Θεσσαλονίκη: Η εγκατάσταση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης

Ποιος ήταν ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, δίνοντας στίγμα στον χαρακτήρα της πόλης

 

Στην πορεία και την παρουσία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, διανθίζοντας με την παρουσία τους τον χαρακτήρα της πόλης, ως μία ακόμη ψηφίδα στο πολιτισμικό ψηφιδωτό της, αναφέρεται η έρευνα της Μαρία Καζαντζίδου, ιστορικού του Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, με θέμα «Η εγκατάσταση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στη Θεσσαλονίκη, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα».

«Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, η ύπαρξη του οποίου σημειώνεται από αρχαιοτάτων χρόνων, υπέστη δεινά με την επικράτηση των Νεότουρκων, όταν ξεκίνησε η εκστρατεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ» εξηγεί στο ΑΜΠΕ η κ. Καζαντζίδου.

«Η πρώτη από αυτές αφορά την ανταλλαγή πληθυσμών, βάσει της οποίας ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες και Τούρκοι μειονοτικοί αναγκάστηκαν να εκπατριστούν» αναφέρει η ιστορικός. «Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Μάιο του 1941, έχουμε την επιστράτευση των 21 κλάσεων, από το 1912 ως το 1932.

Άνδρες μη μουσουλμάνοι, ηλικίας από 18 έως 45 ετών, με το πρόσχημα του πολέμου κατανέμονταν σε τάγματα των 5000 ανδρών και οδηγούνταν στα βάθη της Ανατολής, όπου για 15 μήνες υποβάλλονταν, κάτω από αντίξοες συνθήκες, σε καταναγκαστική εργασία» προσθέτει.

Το αμέσως επόμενο έτος, το Νοέμβριο του 1942, σύμφωνα με το νόμο 4305, επιβλήθηκε στους μη μουσουλμάνους το Βαρλίκ, ένας υπέρογκος φόρος περιουσίας, που στόχο είχε να περάσει το εμπόριο αποκλειστικά στα χέρια των Τούρκων επιχειρηματιών.

«Κυριότερος στόχος του Βαρλίκ ήταν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι» σημειώνει η ιστορικός «ωστόσο, αν και τα μέτρα αυτά έπλητταν τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης κανένα, πέραν της ανταλλαγής, δεν οδήγησαν στην μετανάστευση».

Ημερομηνίες ορόσημο

Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, περίοδος στην οποία επικεντρώνεται η ανακοίνωση της Μαρίας Καζαντζίδου, σημειώνονται δύο ημερομηνίες- ορόσημο στην ιστορία των Ελλήνων της Πόλης. Η πιο σκληρή επίθεση πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 6ης προς 7ης Σεπτεμβρίου, του 1955, με τα γνωστά επακόλουθα.

«Δημοσιεύματα του ελληνικού και διεθνούς Τύπου μαρτυρούν το οικονομικό και ηθικό πλήγμα. Παρά την οικονομική καταστροφή, τον σωματικό και ψυχολογικό τραυματισμό που υπέστησαν, οι Έλληνες ανασυντάχθηκαν. Βέβαια, διακηρύξεις όπως ‘η Τουρκία στους Τούρκους’ και ‘Πολίτη, μίλα τουρκικά’ οδήγησαν σε έναν πιο διακριτικό και συγκρατημένο τρόπο ζωής, αλλά όχι στην εγκατάλειψη των εστιών τους» εξηγεί η ερευνήτρια.

Τομή στην ιστορία του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, αποτελεί το 1964, όπως επισημαίνει η κ. Καζαντζίδου, με την καταγγελία, στις 16 Μαρτίου, του Συμφώνου Ειρήνης και Φιλίας που είχαν υπογράψει το 1930 ο Μουσταφά Κεμάλ με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Βάσει της Σύμβασης αυτής, αναγνωριζόταν στους πολίτες της μιας χώρας το δικαίωμα παραμονής στην άλλη. Η απέλαση των Ελλήνων μπορούσε να ξεκινήσει ύστερα από έξι μήνες.

«Το τουρκικό κράτος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την ελληνική μειονότητα σαν κρυφό χαρτί στις διεθνείς διαπραγματεύσεις» εκτιμά η ιστορικός

«Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν τα ‘πιόνια’ στη σκακιέρα για τις διαπραγματεύσεις του Κυπριακού. Η αδιαφορία της ελληνικής κυβέρνησης οδήγησε στην υλοποίηση των απελάσεων πριν από την πάροδο του εξαμήνου, κηρύσσοντας κάποια άτομα ως επιζήμια για τη χώρα. Στους υπόλοιπους δεν θα ανανεώνονταν η άδεια παραμονής» εξηγεί.

Παράλληλα, προκειμένου να στραφεί η κοινή γνώμη εναντίον των Ρουμ και των Γιουνάν, όπως διαχώριζαν ως τότε τους Έλληνες της Πόλης και τους εξ Ελλάδος, αντίστοιχα, ξεκίνησε μία προσπάθεια εξομοίωσής τους και η ανθελληνική φιλολογία που ξέσπασε εκφράστηκε με ποικίλους τρόπους.

«Συνοικίες στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και οδοί στα Πριγκιπόννησα, που η ονομασία τους προκαλούσε ελληνικούς συνειρμούς, μετονομάστηκαν. Διευθυντές ελληνικών σχολείων απολύονταν, ενώ απαγορεύτηκε η άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων από τους Έλληνες. Υπό την απειλή της ακύρωσης της άδειας λειτουργίας, οι επιχειρήσεις τους υποχρεώθηκαν να έχουν τουρκική ονομασία. Ακόμη, δημοσιεύονταν ανακοινώσεις που προέτρεπαν τους Τούρκους να μην υποστηρίζουν τις ελληνικές επιχειρήσεις, με το επιχείρημα ότι κάθε γρόσι που κέρδιζαν μετατρέπονταν σε σφαίρα κατά των Τουρκοκυπρίων» αναφέρει στην ανακοίνωσή της η κ. Καζαντζίδου.

Και σαν να μη έφταναν όλα αυτά, το Υπουργείο Οικονομικών της Τουρκίας, ενημερώθηκε για τους τραπεζικούς λογαριασμούς όλων των Ελλήνων και στις 7 Μαΐου του 1964 αποφασίστηκε η δέσμευση των χρημάτων τους. Ο έλεγχος των καταθέσεων γινόταν, πλέον, μέσω εξουσιοδοτημένων ατόμων και οι αναλήψεις, συγκεκριμένου ύψους, υπό την επιτήρηση των αρμοδίων. Απαγορεύτηκαν, επίσης, οι μεταβιβάσεις των ακινήτων και από τα Χριστούγεννα του 1964 δεσμεύονταν τα περιουσιακά στοιχεία και οι καταθέσεις που ανήκαν σε Έλληνες υπηκόους.

«Η διαδικασία της απέλασης ήταν κοινή για όλους. Η αστυνομία ειδοποιούσε εγγράφως και ο παραλήπτης έπρεπε να απευθυνθεί στο Δ’ Τμήμα της Ασφάλειας, όπου στεγαζόταν το Γραφείο Ελλήνων. Εκεί, αποδεχόταν εγγράφως πως δρούσε επιζήμια για τη χώρα ή πως φεύγει με τη θέλησή του. Ένας κρατικός υπάλληλος κατέγραφε και δέσμευε τον οικιακό εξοπλισμό κάθε απελαθείσας οικογένειας» επισημαίνει η κ. Καζαντζίδου.

Όλοι οι απελαθέντες είχαν στη διάθεσή τους μία έως δύο μέρες, ενώ επιτρέπονταν να πάρουν μαζί τους 20 κιλά προσωπικά είδη και 200 λίρες (22 δολάρια με την ισοτιμία της εποχής).

«Αυτά αποτελούσαν την περιουσία και τα εφόδια των απελαθέντων στο ξεκίνημα της νέας τους ζωής. Οι περισσότεροι από αυτούς επέλεξαν να εγκατασταθούν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, μιας και το αστικό περιβάλλον αυτών των πόλεων κρινόταν καταλληλότερο για την ένταξή τους» σημειώνει η κ. Καζαντζίδου.

Ανύπαρκτη η βοήθεια από το ελληνικό κράτος

Οι απελαθέντες βρέθηκαν στην Ελλάδα, χωρίς χρήματα, σπίτι και εργασία, όπως παλιότερα το 1922 οι ανταλλαγέντες.

«Η βοήθεια από το ελληνικό κράτος ήταν ανύπαρκτη, δεδομένου ότι δεν υπήρχε μέριμνα για την υποδοχή και αποκατάστασή τους» σημειώνει η ιστορικός. «Κάθε οικογένεια- συμπληρώνει- φρόντιζε μόνη της για τη στέγαση και γενικότερα για την επιβίωσή της. Οι πρώτες μέρες ήταν ιδιαίτερα σκληρές, αν αναλογιστούμε πως ορισμένοι από αυτούς δεν γνώριζαν κανέναν στην Ελλάδα».

Υπό αυτές τις συνθήκες, Έλληνες που στην Κωνσταντινούπολη είχαν αποδοτικές εργασίες, πλούσια καταστήματα, επιχειρήσεις, εργοστάσια, αναγκάστηκαν να ξεκινήσουν στην Ελλάδα από το μηδέν, απασχολούμενοι σε περιστασιακές εργασίες. Το ελληνικό κράτος μερίμνησε για την παροχή ενός βοηθήματος: 3000 δραχμές εφάπαξ για κάθε οικογένεια, 40 δραχμές ημερησίως για τον αρχηγό της οικογένειας και 4 δραχμές για κάθε επιπλέον μέλος, τους πρώτους εννέα μήνες, εκτός εάν στο διάστημα αυτό κάποιος από την οικογένεια αποκαθίστατο επαγγελματικά. Δόθηκαν, επίσης, κάποια προνόμια στα παιδιά των Απελαθέντων, τα οποία μέχρι το 1970 μπορούσαν να εισαχθούν χωρίς εξετάσεις στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας, ενώ τα αγόρια που γεννήθηκαν μέχρι το 1951 διατηρούσαν το δικαίωμα εξαγοράς της στρατιωτικής τους θητείας.

Οργάνωση των Απελαθέντων

Στο πλαίσιο αυτό, η οργάνωση των Απελαθέντων σε έναν κοινό σύλλογο ήταν απαραίτητη. Έπρεπε να δράσουν συλλογικά για τη διευθέτηση και αντιμετώπιση των βασικότερων αναγκών τους. Ο σύλλογος, παρά τις δυσχέρειες και τις αντιξοότητες, μεριμνούσε και για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τη διεκδίκηση των περιουσιών, την αναγνώριση προϋπηρεσίας και συνταξιοδοτήσεως, καθώς και για την υλική και ηθική αρωγή τους.

«Οι Κωνσταντινοπολίτες, φορείς μιας πλούσιας αστικής κουλτούρας, αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν πληθυσμοί που συνέρρεαν από την ελληνική επαρχία, λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης. Σε αυτή την ασυμβατότητα, καθώς και στην αίσθηση της ανωτερότητας έναντι των ντόπιων, θα πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια κάποιων εντάσεων» επισημαίνει η κ. Καζαντζίδου υπενθυμίζοντάς μας ότι διακεκριμένοι επιστήμονες, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, αθλητές, έχουν καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη.

Μεγάλο μεταναστευτικό όγκο αποτελούσαν και οι ελληνικής καταγωγής Τούρκοι υπήκοοι, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη.

«Αν και οι απελάσεις αφορούσαν μόνο τους Έλληνες υπηκόους, πολλές οικογένειες, που το ένα μέλος είχε τούρκικη υπηκοότητα και το άλλο ελληνική, έφευγαν αναγκαστικά. Επίσης, το μποϊκοτάζ που γινόταν στις ελληνικές επιχειρήσεις, το κλείσιμο κάποιων σχολείων και η ανασφάλεια, οδήγησε ορισμένους σε εκπατρισμό. Υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις οικογενειών που έφυγαν από την Τουρκία, όταν τα αγόρια τους έφτασαν σε στρατεύσιμη ηλικία και έπρεπε να υπηρετήσουν τον τούρκικο στρατό. Αυτό τους καθιστούσε λιποτάκτες, κηρύσσονταν έκπτωτοι και τους απαγορευόταν η είσοδος και κάθε είδους συναλλαγή στην Τουρκία, όπως αγορά, πώληση, μεταβίβαση ή κληροδότηση περιουσίας» σημειώνεται στη μελέτη.

Χωρίς ελληνική υπηκοότητα

Δεδομένου ότι δεν απελάθηκαν, αλλά θεωρητικά ήρθαν με τη θέλησή τους στην Ελλάδα, οι Κωνσταντινοπολίτες με τούρκικη υπηκοότητα δεν έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης και παροχής προνομίων από το ελληνικό κράτος.

Το κυριότερο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν η άρνηση του ελληνικού κράτους να τους παραχωρήσει την ελληνική υπηκοότητα. Έτσι, έπρεπε αρχικά, κάθε τρεις μήνες, διάστημα που στη συνέχεια αυξήθηκε στους έξι και τελικά στους δώδεκα μήνες, να παρουσιάζονται στο Γραφείο Αλλοδαπών για να ανανεώνουν την άδεια παραμονής τους, ενώ ταξίδευαν στο εξωτερικό με ειδικό διαβατήριο, το ‘λεσέ πασέ’, που ίσχυε για ένα και μόνο ταξίδι, όπου αναφέρονταν ο προορισμός, καθώς και η ημερομηνία άφιξης και αναχώρησης.

Δεκαεπτά χρόνια μετά, μόλις το 1981, αποφασίστηκε να δοθεί στους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη ελληνική υπηκοότητα. Κάποιοι από αυτούς, μεγαλύτεροι σε ηλικία, δεν πρόλαβαν να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα «φεύγοντας» με το παράπονο πως η πατρίδα τους δεν τους αναγνώριζε ως Έλληνες.

Κατάφεραν να σταθούν και να ακμάσουν

Κατά τα πρώτα χρόνια, οι Κωνσταντινοπολίτες με τούρκικη υπηκοότητα που αναγκάστηκαν να έρθουν στην Ελλάδα, δεν διέθεταν ούτε άδεια εργασίας, ενώ η έλλειψη ελληνικής υπηκοότητας καθιστούσε ανέφικτο το διορισμό τους στο ελληνικό δημόσιο.

«Αυτό δεν σημειώνεται από τους ίδιους ως πρωταρχικό μειονέκτημα γιατί δεν το επεδίωκαν» αναφέρει η κ. Καζαντζίδου και πρόσθετει: «Συνηθισμένοι από την Κωνσταντινούπολη να ασχολούνται με το εμπόριο ή να ασκούν κάποια τέχνη, μπόρεσαν και εδώ να απορροφηθούν στον ιδιωτικό τομέα ως ελεύθεροι επαγγελματίες, τεχνίτες, υπάλληλοι ή εργάτες».

Οι περισσότεροι από αυτούς έστησαν εκ νέου την επιχείρηση που είχαν στην Κωνσταντινούπολη (έγιναν τυπογράφοι, εργολάβοι, εστιάτορες, ζαχαροπλάστες, υποδηματοποιοί, κομμωτές, ράφτες, κοσμηματοπώλες, κ.ά.), ενώ όσοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα εργάζονταν ως υπάλληλοι. Όπως αναφέρουν οι ίδιοι, οι εργοδότες τούς αντιμετώπιζαν με φιλικό τρόπο, τους εκτιμούσαν και δεν αναφέρονται κρούσματα εκμετάλλευσης ή κατάχρησης. Αποδείχθηκαν αξιόλογοι υπάλληλοι και τεχνίτες, εργατικοί και έντιμοι στις συναλλαγές τους.

«Με αυτά τα εφόδια, χωρίς να έχουν κάποια πλεονεκτήματα ή ειδική μεταχείριση από την πολιτεία, σύντομα κατάφεραν να σταθούν και να ακμάσουν. Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς που είχαν κάποια επαγγελματική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τα χρόνια προϋπηρεσίας τους κατά τη συνταξιοδότησή τους».

Ομαλή ένταξη

Η ένταξη των Κωνσταντινοπολιτών στην ελληνική κοινωνία έγινε γενικότερα ομαλά, όπως επισημαίνει η κ.Καζαντζίδου, για τα άτομα όμως μεγαλύτερης ηλικίας η δημιουργία κοινωνικών δεσμών και σχέσεων με τους Θεσσαλονικείς και η προσαρμογή στο νέο τρόπο ζωής, ήταν δύσκολη. Νοσταλγούσαν τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη και πολλοί από αυτούς είχαν την επιθυμία να ταφούν εκεί. Δυσκολίες αντιμετώπισαν και ορισμένοι μαθητές, καθώς δεν υπήρχαν προπαρασκευαστικά τμήματα, ώστε να φτάσουν το επίπεδο των υπολοίπων μαθητών.

«Παρόλο που δεν λείπουν οι αναφορές για προκατειλημμένη αντιμετώπιση (τα αποκαλούσαν τουρκάκια, ή τα ρωτούν αν είναι βαπτισμένα) γενικότερα οι εκπαιδευτικοί διέκριναν στα παιδιά αυτά σωστή παιδεία και διαπαιδαγώγηση. Σύντομα, κατάφεραν να καλύψουν τα κενά και να αναδειχθούν σε άριστους μαθητές», σημειώνει η ερευνήτρια.

Όσον αφορά τις δεσμευμένες περιουσίες των Κωνσταντινοπολιτών, υπάρχουν ακόμη εκκρεμότητες.

«Ακόμη και αυτοί που κατάφεραν να αποδεσμεύσουν τα χρήματά τους από την Τουρκική Τράπεζα, λόγω του πληθωρισμού, και επειδή όλα αυτά τα χρόνια τα χρήματα δεν τοκίζονταν, κατέληξαν να τους αναλογεί ένα σχεδόν μηδαμινό ποσό» εξηγεί η κ. Καζαντζίδου σημειώνοντας ότι το 40 % των ελληνικών ακινήτων έχει ήδη περιέλθει στο τουρκικό Δημόσιο και τα υπόλοιπα τελούν υπό την εξουσία των δικαστηρίων.

Οι απελαθέντες, και εξαναγκασθέντες να φύγουν από την Πόλη, Κωνσταντινοπολίτες, που ζουν σήμερα στη Θεσσαλονίκη, δραστηριοποιούνται μέσα από το Σύλλογο Ελλήνων Ομογενών εκ Κωνσταντινουπόλεως, που παρουσιάζει πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα, ενώ κάθε δίμηνο εκδίδει το περιοδικό «Παλμός».

«Μέσω των εκδηλώσεών τους, καλλιεργούν την πολιτιστική τους ταυτότητα, διατηρούν συνεχή επαφή με τους Έλληνες που βρίσκονται ακόμη στην Κωνσταντινούπολη και αγωνίζονται, ώστε να διευθετηθεί οριστικά το θέμα των περιουσιών τους. Μπορεί να άφησαν στην Τουρκία άφησαν την περιουσία τους, πήραν ωστόσο μαζί τους το κυριότερο, την ικανότητα να αγωνίζονται, με υπομονή και μεθοδικότητα, κάτω από δυσμενείς συνθήκες και τελικά να ευημερούν» καταλήγει η κ. Καζαντζίδου.

Δ. Ριμπά

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, constantinoupoli.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ