Αυγούστου15 μεταδίδεται από τους δημοσιογράφους εις το εξωτερικόν μαζύ με την πληροφορίαν ότι οι Κεμαλικοί προετοιμάζουν την μεταφοράν της Πρωτευούσης εις Καισάρειαν.

Εν Γενεύη την Δευτέραν 16/29 Αυγούστου διεδόθη ευρέως εις την Γενικήν Συνέλευσιν της Κοινωνίας των Εθνών ότι ¨η Άγκυρα κατελήφθη από τους Έλληνας».

Την ώρα αυτή όπου η πλάστιγγα της νίκης έγερνε προς τη μεριά των Ελλήνων και οι Ευρωπαίοι, στρατιωτικοί και πολιτικοί, με κομμένη ανάσα, έβλεπαν το απίστευτο, δηλαδή τον ελληνικό στρατό να παρελαύνει και στην Άγκυρα, όχι ο ελληνικός στρατός άλλ’ ο Ελληνισμός αυτοηττήθηκε.

Δεν έγινε η δέουσα κινητοποίηση ούτε στις μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, η ΚΠολη και η Αλεξάνδρεια, ώστε να σχηματισθούν δύο ακόμη μεραρχίες, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την τελική κάμψη του αντιπάλου.

Ο Ελληνισμός γνώριζε τη δική του εξάντληση˙ αγνοούσε την εξάντληση του τουρκικού λαού που κι αυτός, συνεχώς ηττώμενος, πολεμούσε από το 1911. Δεν έλειψαν πάντως οι άσκοπες θριαμβολογίες στην Αθήνα.

Το καλό για τους Τούρκους ήταν ότι ο Κεμάλ και Ισμέτ είχαν επίγνωση των δυσκολιών που είχαν να αντιμετωπίσουν. Το κακό με τους Έλληνες – τουλάχιστον στα υψηλά κλιμάκια – ήταν πως δεν είχαν επίγνωση της καταστάσεως.

Είναι ενδεικτικό πως όταν ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στις 16 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα του επιφυλάχτηκε αποθεωτική υποδοχή και έγινε πανηγυρική δοξολογία στη Μητρόπολη.

Άλλ’ αυτό που ήταν όντως «για τα πανηγύρια» (κι ας μας συγχωρεθεί η παροιμιακή έκφραση) ήταν το βασιλικό διάγγελμα προς τους μαχητές της Μικράς Ασίας, που δημοσιεύθηκε στον ελληνικό τύπο στις 15 Σεπτεμβρίου.16 Μία περικοπή αρκεί:

«Επλήξατε τον εχθρόν εις την καρδιά του. Εχύσατε το αίμα σας, το πολύτιμον ελληνικόν αίμα, δια να ελευθερώσετε τους υποδούλους αδελφούς μας και να φέρετε πάλιν τον πολιτισμόν εις την χώραν όπου εμεγαλούργησαν οι προπάτορές μας, και δια να κατορθώσετε αυτό εφέρατε εις ευτυχές πέρας έργον όπερ (=το οποίον) κανείς άλλος στρατός δεν ηδύνατο να διεξαγάγη τόσον καλά και τόσον γρήγορα. Ήκουσα να φωνάζετε: «Στην Άγκυρα! Στην Άγκυρα», αλλά δεν ηθέλησα να πάτε εκεί δια να υποστήτε νέους κόπους και θυσίας, διότι το έργον το οποίον μέχρι τώρα εκάματε μας είνε αρκετόν δια τον σκοπόν μας…!».

Αυτό δεν ήταν διάγγελμα, ήταν εμπαιγμός… Η υποχώρηση προ της Αγκύρας ήταν ότι και η αποχώρηση του Βοναπάρτη από τη Μόσχα. Η αποχώρηση αυτή γινόταν ακόμη πιο δυσχερής λόγω απότομης μεταβολής των κλιματολογικών συνθηκών.

«Σημειωτέον ότι από της 8ης Σεπτεμβρίου ψύχος δριμύ και αδιάλειπτοι βροχαί έφερον τον πρόωρον χειμώνα εις το Μικρασιατικόν επίπεδον. Αι οδοί κατέστησαν αδιάβατοι». (Ξ. Στρατηγός, όπ. π. σ. 273).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ