Συνεχίζοντας την προέλασή του εντός της Πολωνίας, το 1944, Ερυθρός Στρατός έφτασε στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα, βορειοανατολικά της Βαρσοβίας.
Το στρατόπεδο είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές από την εξέγερση των Εβραίων κρατουμένων του τον Αύγουστο του 1943.
Ωστόσο όταν έφτασαν οι Σοβιετικοί βρήκαν κάποια κτήρια όρθια.
Ο πολεμικός ανταποκριτής Βασίλι Γκρόσμαν, ακολουθώντας τον Κόκκινο Στρατό στην Πολωνία, κατά την τελική φάση της επιχείρησης «Bagration» είχε την ευκαιρία να μιλήσει με επιζώντες και με Πολωνούς χωρικούς που ζούσαν γύρω από το στρατόπεδο.
“Οι αφηγήσεις για το πώς οι νεκροζώντανοι της Τρεμπλίνκα διατηρούσαν μέχρι την τελευταία στιγμή όχι μόνο την εικόνα αλά και την ψυχή του ανθρώπου σε συγκλονίζουν μέχρι τα μύχια της ψυχής σου, σε κάνουν να χάσεις τον ύπνο σου.
“Μιλούσαν για δεκάχρονα κοριτσάκια τα οποία, με θεϊκή σοφία, παρηγορούσαν τους γονείς τους που έκλαιγαν με λυγμούς, για το αγοράκι που κραύγαζε στην είσοδο των θαλάμων αερίων και έλεγε: «μαμά μην κλαίς, οι Ρώσοι θα εκδικηθούν».
Μου μίλησαν για δεκάδες καταδικασμένους ανθρώπους που προσπάθησαν να αντισταθούν.
Μας μίλησαν για κάποιον νεαρό που μαχαίρωσε αξιωματικό των SS, για κάποιον άλλο νεαρό που τον έφεραν από το εξεγερμένο γκέτο της Βαρσοβίας, ο οποίος είχε καταφέρει να κρύψει με θαυμαστό τρόπο μια χειροβομβίδα και την πέταξε στο πλήθος των δημίων.
“Μιλάνε για τη μάχη που κράτησε μια νύχτα ολόκληρη, ανάμεσα σε μια ομάδα κρατουμένων και τα αποσπάσματα φρουρών των SS.
“Φοβερά ήταν τα μαρτύρια και ο τρόπος με τον οποίο την εκτέλεσαν.
Κανείς δεν ξέρει το όνομά της και κανείς δεν το τιμά”.
Τη συγκλονιστική αυτή περιγραφή ο Γκρόσμαν δημοσίευσε σε σοβιετική εφημερίδα.
Το άρθρο του αυτό χρησιμοποιήθηκε ως τεκμήριο στην δίκη της Νυρεμβέργης.